skip to Main Content

του Μιγκέλ δε Θερβάντες

Η δόνια Λορέντσα, 15 χρόνων,  παντρεύεται τον Κανιζάρες, έναν πλούσιο γέρο, ανίκανο και ζηλιάρη. Στην πρώτη κιόλας εικόνα του ιντερμέδιου μαθαίνουμε το παράπονό της: απολαμβάνει δώρα, χρήμα, στολίδια και άλλα πολλά, δεν έχει όμως ακόμα γνωρίσει τους «καρπούς» του γάμου. Αυτή την αδικία αναλαμβάνει να σταματήσει η γειτόνισσα, δόνια Ορτιγόσα, που εκτελεί χρέη μεσολαβητή ανάμεσα σε έναν νεαρό που είναι ερωτευμένος με τη Λορέντσα και στην ίδια. Πώς όμως θα μπει ο υποψήφιος εραστής στο σπίτι, αφού ο γέρος κρατάει κλειδωμένη τη Λορέντσα και έχει εκείνος το κλειδί κρεμασμένο στον λαιμό του;

Ο Ρουίθ Ραμόν στο βιβλίο του Historia del teatro español (Μαδρίτη, Cátedra,1996,  σελ. 125) σημειώνει: «Η σκηνή της μοιχείας είναι μια από τις τολμηρότερες σκηνές τού θεάτρου τού Χρυσού Αιώνα. Ο Θερβάντες διασκεδάζει με το πάθημα του ήρωά του. Ο θεατής παρίσταται στη μοιχεία και ακούει τον διάλογο ανάμεσα στη σύζυγο- που έχει κλειστεί στο δωμάτιό της με τον εραστή της- και τον σύζυγο, που βρίσκεται έξω από την πόρτα και δεν υποψιάζεται τίποτα, αλλά τον τρώει η ζήλεια. Ο εμπαιγμός φτάνει στο απόγειό του με την παρέμβαση της Χριστίνας, ανιψιάς και συνεργού της συζύγου, τα σχόλια της οποίας αποδεικνύουν την παντελή έλλειψη ηθικών ενδοιασμών εκ μέρους της».

Απόσπασμα του έργου

Μπαίνουν στη σκηνή η δόνια ΛΟΡΕΝΤΣΑ,  η ΧΡΙΣΤΙΝΑ, υπηρέτριά της, και η ΟΡΤΙΓΟΣΑ, γειτόνισσά της.

 ΛΟΡΕΝΤΣΑ: Θαύμα, θαύμα, σενιόρα Ορτιγόσα μου! Καλά που δε με κλείδωσε σήμερα το βάσανό μου, ο τύραννος κι η απελπισιά μου. Από τη μέρα που τον στεφανώθηκα, πρώτη φορά αλλάζω κουβέντα με άνθρωπο έξω από το σπίτι. Αχ, που έξω από δω να πάει, στον αγύριστο!, κι αυτός κι εκείνοι που με παντρέψανε με δαύτον!
ΟΡΤΙΓΟΣΑ: Έλα, δόνια Λορέντσα μου, μην παραπονιέσαι. Έννοια σου, και με τη χύτρα την παλιά αγοράζεις άλλη, νιά!
ΛΟΡΕΝΤΣΑ: Ναι, με κάτι τέτοια ποιηματάκια, με παροιμίες, με γλυκά λογάκια με καταφέρανε να τον πάρω. Ανάθεμα τα ρεάλια του, Θεέ μου συγχώρα με, όχι τα σταυρουδάκια που ‘χουν πάνω, ανάθεμα τα στολίδια και τα φουστάνια του, ανάθεμά τα όλα αυτά που μου δίνει και μου τάζει! Τι να το κάνω που ζω μεσ’ στα πλούτη φτωχιά, και πεθαίνω της πείνας…με στρωμένο το τραπέζι;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ναι, θείτσα μου, χίλια δίκια έχεις. Κάλλιο ξεβράκωτη και με λεβέντη άντρα, παρά παντρεμένη και δεμένη μ’ αυτό το γεροξούρα που πήρες.
ΛΟΡΕΝΤΣΑ: Εγώ τον πήρα, ανιψιά; Όρκο παίρνω, πέσανε όλοι πάνω μου! Τι να’ κανα κι εγώ, μικρό κορίτσι ήμουνα, είχα μάθει να υπακούω, να μην αντιμιλάω• αχ, άμα τα ‘ξερα τότε, κομματάκια θα την έκοβα τη γλώσσα μου, για να μην έσωνα να το ξεστόμιζα εκείνο το ναι, που το λες με δυο γράμματα κι ύστερα σε πνίγουν τα κλάματα! Μου φαίνεται όμως πως αυτό ήταν να γίνει. Κι όσα είναι να γίνουν, θα γίνουν θες δε θες, κι όλη η εξυπνάδα  κι η σοφία του ανθρώπου δε μπορεί ούτε να τα δει, ούτε να τα προλάβει.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Αχ Χριστέ μου, τι παλιόγερος είν’ αυτός! Όλη νύχτα: «Φέρε το καθίκι, πάρε το καθίκι, τρέχα, Χριστινάκι, ζέστανέ μου τα πανιά, έχω σφάχτη στα πλευρά μου• δώσ’ μου το μαντζούνι, με κόβει η πέτρα στο νεφρό». Στοίβα τα γιατροσόφια κι οι αλοιφές στο κομοδίνο, ούτε φαρμακείο να ‘τανε! Κι εγώ, που δεν ξέρω ούτε τη φούστα μου να βάλω, πρέπει να του κάνω τη νοσοκόμα. Γκουχ, γκουχ, γκουχ, το χούφταλο, που του κρέμονται οι κήλες και μου θέλει και ζήλιες. Πιο ζηλιάρης απ’ αυτόν δεν ξανάγινε!
ΛΟΡΕΝΤΣΑ: Αλήθεια λέει η ανιψιά μου.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Που να μην έσωνα, Θεούλη μου, να την πω!
ΟΡΤΙΓΟΣΑ: Εντάξει, κυρά μου, δόνια Λορέντσα μου, κάνε η χάρη σου ό,τι σε  ορμήνεψα, και να δεις που όλα θα φτιάξουν με τη συμβουλή μου. Το παλικάρι είναι μπουκιά και συχώριο• το λαχταράει η ψυχούλα του να σ’ανταμώσει, το στόμα του ξέρει να το κρατάει κλειστό και δεν είναι αχάριστος για ό,τι πάρει• ο γέρος είναι όλο ζήλια και υποψίες, δεν έχουμε καιρό για πολλά λόγια. Απόφαση και θάρρος, αυτό χρειάζεται! Κι όπως είπαμε, εγώ θα στον βάλω στην κάμαρά σου, κι εγώ θα στον βγάλω. Βρε δεν πα’ να’ χει ο γέρος μάτια πιο πολλά απ’ τον Άργο, δεν πα’ να βλέπει καλύτερα κι από το ξωτικό το Θαορί, που το μάτι του φτάνει να δει μέχρι εφτά στρώματα κάτω από τη γη.
ΛΟΡΕΝΤΣΑ: Είμαι πρωτάρα, και φοβάμαι, δε θέλω για να κάνω το κέφι μου να κινδυνέψει η τιμή μου.
Back To Top