skip to Main Content

του Μιγκέλ δε Θερβάντες

Ένα  μονόπρακτο με θέμα τον γάμο και τις δυσκολίες τής συμβίωσης, απίστευτα επίκαιρο, παρόλο που γράφτηκε πριν από 400 χρόνια! Τρία ζευγάρια θέλουν να χωρίσουν, αλλά ο δικαστής έχει τις επιφυλάξεις του ως προς τη σοβαρότητα των λόγων που τους οδήγησαν στο δικαστήριο, γι’αυτό και αναβάλλει την έκδοση της απόφασης, προτείνοντάς τους να συμφιλιωθούν.

 

Απόσπασμα του έργου

Βγαίνει ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ, και μαζί του άλλοι δυο, ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ,και κάθεται σε μια καρέκλα.Βγαίνουν ο ΓΕΡΟΣ και η ΜΑΡΙΑΝΑ, η γυναίκα του.

 ΜΑΡΙΑΝΑ: Επιτέλους! Nάτος, ήρθε ο κυρ-Δικαστής κι έκατσε στην έδρα του. Αυτή τη φορά πρέπει να πάρει αυτός την απόφαση κι εγώ το διαζύγιο! Από σήμερα θα είμαι λεύτερη σαν το πουλάκι!
ΓΕΡΟΣ: Για το Θεό, Μαριάνα μου, μη φωνάζεις σαν να ξεπουλάς στη λαϊκή! Σιγά μίλα, στα Πάθη του Χριστού μας σε εξορκίζω…κοίτα, τους ξεσήκωσες όλους με τις φωνές σου.  Στον κύριο Δικαστή, μπορείς να μιλήσεις και με λιγότερες φωνές για το δίκιο σου…
ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Προς τί η λογομαχία, καλοί μου άνθρωποι;
ΜΑΡΙΑΝΑ: Διαζύγιο κυρ-δικαστή μου, διαζύγιο και πάλι διαζύγιο, χίλιες φορές διαζύγιο!
ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Από ποιον, και γιατί, κυρία μου;
ΜΑΡΙΑΝΑ: Από ποιον; Από το χούφταλο αυτό που έχετε μπροστά σας.
 ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Και για ποιο λόγο ;
 ΜΑΡΙΑΝΑ: Γιατί δεν υποφέρω άλλο τη γκρίνια του, δεν αντέχω να ‘μαι  συνέχεια απίκο να γιατρεύω τις αρρώστιες του που τελειωμό δεν έχουν! Η μανούλα μου δε με γέννησε εμένα για να γίνω νοσοκόμα ούτε αποκλειστική! Ωραία προίκα πήρα, αυτό το σακί με τα κόκαλα που μου τρώει τη ζωή! Όταν τον παντρεύτηκα, το πρόσωπό μου έλαμπε  σαν καθρέφτης, και τώρα έχει σουφρώσει σαν πλισές. Η χάρη σας, κυρ –Δικαστή μου, λευτερώστε με αν δε θέλετε να με δείτε κρεμασμένη. Κοιτάξτε, κοιτάξτε τις ρυτίδες στο προσωπάκι μου από τα δάκρυα που χύνω κάθε μέρα, όταν βλέπω πως είμαι ακόμα παντρεμένη με αυτό το λείψανο!
ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Μην κλαίτε, κυρία μου. Κατεβάστε τον τόνο της φωνή σας και σκουπίστε τα δάκρυά σας,  θα το βρείτε το δίκιο σας.
 ΜΑΡΙΑΝΑ: Αφήστε με, η χάρη σας, να κλάψω, γιατί μόνο με το κλάμα ξεσπάω. Στα κράτη που’χουνε σωστή κυβέρνηση, βασιλεία, δημοκρατία, ό,τι θέλει ας είναι, έπρεπε νά’χουν ημερομηνία λήξεως οι γάμοι. Κάθε τριετία έπρεπε να ακυρώνονται ή να ανανεώνονται, όπως τα ενοικιαστήρια, όχι να κρατάνε μια ζωή ολόκληρη, και οι γάμοι, και τα βάσανα των παντρεμένων!
 ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Αν μπορούσε να εφαρμοστεί αυτό το μέτρο, ακόμα και επί πληρωμή, θα το είχαμε θεσπίσει. Όμως, κυρία μου, προσδιορίστε παρακαλώ με μεγαλύτερη ακρίβεια  ποιοι είναι οι λόγοι που σας ωθούν να ζητήσετε διαζύγιο.
ΜΑΡΙΑΝΑ: Του άντρα μου τα γηρατειά και τα δικά μου νιάτα! Πετάγομαι απ’τον ύπνο μου μέσα στη μαύρη νύχτα για να ζεστάνω τα πανιά, να του βάλω κομπρέσες. Μια τον ένα και μια τον άλλο επίδεσμο να του δέσω, που να τον έβλεπα δεμένο σ’έναν πάσσαλο, να ησύχαζα! Νά ’χω το νου μου να του βάζω ψηλό  προσκεφάλι στο κρεβάτι, να του δίνω τα σορόπια για τον βήχα, δε μπορεί βλέπετε να πάρει ανάσα, και να είμαι από πάνω αναγκασμένη να υποφέρω τη βρώμα από το στόμα του που ζέχνει από χιλιόμετρα μακριά.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Μάλλον κάποιο δόντι του πρέπει να έχει σαπίσει.
ΓΕΡΟΣ: Αδύνατον! Μου τα’χει πάρει ο διάβολος τα δόντια και τις ρίζες, άδειο είναι το στόμα μου.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Υπάρχει όμως νόμος που λέει, απ’ότι πήρε το αυτί μου, ότι και μόνο για την κακοσμία του στόματος μπορεί η γυναίκα να χωρίσει τον άντρα, αλλά κι ο άντρας τη γυναίκα.
ΓΕΡΟΣ: Για να πούμε την αλήθεια, κύριοί μου, η βρωμερή αναπνοή που λέει πως την ενοχλεί, δεν βγαίνει από τα χαλασμένα δόντια μου, αφού δόντια δεν έχω, ούτε από το στομάχι μου, που χαίρει άκρας υγείας, αλλά  από τη σκληρή καρδιά της. Η εξοχότης σας, δεν τη γνωρίζετε καλά αυτή την κυρία. Σας βεβαιώνω, μα την πίστη μου, ότι αν τη γνωρίζατε , θα παίρνατε μαύρο δρόμο, με τον απήγανο θα την ξορκίζατε! Πάνε εικοσιδύο χρόνια τώρα που ζω μαζί της σαν μάρτυρας, αλλά ποτέ μου δε μαρτύρησα την αδιαντροπιά, τις φωνές και τις φαντασιώσεις της. Εδώ και δυο χρόνια πια, με σπρώχνει κάθε μέρα στον τάφο, από τις φωνές της έχω χάσει σχεδόν την ακοή μου, κι από τους καυγάδες τα λογικά μου. Αν με γιατροπορεύει, όπως λέει αυτή, με το στανιό το κάνει• δεν πρέπει όμως να’ναι γλυκό μόνο το χέρι του γιατρού, αλλά κι ο χαρακτήρας. Με λίγα λόγια, κύριοι, εγώ είμαι αυτός που πεθαίνει στα χέρια της κι εκείνη είναι αυτή που ζει στα δικά μου, γιατί είναι κυρία, κυρία στο σπίτι μου, αφού έχει νόμιμο μερίδιο.
ΜΑΡΙΑΝΑ: Στο σπίτι σου; Και ποιο σπίτι έχεις εσύ εκτός από αυτό που πήρες με την προίκα μου; Δικά μου είναι τα μισά απ’αυτά που κέρδισες μετά τον γάμο, πανάθεμά σε! Κι από εκείνα, κι από την προίκα μου, και τώρα δα να πέθαινα, ούτε μαραβεδί δε θα σου άφηνα, από τη μεγάλη αγάπη που σου’χω!
ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Πείτε μας, κύριε: όταν νυμφευθήκατε τη σύζυγό σας, δεν είσαστε  ευπαρουσίαστος, υγιής και γενικά σε καλή κατάσταση;
 ΓΕΡΟΣ: Μα σας το ‘πα: εδώ και εικοσιδύο χρόνια που δέθηκα στο ζυγό της, ήμουνα γερός σαν καλοζωισμένος χωριάτης που κωπηλατεί σε γαλέρα, κι από υγεία κι όλα τα άλλα… σκέτος ταύρος, καταλαβαίνετε…
ΜΑΡΙΑΝΑ: Όλα τα θαύματα τρεις μέρες, το μεγάλο τέσσερις…!!
 ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Ησυχία, ησυχία, που να πάρει και να σηκώσει! Καλή μου κυρία, πηγαίνετε στην ευχή του Θεού• ειλικρινά δε βλέπω κανένα λόγο να σας δώσω διαζύγιο• και τα καλά δεχούμενα, και τα κακά δεχούμενα• κανένας σύζυγος δεν υποχρεούται να σταματήσει τον χρόνο ή να του αλλάξει την ταχύτητα, για να μην περάσει από την πόρτα του και από τη ζωή του• έχετε ήδη κάνει απόσβεση για τα τωρινά του ελαττώματα με τα καλά του, που τα χαρήκατε όταν μπορούσε να σας τα προσφέρει• και τσιμουδιά!
 ΓΕΡΟΣ: Σας παρακαλώ, μεγάλη χάρη θα μου κάνατε κύριε δικαστή μου, αν με βγάζατε απ’ αυτή τη φυλακή. Γιατί αν μ’ αφήσετε τώρα έτσι, αφού φτάσαμε στη διάλυση, πρέπει να παραδοθώ πάλι στο δήμιο για να μαρτυρήσω. Αφού δε γίνεται όμως, ας κάνουμε κάτι άλλο: κλείστε τη σ’ ένα μοναστήρι αυτή, και σ’ ένα άλλο εμένα• ας μοιράσουμε το σπίτι, κι ας ζήσουμε εν ειρήνη υπηρετώντας τον Κύριο το υπόλοιπο της ζωής μας.
 ΜΑΡΙΑΝΑ: Μπα, κακό χρόνο να ’χεις! Εγώ να κλείσω την ομορφιά μου σε μοναστήρι; Να γίνω εγώ καλόγρια και να τρέχω στους εσπερινούς και στις εξομολογήσεις; Εσύ να κλειστείς, που δε χάνεις και τίποτα, έτσι κι αλλιώς, ούτε μάτια έχεις για να δεις, ούτε αυτιά για ν’ ακούσεις, ούτε πόδια να περπατήσεις, ούτε χέρια για να πιάσεις! Αλλά εγώ που σκάω από ζωή, κι έχω τις πέντε αισθήσεις μου σωστές και ολοζώντανες, όλα για όλα θα τα παίξω, πάσο δε θα πάω ποτέ!
 ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Το πάει το γράμμα η κυρία!
 ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ : Πάντως ο κύριος τα’ χει τετρακόσια! Μόνο που  δεν αντέχει άλλο.
 ΔΙΚΑΣΤΗΣ : Εγώ όμως δεν μπορώ να εκδώσω το διαζύγιο, αιτίαν ουκ έχω και νίπτω τας χείρας μου.

 

 

Back To Top