Τα ισπανόφωνα και καταλανικά έργα πρώτα στην καρδιά του ελληνικού κοινού!
Με μια μεγάλη χαρά για το Solo Teatro κλείνει η φετινή δύσκολη χρονιά για το παγκόσμιο θέατρο: σύμφωνα με το Αθηνόραμα, το ισπανόφωνο και καταλανικό θέατρο κατέχει την πρώτη θέση στις προτιμήσεις των Ελλήνων σκηνοθετών αλλά και θεατών από όλη τη σύγχρονη ευρωπαϊκή δραματουργία! Θέλω να ευχαριστήσω από καρδιάς τους συντελεστές όλων των παραστάσεων που συνεργάστηκαν μαζί μου εδώ και δεκατέσσερα χρόνια, τους σκηνοθέτες, ηθοποιούς, σκηνογράφους, ενδυματολόγους, μουσικούς και παραγωγούς, αλλά και όλους τους άλλους αφανείς συντελεστές, χωρίς τους οποίους τίποτα δεν θα είχε γίνει. Και φυσικά τους συγγραφείς που με τιμούν με την εμπιστοσύνη και τη φιλία τους όλα αυτά τα χρόνια. Εύχομαι και ελπίζω η επόμενη χρονιά να αποζημιώσει τον εξόχως πληγέντα από την πανδημία χώρο του θεάτρου με σημαντικές παραστάσεις σε γεμάτα θέατρα που δεν θα χρειαστεί να ξανακλείσουν ποτέ!
Από το άρθρο του Αθηνοράματος
Τι κοινό έχουν η «Μέθοδος Γκρόνχολμ», το «Χελιδόνι», η «Αρχή του Αρχιμήδη», το «Δάνειο», το «Μισά-Μισά»; Αποτέλεσαν μεγάλες θεατρικές επιτυχίες των τελευταίων χρόνων σε διάφορες σκηνές της Αθήνας, και ανήκουν όλα σε σύγχρονους Ισπανούς συγγραφείς. Η ισπανική δραματουργική παραγωγή δείχνει να κατέχει την πρώτη θέση στις προτιμήσεις των σκηνοθετών (και, απ’ ό,τι αποδείχθηκε, και των θεατών) όσον αφορά τα ξένα έργα.
Η αρχή τοποθετείται στην αυγή του 21ου αιώνα, το 1999, όταν το Αμόρε μάς σύστηνε τον Σέρτζι Μπελμπέλ και το έργο του «Μετά τη βροχή», σε σκηνοθεσία της Βαρβάρας Μαυρομάτη. Επρόκειτο για το όγδοο έργο αλλά μία από τις πρώτες επιτυχίες του -36χρονου τότε- Καταλανού συγγραφέα, που μαζί με τον συμπατριώτη του Τζόρντι Γκαλθεράν σηματοδότησαν τη «χρυσή εποχή» του νέου ισπανικού θεάτρου. Μια εποχή που, όπως έχει δηλώσει στο «α» η μεταφράστρια Μαρία Χατζηεμμανουήλ, δεν ήρθε από το πουθενά, αλλά οφείλεται στην ύπαρξη υποδομής και κινήτρων, δηλαδή στη συστηματική δουλειά που έκαναν τα κρατικά και τα επιχορηγούμενα ιδρύματα της Ισπανίας, και ειδικά της Καταλονίας, στον τομέα της θεατρικής συγγραφής.
Έκτοτε, και ειδικά απο το 2008, όταν η θεατρική Αθήνα συνταραζόταν από την επιτυχία της «Μεθόδου Γκρόνχολμ» του Γκαλθεράν, που σκηνοθετούσε ο Διαγόρας Χρονόπουλος στο Τέχνης (παίχτηκε επί έξι σεζόν, και αναβίωσε πέρυσι σε επιμέλεια του Γιάννη Μόσχου, γνωρίζοντας ξανά μεγάλη ανταπόκριση), οι παραστάσεις των ισπανικών έργων πληθαίνουν και νέα ονόματα προστίθενται στη λίστα: Γκιλιέμ Κλούα, Πάκο Μπεθέρα, Ζουζέπ Μαρία Μιρό, Εστέβα Σολέρ, Ζουάν Γιάγκο, κ.ά. Η αγάπη των Ελλήνων για τα έργα των γειτόνων τους δεν είναι ούτε πρωτοφανής -ο Λόρκα υπήρξε ένας δημιουργός τον οποίον αγκάλιασε σφιχτά το ελληνικό θέατρο- ούτε αδικαιολόγητη, δεδομένων των μεσογειακών δεσμών που ενώνουν τους δύο λαούς και τις κουλτούρες τους.
Η οικονομική κρίση, εντονότερη στις χώρες του Νότου, ήρθε να συσφίξει αυτούς τους δεσμούς και η ελληνική κοινωνία να αναγνωρίσει κάτι από τη δική της πραγματικότητα στα έργα των Ισπανών δημιουργών, καθώς αυτό που κάνουν όλα αυτά τα έργα που ανεβαίνουν στις ελληνικές σκηνές είναι να αποτυπώσουν την νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα, που είναι και ελληνική. Το «Μετά τη βροχή», π.χ., που διαδραματίζεται στην ταράτσα μίας πολυεθνικής μεταξύ των υπάλληλων που ανεβαίνουν εκεί για να καπνίσουν, κατέθετε ένα πικρό αν και κωμικό σχόλιο για την αποπροσωποποιημένη παγκοσμιοποίηση που είχε αρχίσει να διαφαίνεται στον ορίζοντα, ενώ, ακολούθως, τα νεότερα έργα καταπιάνονται όλο και περισσότερο με τις διαφορετικές εκφάνσεις της «Ευρώπης της κρίσης»: η περίφημη «Μέθοδος Γκρόνχολμ» στήνεται πάνω στους αδυσώπητους όρους που ισχύουν στην αγορά εργασίας και την επιλογή προσωπικού˙ το «Δάνειο» του ίδιου συγγραφέα (το έχουμε δει από τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο και από τον Δημήτρη Μυλωνά) πραγματεύεται με κωμικό τρόπο την ανελέητη όψη των τραπεζών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος˙ το «Οφσάιντ/Εκτός παιδιάς» του Μπελμπέλ (το έχει σκηνοθετήσει ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος) είναι μία πικρή κωμωδία για τα οικονομικά αδιέξοδα μιας ισπανικής οικογένειας που αναρωτιέται μήπως η λύση βρίσκεται… στη δολοφονία του παππού, που τους επιβαρύνει˙ κάτι ανάλογο συμβαίνει με τα δύο αδέρφια του «Μισά-Μισά» των Τζόρντι Σάντσεθ & Πεπ Άντον Γκόμεθ (το είδαμε από τον Γιάννο Περλέγκα, ενώ είχε προαγγελθεί και φέτος σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Μυλωνά), που ξαγρυπνούν πάνω από την ετοιμοθάνατη μητέρα τους, ώστε να μοιραστούν την περιουσία της˙ το «Μυγοφαές» του Ζουάν Γιάγκο (το παρουσίασε η ομάδα AbOvo) είναι μία «σουρεαλιστική» κωμωδία για την νεανική επιχειρηματικότητα.
Η επίδραση των οικονομικών δεδομένων στις ανθρώπινες -οικογενειακές, φιλικές, ερωτικές- σχέσεις διατρέχει όλα τα παραπάνω έργα, παρά τη διαφορετική δυναμική και τις υφολογικές διαφοροποιήσεις τους, δεν είναι όμως μόνο η οικονομική πλευρά της κρίσης που ενδιαφέρει τους Ισπανούς συγγραφείς, αλλά συνολικά, η νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα: της ξενοφοβίας, της ομοφοβίας, της αποξένωσης και των δυσλειτουργικών σχέσεων, της άμετρης βίας, της κοινωνικής αποδιάρθρωσης, δηλαδή θέματα που επικοινωνούν άμεσα με τον σύγχρονο Έλληνα θεατή. Ενδεικτικά, το «Χελιδόνι» του Γκιλιέμ Κλούα, που παίχτηκε επί τρεις σεζόν σε σκηνοθεσία της Ελένης Γκασούκα, είναι ένα έργο που εμπνεύστηκε από την ομοφοβική επίθεση που σημειώθηκε σε γκέι μπαρ του Ορλάντο το καλοκαίρι του 2019˙ το «Μικρό πόνι» του Πάκο Μπεθέρα, που είδαμε σε σκηνοθεσία της Σοφίας Καραγιάννη, μιλάει με ευαισθησία αλλά και σκληρή ειλικρίνεια για τον σχολικό εκφοβισμό και τη δυσανεξία προς τη διαφορετικότητα˙ το «Κόντρα στην ελευθερία» του Εστέβα Σολέρ, που παρουσίασε πρόσφατα ο Βασίλης Μαυρογεωργίου στο Φεστιβάλ Αθηνών, είναι ένα σπονδυλωτό έργο για τις πληγές του σύγχρονου κόσμου (προσφυγικό ζήτημα, στεγαστική κρίση, εργασιακή εκμετάλλευση του τρίτου κόσμου, παιδοφιλία)˙ οι «Ξένοι» του Μπελμπέλ, που σκηνοθέτησε στο Εθνικό ο Νίκος Μαστοράκης, ένα «οικογενειακό μελόδραμα», εστιάζει στην τοξικότητα των δυσλειτουργικών οικογενειακών σχέσεων, που αναπαράγεται από γενιά σε γενιά, ενώ το, επίσης δικό του, «Κινητό», που είδαμε μόλις πέρυσι σε σκηνοθεσία του Γιάννη Νταλιάνη επικεντρώνεται ξανά στις γονεϊκές σχέσεις, που εκρήγνυνται υπό την απειλή ενός τρομοκρατικού χτυπήματος σε κάποιο αεροδρόμιο˙ τέλος, η «Αρχή του Αρχιμήδη» του Ζουζέπ Μαρία Μιρό (το έχουν σκηνοθετήσει ο Θοδωρής Βουρνάς και ο Βασίλης Μαυρογεωργίου), πραγματεύεται με έξυπνο τρόπο το θέμα του κοινωνικού κανιβαλισμού, της κοινής γνώμης που λειτουργεί ως δικαστήριο, με αφορμή μια αμφιλεγόμενη ιστορία σεξουαλικής παρενόχλησης ανηλίκου.
Τα ισπανικά έργα δικαιολογούν τη δημοφιλία τους λόγω των ομοιοτήτων, των κοινών ανησυχιών που μοιράζονται οι δύο χώρες της Μεσογείου˙ «αν αλλάξεις τα ονόματα και τα τοπωνύμιά τους, τις περισσότερες φορές μοιάζουν απολύτως ελληνικά», έχει επισημάνει χαρακτηριστικά η Μαρία Χατζηεμμανουήλ, που έχει μεταφράσει τη συντριπτική πλειοψηφία των ισπανόφωνων έργων που έχουν ανέβει στις ελληνικές σκηνές.
Διαβάστε όλο το άρθρο του Αθηνοράματος ΕΔΩ