skip to Main Content

Είδα: το «Mισά – μισά» σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα. Κριτική από τη Στέλλα Χαραμή. Δημοσιεύθηκε στο tospirto.net

Μια νεόφερτη μαύρη κωμωδία που απογειώνεται χάρη στις ερμηνείες.

Η κοινή γραμμή που συνδέει τις σκηνοθεσίες του Γιάννου Περλέγκα (τα τελευταία τέσσερα χρόνια που δραστηριοποιείται σκηνοθετικά) είναι η κωμωδία πίσω από την τραγωδία. Ακόμα και κατά την τακτική ενασχόληση του με την φιλοσοφική εμβρίθεια του Τόμας Μπέρνχαρντ  («Εμάνουελ Καντ», «Αδαής και παράφρων») πρόσφατα με το επίσης φιλοσοφικό μελόδραμα του Λουίτζι Πιραντέλο και στο ενδιάμεσο με την πικρή φαρσική βιογραφία της Φλόρενς Τζέκινς «Ενθύμιο», οι αναγνώσεις του ‘επισκέπτονται’ οπωσδήποτε το κωμικό στοιχείο∙  ακόμα κι αν αυτό έρχεται ως απότοκο της υπαρξιακής απελπισίας και ματαίωσης.
Έτσι, μπορεί κανείς να δει ως φυσική συνέχεια τη δουλειά του πάνω στην πολιτική σάτιρα των Καταλανών Τζόρντι Σάντσεθ και Πεπ Άντον Γκόμεθ που θεμελιώνεται σε παρόμοιες προβληματικές. Το πρώτο επίπεδο της αφήγησης παρουσιάζει δυο ετεροθαλή αδέλφια σε απόλυτη κατάσταση στρες να διαπραγματεύονται τον, από στιγμή σε στιγμή, θάνατο της ηλικιωμένης και ασθενούς μητέρας τους. Ωστόσο, κανείς από τους δύο, ούτε ο Κάρλος, ούτε ο Χουάν πενθούν για την επικείμενη απώλεια∙ μάλλον σαν λύτρωση τη βιώνουν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Ο Χουάν γιατί περιμένει από το κληροδότημα της μάνας να ξεχρεώσει το υπέρογκο δάνειο που έχει πάρει και ο Κάρλος γιατί θα απαλλαγεί επιτέλους από το βάρος της φροντίδας της κατά πως επιθυμεί.
Παρ’ όλα αυτά, καθώς η ιστορία προχωρά – με λεπτούς δραματουργικούς χειρισμούς και υπόνοιες – γίνεται καθαρό ότι δεν πρόκειται για μια ρεαλιστική αφήγηση, αλλά για ένα έξυπνο αλληγορικό μοτίβο όπου η ετοιμοθάνατη μητέρα δεν είναι παρά η μαμά – πατρίδα, πως τα δυο αδέρφια που τρώγονται σαν σκυλιά πάνω από το νεκροκρέβατο της δεν είναι παρά τα δυο στρατόπεδα του ισπανικού έθνους.  Ο Τζόρντι Σάντσεθ και ο Πεπ Άντον Γκόμεθ τολμούν έναν εθνικό αυτοσαρκασμό κάνοντας απολογισμό των συνεπειών της εμφυλιακής διαμάχης και της σαραντάχρονης δικτατορίας του Φράνκο που τον διαδέχθηκε.
Αξιολογώντας για μια ακόμα φορά θετικά, το ‘φλογερό’ ταμπεραμέντο με διάθεση έντονης αυτοκριτικής των Ισπανών και δη των Καταλανών δημιουργών, σύντομα διακρίνεται η παράξενη ομοιότητα της μεσογειακής μοίρας. Οι Έλληνες, όπως και οι Ισπανοί, εξακολουθούν να είναι έρμαια των διχαστικών παθών τους και να διαβιούν θερίζοντας τις θύελλες που έσπειραν οι πρόγονοι τους. Κι αυτό, αναπόφευκτα αντικατοπτρίζεται εύστοχα από την τέχνη των απογόνων, όπως αμφότεροι Έλληνες και Ισπανοί, διαπιστώνουμε – τουλάχιστον στην παραγωγή θεατρικών έργων.
Ο Γιάννος Περλέγκας, εκπροσωπώντας την ελληνική πλευρά και ως καλλιτέχνης με ενεργό πολιτικό στίγμα, εκθέτει αυτή τη δραματουργική εμπάθεια. Και την εκθέτει όπως της αξίζει (και όπως αναφέραμε στην εισαγωγή): Περιγελώντας την. Ποντάροντας μόνο σε δύο μόνον πρωταγωνιστές πράττει το αναγκαίο: Συμπυκνώνει το ενδιαφέρον στις ερμηνείες τους, μεγεθύνει τα πρόσωπα, προβοκάρει τις αντιδράσεις τους, τους δίνει, σχεδόν, σχήμα καρικατούρας. Και πετυχαίνει να φωτίσει αυτό που και ο Βασίλης Παπαβασιλείου (και συμπρωταγωνιστής του Γιάννου Περλέγκα στο «Relax Mynotis») περιγράφει ως εθνικό καθεστώς «γελοιοκρατίας».
Ο Θάνος Τοκάκης και ο Θανάσης Δήμου συνθέτουν ένα απολαυστικό δίδυμο ενσαρκώνοντας τα δύο αδέλφια – και κατ’ επέκταση το μεγαλείο ανωριμότητας του ισπανικού λαού μπροστά σε μια ημιθανή πατρίδα που «αναπνέει, πάντα αναπνέει». Για όσους έχουν παρακολουθήσει το ανέβασμα του «Mistero Buffo» του Ντάριο Φο από τον Θωμά Μοσχόπουλο (έξι χρόνια πριν) δεν θα εκπλαγούν από την λαμπρή κωμική σκηνική προσωπικότητα του Θάνου Τοκάκη. Η εκφραστικότητα, η ενέργεια και η εξωστρέφεια του στέκονται ανελέητες απέναντι στον ήρωα του Χουάν, ένα θρασύ, πονηρό αλλά κατά βάση αγράμματο χειρώνακτα που διεκδικεί παρότι δεν το αξίζει. Δίνει, πράγματι, μια εξαιρετική ερμηνεία. Ο Θανάσης Δήμου – με τη σειρά του- σε άριστη χημεία με τον Τοκάκη φτιάχνει με ακρίβεια αν και με πιο ήπιες κωμικές ποιότητες το ρόλο του Κάρλος, ενός φοβισμένου ανθρωπάκου που θέλει απλώς να ζήσει.  
Οι δυο τους κυριεύουν τη μικρή σκηνή του «Γκλόρια Μικρό» με την παραγωγική συνεργασία της Δήμητρας Ευθυμιοπούλου στην κίνηση και της Λουκίας Χουλιάρα στα σκηνικά. Στο κέντρο της δεσπόζει ένα ραγισμένο πηγάδι «χωρίς πάτο» σύμβολο της δεσποτικής μητέρας – πατρίδας.

Να το δω γιατί:
Για τις απολαυστικές ερμηνείες.
Για το ενδιαφέρον κείμενο.
Για καλή σκηνοθετική διαχείριση.

Back To Top