Εμίλ και Ξάβερ, του Γκιλιέμ Κλούα. Όλη η ιστορία στο Solo Teatro!
Εμίλ και Ξάβερ
του Γκιλιέμ Κλούα
“Κι όταν πεθάνουμε, να μας θάψετε κοντά. Για να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα για να συναντηθούμε”
Τάσος Λειβαδίτης
Δίπλα στην Εκκλησία του Λόφου στη Σιγισοάρα υπάρχει ένα γερμανικό νεκροταφείο (αυτή η περιοχή της Τρανσυλβανίας εποικίστηκε ξανά από τους Γερμανούς από τον 12ο αιώνα και οι απόγονοί τους θάφτηκαν εκεί). Εκεί λοιπόν βρίσκω σε ξεχωριστή πτέρυγα τα μνήματα των πεσόντων του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Δεν είναι πάνω από 30 οι τάφοι, ένας για κάθε στρατιώτη. Υπάρχει όμως ένας τάφος που είναι διαφορετικός. Σε αυτόν αναπαύονται δύο νεκροί: ο Εμίλ Μούλερ και ο Ξάβερ Σούμερ.
Το πρώτο πράγμα που κάνω είναι γυρίσω πίσω στην εκκλησία για να μάθω περισσότερες πληροφορίες. Το μόνο ζωντανό πλάσμα που βρίσκεται εκεί είναι η κυρία που πουλάει τα εισιτήρια για τον ναό (8 LEI / 1,72 ευρώ). Δεν μιλάει σχεδόν καθόλου αγγλικά, αλλά καταλαβαίνει τι εννοώ όταν της δείχνω τις φωτογραφίες στο κινητό μου.
Φαίνεται ότι δεν είμαι ο πρώτος που εντυπωσιάστηκε από τον διπλό τάφο. Τη ρωτάω γιατί τους έθαψαν μαζί και εκείνη σηκώνει τους ώμους της και λέει: “prieteni” (φίλοι).
Ναι, αλλά τι είδους φίλοι, ρωτάει ο ρομαντικός γκέι εαυτός μου. Η κυρία όμως δεν είναι, όπως φαίνεται, ο άνθρωπος που θα με βοηθήσει. Πιάνει απλώς έναν χάρτη και δείχνει με το δάχτυλο ένα σημείο: τον περίφημο Πύργο του Ρολογιού στο κέντρο της πόλης.
Είναι σαφές ότι αν θέλω περισσότερες απαντήσεις πρέπει να πάω εκεί. Και καταλαβαίνω αμέσως γιατί. Ο μεσαιωνικός πύργος δεν αποτελεί μόνο το κύριο τουριστικό αξιοθέατο της πόλης. Στεγάζει και το Μουσείο ιστορίας της.
Καθώς ανεβαίνω μέσα από τον λαβύρινθο των σκαλοπατιών του πύργου, βρίσκω αίθουσες αφιερωμένες σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Μια από αυτές είναι αφιερωμένη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στην αίθουσα αυτή βρίσκω αυθεντικά όπλα του πολέμου, χάρτες του ανατολικού μετώπου και φωτογραφίες ανθρώπων της εποχής.
Ξεχωρίζουν εκείνες των Μούλερ, μιας πλούσιας οικογένειας γερμανικής καταγωγής, που ήρθε και εγκαταστάθηκε στη Σιγισοάρα από το Σίμπιου στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι Μούλερ είχαν δύο παιδιά: τον Άντολφ και τον Εμίλ.
Τον ΕΜΙΛ ΜΟΥΛΕΡ, ρε μαλάκα!
Οι Μούλερ πλούτισαν από τη χαλυβουργία και πρωτοστάτησαν στη μετατροπή της περιοχής σε βιομηχανική ζώνη. Γι’ αυτό υπάρχουν πολλές φωτογραφίες της οικογένειας. Εμένα όμως με ενδιαφέρει μόνο ο Εμίλ, που από παιδί φαίνεται πως είχε μυριστεί ότι η ζωή του θα ήταν πολύ δύσκολη.
Το μόνο που ξέρω για τον Εμίλ είναι ότι πήγε στο σχολείο στον λόφο με τον μεγαλύτερο αδελφό του. Στη φωτογραφία οι δυο τους με έναν φίλο. Ο Εμίλ είναι αυτός στα δεξιά.
Το πρώτο πράγμα που εξετάζω βέβαια, είναι το όνομα του “φίλου”, αλλά είναι κάποιος Χέρμαν τάδε, που δεν παίζει κανένα ρόλο σε αυτή την ιστορία. Thank you, next.
Αυτό που τραβάει την προσοχή μου και είναι ανατριχιαστικό, είναι ότι το σχολείο του Εμίλ απέχει μόλις λίγα μέτρα από το νεκροταφείο στο οποίο αναπαύονται για πάντα τα λείψανά του. Ποιος θα το φανταζόταν;
Πράγματι, ποιος θα φανταζόταν ότι το καλοκαίρι του 1914 θα ξεσπούσε ο χειρότερος πόλεμος που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί; Σε λίγες εβδομάδες, ο πατέρας και οι δυο γιοι επιστρατεύονται.
Ο Εμίλ δεν φαίνεται και πολύ ευτυχισμένος. Αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου που τον είχαν στείλει. Και φυσικά σε κανέναν δεν αρέσει να παρατάει το Erasmus, επειδή οι ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες αποφάσισαν να αλληλοεξοντωθούν.
Τι του συνέβη σε αυτόν στον πόλεμο; Δεν ξέρουμε. Το μόνο που λέει το καρτελάκι της φωτογραφίας του είναι ότι τραυματίστηκε το 1915 και μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Σιγισοάρα, όπου πέθανε λίγους μήνες αργότερα.
Και τίποτα παραπάνω. Στην αίθουσα δεν βρίσκω περισσότερες πληροφορίες για τον Εμίλ Μούλερ. Και το χειρότερο: ούτε για τον φίλο του Ξάβερ Σούμερ. Ούτε ίχνος.
Περνάω από όλες τις αίθουσες του Μουσείου στον Πύργο του Ρολογιού. Βιτρίνες, καρτελάκια, βαζάκια, αλλά κανένα ίχνος από τον άντρα που είναι θαμμένος μαζί με τον Εμίλ. Τίποτα.
Βρίσκομαι σε αδιέξοδο και με το μυαλό γεμάτο ερωτήσεις: ποιος ήταν ο Ξάβερ και τι σχέση είχε με τον Εμίλ; Γιατί ο Εμίλ δεν είναι θαμμένος με την οικογένειά του, στον οικογενειακό τους τάφο που βρίσκεται στο ίδιο νεκροταφείο; Γιατί είναι θαμμένοι μαζί, αφού πέθαναν με διαφορά ενός χρόνου;
Η τελευταία μου ευκαιρία για να μάθω είναι ο κύριος που πουλάει τα εισιτήρια για το Μουσείο. Όταν αρχίζω να μιλάω μαζί του, ανοίγουν οι ουρανοί! Μιλάει τέλεια αγγλικά! Του δείχνω τη φωτογραφία του τάφου και όσα έχω ανακαλύψει για τον Εμίλ.
Ο κύριος δεν έχει ιδέα για ποιο πράγμα του μιλάω. Μου λέει ότι εκείνος δουλεύει εκεί αλλά στην πραγματικότητα είναι αεροναυπηγός, πράγμα που μου φαίνεται υπέροχο. Μιλάμε για λίγο και δεν αργεί να με ρωτήσει από πού είμαι.
“Από τη Βαρκελώνη, αλλά μένω στη Μαδρίτη”, απαντώ. Κι εκείνος χαμογελάει: “you’re Catalan”. Του λέω πως ναι, είμαι Καταλανός, κι εκείνος μου συνιστά να επισκεφτώ το Εστιατόριο “Προμαχώνας”. Το κτίριο στο οποίο στεγάζεται ήταν γνωστό για πολύ καιρό ως “το σπίτι του Καταλανού”.
Η σύμπτωση με κάνει να χαρώ και επιπλέον είναι η ώρα για φαγητό, κατευθύνομαι λοιπόν προς τον Προμαχώνα των Σφαγείων. Δεν αργώ να βρω το εστιατόριο ακριβώς δίπλα (από εκεί πήρε και το όνομά του).
Όπως συνηθίζω να κάνω, από τότε που πάτησα το πόδι μου στη Ρουμανία, παραγγέλνω πολύ φαγητό. Δοκιμάζω μια σούπα με παντζάρια, ένα τρανσυλβανικό γκούλας που με κάνει σχεδόν να λιποθυμήσω, επιδόρπιο, κρασί και καφέ.
Σίγουρα θα αναρωτιέστε τι σας λέω τώρα και τι σχέση έχει όλο αυτό με την ιστορία του Εμίλ και του Ξάβερ. Τώρα θα καταλάβετε.
Αφού ζητάω τον λογαριασμό (όλα αυτά 6 ευρώ, ρε συ!) μιλάω με τον σερβιτόρο για τον λόγο που με έφερε στο εστιατόριο. Μου λέει ότι πράγματι, εκεί ζούσε μια οικογένεια που, όπως φαίνεται, ήταν καταλανικής καταγωγής.
Δεν ξέρει να μου πει τίποτα άλλο. Όταν οι γονείς του αγόρασαν το σπίτι, τη δεκαετία του ’90, το κτίριο ήταν σχεδόν ερείπιο, αν και περιείχε ακόμα κάποια αντικείμενα που ναήκαν στους παλιούς ιδιοκτήτες του.
Ανάμεσα σε αυτά κάποια έπιπλα, κουζινικά, πίνακες και χαλιά που βρίσκονται στους ορόφους του σπιτιού. Με ρωτάει αν θέλω να τα δω και με πηγαίνει στον επάνω όροφο.
Στη σκάλα και στον επάνω όροφο υπάρχουν κάποιοι πίνακες. Στην πλειοψηφία τους λάδια χωρίς υπογραφή. Τοπία της Σιγισοάρα ζωγραφισμένα από ανώνυμους ζωγράφους. Ένα από αυτά τραβάει πολύ την προσοχή μου.
Είναι ένας τυχαίος δρόμος της Σιγισοάρα, με τον πύργο του ρολογιού στο βάθος κάπως θολό, με ένα μισοπεθαμένο δέντρο. Εξετάζω τις λεπτομέρειές τού πίνακα και ξαφνικά η καρδιά μου σταματάει.
Στη γωνία κάτω αριστερά, ο ζωγράφος έχει υπογράψει με το όνομά του. Πρώτα σκέφτομαι ότι με γελάνε τα μάτια μου, αλλά εκεί γράφει πεντακάθαρα “X. Sunyer”.
Και ξαφνικά ο τάφος έρχεται πάλι στο μυαλό μου. Βλέπω μπροστά μου το επίθετο του Ξάβερ. Sumer. Sumer με ένα σημαδάκι πάνω από το m, κάτι που με παραξένεψε ήδη από την πρώτη φορά που το είδα. Και αναρωτιέμαι μήπως αυτό το m ήταν αρχικά n . Και αν το Sumer ήταν στην πραγματικότητα Suñer; Κι αν το Xaver Sumer ήταν εκγερμανισμός ενός καταλανικού ονόματος όπως το Xavier Sunyer; Ήταν πιθανό ή είχα τρελαθεί εντελώς;
Οι αμφιβολίες μου ξεπερνιούνται αμέσως. Κάτω από τον πίνακα είναι όλες οι πληροφορίες που χρειάζομαι. Το όνομα του ζωγράφου … και ο τίτλος του έργου του.
Emil’s room. Το δωμάτιο του Εμίλ. Το σπίτι που ζωγράφισε ο Xaver Sumer ήταν το σπίτι του Emil Muler. Και στο κέντρο του πίνακα, το παράθυρό του. Ένα παράθυρο που σήμαινε τόσα πολλά, ώστε ένιωσε την ανάγκη να το απαθανατίσει στον πίνακα.
Η συγκίνηση είναι αναπόφευκτη. Αυτός ο πίνακας είναι η απόδειξη ότι ο Εμίλ και ο Ξάβερ γνωρίζονταν πριν από τον πόλεμο. Ο Ξάβερ τον ζωγράφισε το 1913, όταν ο Εμίλ είχε ήδη πάει στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου.
Ήταν ολοφάνερο πως αν ήθελα περισσότερες πληροφορίες έπρεπε να βρω αυτό το σπίτι. Και ορκίστηκα ότι θα το έβρισκα.
Ρωτάω τον σερβιτόρο αν ξέρει πού βρίσκεται αυτό το σπίτι. Ο νεαρός κοιτάζει τον πίνακα για λίγο και στο τέλος λέει κάτι πολύ χρήσιμο: “θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε σπίτι”. Σοβαρά;
Για να πάρετε μια ιδέα, εδώ είναι ένας χάρτης του κέντρου της Σιγισοάρα (ευχαριστώ, Google Maps!). Έχω σημαδέψει τα μέρη που ήδη γνωρίζουμε.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι το σπίτι βρίσκεται μέσα στη μεσαιωνική συνοικία της πόλης, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι είναι κοντά στον Πύργο του Ρολογιού, που φαίνεται στο βάθος.
Ο Πύργος έχει σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου και στον πίνακα φαίνεται μια από τις μεγάλες πλευρές του. Επομένως συμπεραίνω ότι το σπίτι πρέπει να βρίσκεται βορείως ή νοτίως του Πύργου, πάνω-κάτω σε αυτές τις περιοχές που βλέπετε με ροζ χρώμα στον χάρτη.
Πρέπει να σας ομολογήσω ότι αυτή τη στιγμή, δεν έχω ΚΑΜΙΑ ελπίδα να βρω το σπίτι. Η μεσαιωνική συνοικία δεν είναι μεγάλη, αλλά θα έχει αλλάξει πολύ σε έναν αιώνα. Κι αν ακόμα το δω, θα μπορέσω να το αναγνωρίσω;
Επιπλέον αρχίζει να νυχτώνει και σε λίγες ώρες πρέπει να πάρω το λεωφορείο για να γυρίσω στην Târgu Mures (σας θυμίζω ότι στη Σιγισοάρα έκανα απλώς μια ημερήσια εκδρομή, στη Ρουμανία έχω έρθει για δουλειά!)
Ερευνώ όλη τη βόρεια πλευρά χωρίς επιτυχία. Πολλά ωραία δρομάκια, χρωματιστά σπίτια αλλά τίποτα που να μοιάζει με τον πίνακα.
Αρχίζω να απελπίζομαι. Και τότε μου έρχεται μια φρικτή ιδέα. Κι αν το σπίτι δεν υπάρχει καν; Η μισή πόλη ήταν σχεδόν ερειπωμένη για πολλές δεκαετίες. Πόσες πραγματικές πιθανότητες υπάρχουν να σώζεται ακόμα το σπίτι του Εμίλ Μούλερ;
Με αυτή την αμφιβολία στο μυαλό αρχίζω να ερευνώ τη νότια πλευρά. Ο δρόμος οδηγεί στον σταθμό των λεωφορείων κι αν δεν το βρω, θα φύγω από τη Σιγισοάρα χωρίς να έχω λύσει το μυστήριο.
Τίποτα όμως. Ούτε ίχνος από το κωλόσπιτο.
Στον δρόμο ρωτάω τον κόσμο. Με κοιτάζουν σαν ούφο. Κι αυτό, μόνο όταν με καταλαβαίνουν. Κάποιος νομίζει ότι θέλω να του πουλήσω το κινητό. Ναι, αγάπη μου, μισό λεπτό να σου κάνω μια καλύτερη τιμή.
Τελικά, θεωρώ την υπόθεση χαμένη, κατεβαίνω ως την πλατεία Hermann Oberth από κάτι σκαλιά και ρωτάω έναν σερβιτόρο σε ένα υπαίθριο εστιατόριο. Αναγνωρίζεις αυτόν τον δρόμο; Εκείνος, κοιτάζει τη φωτογραφία, κοιτάζει εμένα, κοιτάζει πίσω μου και μου δείχνει με το δάχτυλο: “Εκεί.”
Γυρίζω, και πράγματι, είναι εκεί! Είχα περάσει από μπροστά και δεν είχα πάρει είδηση! (Όσοι με γνωρίζετε, ξέρετε ότι αυτό δεν είναι ΚΑΘΟΛΟΥ ΠΑΡΑΞΕΝΟ για μένα)
Τα πόδια μου τρέμουν καθώς πλησιάζω στο κατώφλι. Θα κατοικείται άραγε το σπίτι; Θα ζει ακόμα σ’ αυτό κάποιος απόγονος της οικογένειας; Κι αν ζει, θα μπορεί να μου πει επιτέλους τι σχέση είχαν ο Εμίλ και ο Ξάβερ;
Στέκομαι μπροστά σε μια μεγάλη ξύλινη πόρτα. Μια πινακίδα πάνω στην πόρτα γράφει TASCHLER HAUS BOUTIQUE HOTEL. Το ότι είναι ξενοδοχείο δεν είναι καλή είδηση… Τουλάχιστον όμως το κτίριο δεν είναι εγκαταλελειμμένο… Α, ναι, αν θέλετε μπορείτε να δείτε την ιστοσελίδα του: http://taschlerhaus.com
Η πόρτα είναι κλειστή. Χτυπάω το κουδούνι και περιμένω αρκετά ώσπου να μου ανοίξουν. Μια γυναίκα γύρω στα 50 βγάζει το κεφάλι της και μου λέει να περάσω. “Θέλετε δωμάτιο;” με ρωτάει.
“Όχι, θέλω απαντήσεις. Και ίσως εσείς είστε η μόνη που μπορεί να μου τις δώσει.”
OK, εντάξει, ομολογώ ότι δεν της είπα αυτό, αλλά νομίζω πως είναι μια φράση που δημιουργεί σασπένς. Δεν είναι;”
“Όταν της λέω ότι δεν θέλω δωμάτιο, η κυρία του ξενοδοχείου με κοιτάζει καχύποπτα. Εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνω ότι δεν μπορώ να της πω την αλήθεια. Τι να της πω; Ότι είμαι ένας αθεράπευτος ρομαντικός που έχει φάει κόλλημα με δυο νεκρούς του περασμένου αιώνα;
Αποφασίζω να υιοθετήσω το δημοσιογραφικό μου ύφος : “Κάνω μια έρευνα για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στην περιοχή σας.”Άντε να δούμε, κι αν πιάσει, έπιασε. “Μου είπαν ότι εδώ ζούσε η οικογένεια Μούλερ, είναι αλήθεια;”.
Η γυναίκα μου απαντάει “ναι”. Το κτίριο ανήκει στην οικογένειά της εδώ και αιώνες. WAIT. Στην οικογένειά της; Δηλαδή μου λέει πως είναι απόγονος των Μούλερ;
Ε, λοιπόν ναι, φίλες μου. Η κυρία ονομάζεται Dorothea Taschler, είναι κόρη του Helmut Taschler και της Maria Muler, που είναι με τη σειρά της κόρη του Άντολφ Μούλερ , του μεγάλου αδελφού του Εμίλ που είδατε προηγουμένως στη φωτογραφία.
Εκείνη τη στιγμή της μιλάω για τον τάφο προσπαθώντας να μην τρέμει η φωνή μου. Υποτίθεται πως είμαι ένας ερευνητής ψυχρός σαν πάγος, μη βγαίνεις από τον ρόλο σου, Γκιλιέμ. Κι εκείνη μου γνέφει καταφατικά. “ναι, τους έθαψαν μαζί, αλλά δεν ξέρω γιατί.”
“Μου είπαν ότι ο Εμίλ και ο Ξάβερ ήταν φίλοι,” της πετάω. Εκείνη γνέφει και πάλι καταφατικά: “ναι, πήγαιναν μαζί στο Γυμνάσιο, όπως οι περισσότεροι από αυτούς που είναι θαμμένοι εκεί.” Άλλο ρίγος. Έρχεται πάλι στο μυαλό μου το Γυμνάσιο δίπλα στο νεκροταφείο.
Είναι φανερό πως ο Εμίλ και ο Ξάβερ γνωρίστηκαν στην εφηβεία. Ίσως και νωρίτερα. Και πως η φιλία τους σφυρηλατήθηκε στους διαδρόμους αυτού του κτιρίου, μια φιλία που διακόπηκε όταν ο Εμίλ πήγε στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου γύρω στο 1912 και ο Ξάβερ έμεινε στη Σιγισοάρα.
Γι’ αυτό ο Ξάβερ ζωγράφιζε το δωμάτιο του Εμίλ. Γιατί του έλειπε. Ακόμα και ένα χρόνο μετά τον αποχωρισμό τους εκείνος του αφιέρωνε τους πίνακές του.
Μόνο αυτοί οι δυο όμως είναι θαμμένοι μαζί, κυρία! Η Ντοροτέα σκέπτεται λίγο και τελικά μου λέει ότι αγνοεί τον λόγο. “Μήπως η οικογένεια του Ξάβερ Σούμερ δεν είχε χρήματα για δικό του τάφο;” Η εξήγηση δεν με πείθει καθόλου.
Συνεχίζουμε να μιλάμε αρκετή ώρα για τους Μούλερ, για το πώς ο Εμίλ πέθανε ενώ ο Άντολφ επέζησε και κληρονόμησε το σπίτι. Λυπάται και για το γεγονός ότι ο Εμίλ πέθανε χωρίς να παντρευτεί και να αφήσει απογόνους.
Τότε της δείχνω το παράθυρο που είναι ακριβώς από πάνω μας: “αυτό δεν ήταν το δωμάτιό του;”. Εκείνη ανοίγει διάπλατα τα μάτια της. “Πού το ξέρεις; “. Της δείχνω τον πίνακα και της το πετάω: “θα μπορούσατε να μου το δείξετε;”.
Γνέφει “ναι” και μου λέει να περάσω. Μπαίνω στο παλιό σπίτι του Εμίλ σχεδόν με ευλαβική διάθεση, που μου κόβεται όμως απότομα όταν βλέπω ότι το έχουν ανακαινίσει ριζικά και το εσωτερικό ΕΧΕΙ ΤΑ ΧΑΛΙΑ ΤΟΥ! Οι ζωγραφιές στους τοίχους βγάζουν μάτι (συγγνώμη, Ντοροτέα).
Καθώς πηγαίνουμε προς το δωμάτιο, μια τοιχογραφία τραβάει την προσοχή μου. Είναι η εικόνα ενός μύλου (Müller, στα γερμανικά, το σύμβολο της οικογένειας του Εμίλ.).
Σίγουρα είμαι στο σωστό μέρος.
Το δωμάτιο δεν είναι ενοικιασμένο, κι έτσι μπορώ να το επισκεφτώ χωρίς κανένα πρόβλημα. Η Ντοροτέα μου ανοίγει την πόρτα και μου κόβεται η ανάσα. Μπροστά μου βρίσκεται το δωμάτιο του Εμίλ.
Πηγαίνω στο παράθυρο και από εκεί μαντεύω το σημείο του δρόμου από το οποίο ο Ξάβερ ζωγράφισε τον πίνακά του. Και σηκώνω το χέρι μου, σαν να ήμουν εγώ ο Εμίλ, που αποχαιρετά τον Ξάβερ, ο οποίος μόλις βγήκε από το σπίτι μου μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη και γυρίζει για να με χαιρετίσει με ένα χαμόγελο.
Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιώ ότι δεν μπορώ να φύγω. Στον διάολο το λεωφορείο για την Târgu Mures που φεύγει σε λίγο. Στον διάολο όλα. Γυρίζω στη Ντοροτέα και της το λέω: νομίζω ότι θα κοιμηθώ εδώ απόψε.
Η γυναίκα χαμογελάει, λες και φανταζόταν ότι αυτό θα έλεγα: “χαίρομαι, γιατί έχω κάτι να σου δείξω. Και θα χρειαστείς ώρα για να το μελετήσεις.””
Ακολουθώ τη Ντοροτέα και φτάνουμε μπροστά σε μια κλειδωμένη πόρτα. Πίσω από αυτήν υπάρχει ένα δωμάτιο πιο λιτό από τα άλλα. Συμπεραίνω ότι δεν προορίζεται για τους ενοίκους του ξενοδοχείου. Υπάρχουν διάφορα ντουλάπια, συρταριέρες και έπιπλα διαφόρων στιλ.
Η Ντοροτέα ανοίγει ένα από τα ντουλάπια και βγάζει μια βαλίτσα, την τοποθετεί πάνω σε μια συρταριέρα. “ Αν θέλεις, μπορείς να εξετάσεις το περιεχόμενό της, ” μου λέει. Καταλαβαίνω αμέσως γιατί. Η βαλίτσα είναι σε αρκετά κακή κατάσταση, κάτω από τη λαβή της όμως διακρίνονται δύο αρχικά.
EM. Emil Muler.
Η Ντοροτέα με παρατηρεί προσεκτικά. Δεν ξέρω αν την ευχαριστεί ή την ενοχλεί το γεγονός ότι χώνω τη μύτη μου στο παρελθόν της οικογένειάς της με αυτόν τον τρόπο. Τη ρωτάω αν μπορώ να βγάλω μια φωτογραφία την ίδια, αλλά αρνείται κατηγορηματικά.
Την αφήνω και παρατηρώ τη βαλίτσα σαν να είναι θησαυρός, απομεινάρι ενός ναυαγίου που τα κύματα το έριξαν στα πόδια μου σε μια μακρινή παραλία. Τι θα έβρισκα μέσα; Θα ήταν εκεί οι απαντήσεις που έψαχνα ή θα έβρισκα ακόμα περισσότερα ερωτήματα;
Τελικά την ανοίγω… Και το περιεχόμενό της είναι αυτό: φάκελοι, χαρτιά και ένα βαλιτσάκι.
Η Ντοροτέα μου λέει να μη δώσω σημασία στους φακέλους, γιατί δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον για μένα. Στο βαλιτσάκι είναι όλα αυτά που χρειάζομαι. Και όταν το ανοίγω …
Φωτογραφίες! Δεκάδες φωτογραφίες σε διάφορα μεγέθη, με διάφορα θέματα και από διάφορες εποχές. Εκατοντάδες στιγμές που απαθανατίστηκαν σε σελιλόιντ, πρόσωπα ανώνυμα, τοπία εξωτικά, οικογενειακά στιγμιότυπα… Απ’ όλα!
Φαίνεται πως οι φωτογραφίες είναι φυλαγμένες εκεί από χρόνια. Τις περισσότερες τις βρήκαν όταν ανακαίνισαν το ξενοδοχείο. Τις έβαλαν στην αποθήκη για να τις τακτοποιήσουν κάποια μέρα, αλλά εκείνη η μέρα δεν ήρθε ποτέ.
Η Ντοροτέα είναι σίγουρη ότι κάποια φωτογραφία από τις αρχές του αιώνα θα υπάρχει και με καλεί να ψάξω να τη βρω. Κοιτάζω αγχωμένος το περιεχόμενο. Εκεί μέσα μπορεί να βρίσκονται σίγουρα γύρω στις 200 με 300 φωτογραφίες! Μπορώ να περάσω ώρες ψάχνοντας…
Η Ντοροτέα χαμογελάει: “ όποτε κουραστείς, μπορείς να κατέβεις για βραδινό στο εστιατόριο.” Και αφού λέει αυτό, φεύγει. Μόλις μένω μόνος, βγάζω όλες τις φωτογραφίες από το βαλιτσάκι και αρχίζω να τις ταξινομώ όσο καλύτερα μπορώ.
Και έτσι πέφτει σιγά σιγά η νύχτα, με έναν βλαμμένο που προσπαθεί να διηγηθεί μια ιστορία αγάπης κλεισμένος σε μια αποθήκη στη μέση της Τρανσυλβανίας.
Η δουλειά μού τρώει περισσότερο χρόνο απ’ όσο φανταζόμουν και κατεβαίνω στο εστιατόριο χωρίς να έχω τελειώσει. Τρώω ξανά πάρα πολύ (σιγά την είδηση) και αποφασίζω να συνεχίσω την επόμενη μέρα.
Εκείνο το βράδυ δυσκολεύομαι να κοιμηθώ. Μένω να κοιτάζω για αρκετή ώρα το παράθυρο από το κρεβάτι και να αναρωτιέμαι πόσες φορές θα είχε κάνει το ίδιο ο Εμίλ Μούλερ, πριν από 100 χρόνια και βάλε στο ίδιο αυτό δωμάτιο.
Και αναπόφευκτα αναρωτιέμαι τι κάνω εγώ εδώ. Άφησα να μου ξεφύγει η κατάσταση από τα χέρια; Παράτησα τη δουλειά μου στην Târgu Mures κυνηγώντας έναν αντικατοπτρισμό; Γιατί νιώθω την ανάγκη να μάθω την αλήθεια για αυτή την ιστορία που δεν έχει καμιά σχέση με μένα;
Τόσο πολύ θέλω να πιστέψω στον έρωτα;
Το φως της ημέρας με ξυπνάει πολύ νωρίς και επιστρέφω στην αποθήκη χωρίς να φάω πρωινό. Πρέπει να εκμεταλλευτώ τον χρόνο: δεν μπορώ να μείνω στη Σιγισοάρα περισσότερες ημέρες. Πρέπει να λύσω το μυστήριο σήμερα, αλλιώς θα φύγω χωρίς απαντήσεις.
Και μόλις αρχίζω, βρίσκω την πρώτη φωτογραφία. Είναι μια ομάδα από στρατιώτες του αυστροουγγρικού στρατού: Μια ομάδα από νέους στρατιώτες που ποζάρουν περήφανοι μέσα στις άψογες στολές τους. Σίγουρα, όταν έβγαλαν αυτή τη φωτογραφία δεν είχαν ρίξει ακόμα ούτε μία σφαίρα.
Και ανάμεσά τους, με το συνηθισμένο ύφος του ” κοίτα πού πήγα κι έμπλεξα”, αναγνωρίζω τον Εμίλ Μούλερ ( είναι ο δεύτερος όρθιος στρατιώτης από τα δεξιά). Αναρωτιέμαι αν κάποιος από τους άλλους είναι ο Ξάβερ Σούμερ…
Ώσπου βρίσκω τη δεύτερη φωτογραφία. Δύο αξιωματικοί κι ένας στρατιώτης.
Και το όνομα του στρατιώτη δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες.
Xaver Sumer. 1914.
Τα κομμάτια του παζλ αρχίζουν επιτέλους να ταιριάζουν.
Επιτέλους έβαλα πρόσωπο και στους δύο στρατιώτες. Τοποθετώ τις φωτογραφίες τους τη μια δίπλα στην άλλη. Το βλέμμα και των δύο καρφώνεται στο δικό μου. Και μέσα από τον χώρο και τον χρόνο, νομίζω ότι βλέπω στα μάτια τους την ίδια ικεσία: “πες την ιστορία μας, αλλιώς δεν θα υπάρχουμε.”
Δυστυχώς δεν βρίσκω άλλες δικές τους φωτογραφίες. Υπάρχουν κάποιες ακόμα: στιγμές από το μέτωπο, ανώνυμοι στρατιώτες βυθισμένοι στη λάσπη των χαρακωμάτων, στιγμές ανάπαυσης χωρίς κανένα ίχνος ευτυχίας, αξιωματικοί με μεγάλα μουστάκια και βρώμικες στολές.
Χάρη σε αυτές τις φωτογραφίες όμως και στις σημειώσεις που υπάρχουν στο πίσω μέρος τους, καταλαβαίνω ότι ο Εμίλ και ο Ξάβερ πολέμησαν σε διαφορετικές τοποθεσίες. Τον Ξάβερ τον έστειλαν στα βόρεια, στο μέτωπο της Βαρσοβίας, ενώ ο Εμίλ υπερασπιζόταν τις τρανσυλβανικές θέσεις πολεμώντας εναντίον της Σερβίας.
Από το 1914 ως το 1915, το έτος που ο Εμίλ γύρισε τραυματισμένος στη Σιγισοάρα, τα δυο παιδιά δεν συναντήθηκαν πουθενά. Όλο και λιγότερο καταλαβαίνω αυτό που έγινε. Αφού ούτε καν πολέμησαν μαζί, γιατί τους έθαψαν μαζί;
Έχω την αίσθηση ότι μπαίνω σε άλλο αδιέξοδο. Νομίζα πως οι φωτογραφίες θα μου έδιναν περισσότερες απαντήσεις, δεν έγινε όμως έτσι.
Αρχίζω να βάζω ξανά τις φωτογραφίες στη θέση τους και ρίχνω ένα τελευταίο βλέμμα στις φωτογραφίες των δύο στρατιωτών: “Λυπάμαι, παιδιά, σας απογοήτευσα.”
Αρπάζω τον σωρό με τις φωτογραφίες για να τις βάλω στο βαλιτσάκι, αλλά σταματάω. Μια φράση στριφογυρίζει στο μυαλό μου: “πες την ιστορία μας, αλλιώς δεν θα υπάρχουμε.” Αυτή την τύχη θέλω στ’ αλήθεια για τον Εμίλ και τον Ξάβερ;
Δεν φτάνει που σβήστηκε μια φορά η ιστορία τους, όπως συνέβη σε χιλιάδες άλλους στρατιώτες που αναπαύονται κάτω από το χώμα ολόκληρης της ηπείρου; Δεν ήταν σωστό να τους εγκαταλείψω εγώ και πάλι σε αυτόν τον τάφο της λήθης.
Γι’ αυτό αρχίζω να ξανακοιτάζω τις φωτογραφίες μία μία. Τις παλιές και τις καινούργιες. Όλες. Αναλύω κάθε πρόσωπο, κάθε λεπτομέρεια, κάθε στιγμή… ώσπου βρίσκω αυτή τη φωτογραφία της δεκαετίας του ’50. Δύο άνδρες μπροστά σε ένα πορτρέτο.
Δεν έχω ιδέα ποιοι είναι, εκείνο όμως που τραβάει την προσοχή μου δεν είναι αυτοί, ούτε ο άνθρωπος που το πορτρέτο του εικονίζεται στον πίνακα, αλλά κάτι που υπάρχει στο βάθος. Σας θυμίζει κάτι; Εδώ έχετε ένα πιο κοντινό πλάνο. Αναγνωρίζω αμέσως τον πίνακα του Ξάβερ.
Και τα ερωτήματα επιστρέφουν. Τι δουλειά έχει εκεί αυτός ο πίνακας; Γιατί τον είχαν αυτοί οι άνδρες; Ο πίνακας αυτός δεν βρισκόταν πάντα στο εστιατόριο “Προμαχώνας”, “το σπίτι του Καταλανού”; Το κεφάλι μου πάει να σπάσει.
Κατεβαίνω τρέχοντας τα σκαλιά και ψάχνω να βρω τη Ντοροτέα. Νιώθω τη φωτογραφία να μού καίει τα χέρια. Εκείνη αναγνωρίζει αμέσως τον έναν από αυτούς τους άντρες. Είναι ο Hermann Balan. Ήταν ο δήμαρχος της Σιγισοάρα τη δεκαετία του ’50, λέει.
Hermann Balan; Σίγουρα το ξέρω αυτό το όνομα. Πού το άκουσα ξανά αυτό το όνομα; Και ξαφνικά βλέπω το φως.
Θυμάστε αυτή τη φωτογραφία; Ε, λοιπόν φαίνεται τελικά πώς ο Χερμάν Δενξερωποιός θα παίξει κάποιο ρόλο σε αυτή την ιστορία.
Ο Χερμάν ήταν φίλος του Εμίλ στο σχολείο. Και μάλλον ήταν φίλος και του Ξάβερ. Και για την περίπτωση που αναρωτιέστε, ναι, η οικογένειά του εξακολουθεί να ζει στην πόλη.
“Θες να τους τηλεφωνήσω;” ρωτάει η Ντοροτέα. Και δεν χρειάζεται να απαντήσω. Κρατάει ήδη το τηλέφωνο στο χέρι της.
Περπατάω στους δρόμους της Σιγισοάρα με οδηγό τη Ντοροτέα. Δεν μιλάμε. Το μόνο πράγμα που σπάει τη σιωπή αυτού του παγωμένου σαββατιάτικου πρωινού είναι τα βήματά μας πάνω στο χιόνι, που το κάνουν να τρίζει.
Κατευθυνόμαστε προς την κεντρική πλατεία της παλιάς πόλης. Εκεί μένει η Αλίνα Μπαλάν, εγγονή του Χερμάν Μπαλάν, που ήταν δήμαρχος της πόλης στη δεκαετία του ’50 και συμμαθητής του Εμίλ και του Ξάβερ πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο.
Η Ντοροτέα σταματάει μπροστά σ’ ένα αρχοντικό και χτυπάει την πόρτα. Αμέσως εμφανίζεται μια παχουλή εξηντάρα με ροδοκόκκινα μάγουλα, που μοιάζει να βγήκε από παραμύθι των αδελφών Γκριμ.
Η Αλίνα και η Ντοροτέα αρχίζουν να μιλάνε στη γλώσσα τους με αυτό το εμπιστευτικό ύφος που έχουν μόνο οι “φίλες για μια ζωή”. Πιάνω σκόρπιες λέξεις: “casa catalanului”, “Emil”, “Xaver”, “prieteni”.
“Prieteni” σημαίνει “φίλοι”, θυμάστε;
Η Αλίνα με κοιτάζει με ένα χαμόγελο από το ένα αυτί ως το άλλο και μου λέει να περάσω. Δεν μιλάει λέξη αγγλικά, αλλά δεν χρειάζεται. Είναι ολοφάνερο ότι χαίρεται που θα με βοηθήσει.
Διασχίζουμε τους διαδρόμους του αρχοντικού που είναι γεμάτοι με πίνακες και θρησκευτικές εικόνες. Η Ντοροτέα μου μεταφράζει όσα μου εξηγεί η φίλη της: όταν ο παππούς της γύρισε από τον πόλεμο άρχισε να συλλέγει αντικείμενα τέχνης.
Οι πρώτοι πίνακες που αγόρασε ανήκαν σε καλλιτέχνες της περιοχής. Και ναι, ανάμεσα σε αυτούς είναι και ένας πίνακας του Ξάβερ Σούμερ. Για κάποιο λόγο ήταν ο πιο αγαπημένος πίνακας του Χερμάν Μπαλάν. Και βρισκόταν εκεί. Σε μια προνομιακή θέση του πολυτελούς σαλονιού.
Είχα και πάλι μπροστά μου τον πίνακα με το παράθυρο του Εμίλ. Πώς ήταν δυνατόν να υπάρχουν δυο ίδιοι πίνακες; Λέω στην Αλίνα ότι χθες είδα έναν ίδιο στο εστιατόριο “Προμαχώνας”. Εκείνη, φοράει ξανά το χαμόγελο της γιαγιάς της Κοκκινοσκουφίτσας και λέει: “ Δεν είναι ίδιοι.”
Πράγματι, όταν πλησιάζω για να τον παρατηρήσω το καταλαβαίνω. Τα χρώματα του πίνακα είναι διαφορετικά. Και στο παράθυρο του Εμίλ διακρίνεται μια σιλουέτα. Δεν είναι μόνο αυτό όμως. Η ημερομηνία στον πίνακα γράφει 1916.
1916. Τρία χρόνια μετά τον πρώτο πίνακα. Ένα χρόνο μετά την επιστροφή του Εμίλ από το μέτωπο. Τη χρονιά που πέθανε ο Εμίλ.
Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Γιατί ζωγράφισε ξανά τον πίνακα με τον Εμίλ στο παράθυρο; Η Αλίνα απαντάει ότι δεν ζωγράφισε μόνο αυτόν. Ζωγράφισε πολλούς “ίδιους” ακόμα, αλλά χάθηκαν.
Η Αλίνα μας λέει να καθήσουμε. Η ιστορία που θα μας πει θα είναι μεγάλη. Και γεμάτη απαντήσεις.
Πράγματι, ο Εμίλ και ο Ξάβερ γνωρίστηκαν στο σχολείο. Και οι δυο ήταν στενοί φίλοι του Χερμάν Μπαλάν. Τα τρία παιδιά ήταν αχώριστα. Η φιλία του Εμίλ και του Ξάβερ όμως ήταν ξεχωριστή. Έτσι τη λέει. Ξεχωριστή. Και το λέει με μια δόση τρυφερότητας για την οποία την ευγνωμονώ.
Τα παιδιά θα τελείωναν το Γυμνάσιο το 1912. Ο Χερμάν καταλάβαινε πως οι δυο φίλοι του απομακρύνονταν από εκείνον. Ο καημένος, δεν καταλάβαινε γιατί. Ώσπου μια μέρα το ανακάλυψε, το είπε στους γονείς του και η είδηση δεν άργησε να φτάσει στις οικογένειες του Εμίλ και του Ξάβερ.
Γι’ αυτό λοιπόν ο Χερ Μούλερ αποφάσισε να στείλει τον Εμίλ για σπουδές στο Μόναχο, ενώ ο Ξάβερ έμεινε πίσω στη Σιγισοάρα να ζωγραφίζει το άδειο του παράθυρο.
Ο Ξάβερ ορκίστηκε στον Χερμάν ότι δεν θα τον συγχωρούσε ποτέ γι’ αυτό που έκανε.
Τότε όμως συνέβη κάτι που κανείς δεν περίμενε. Το καλοκαίρι του 1914 ο Γκαβρίλο Πρίντσιπ δολοφόνησε τον αρχιδούκα Φραγκίσκο Φερδινάνδο και τη σύζυγό του στο Σεράγεβο και ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Ο Χερμάν, ο Εμίλ και ο Ξάβερ έφυγαν για το μέτωπο και έχασαν κάθε επαφή… Ώσπου ο Εμίλ γύρισε τραυματισμένος το 1915. Η Αλίνα μου εξηγεί πως η κατάσταση της υγείας του ήταν εξαιρετικά εύθραυστη. Οι πνεύμονες του είχαν μολυνθεί από τις βόμβες χλωρίου. Δεν μπορούσε καν να σηκωθεί από το κρεβάτι.
Η είδηση έφτασε στον Ξάβερ που ήταν ακόμα στο μέτωπο. Εκείνος έκανε τα αδύνατα δυνατά για να γυρίσει και να τον δει προτού ο Εμίλ πεθάνει, αλλά τα κατάφερε μετά από έναν χρόνο, το 1916.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Ξάβερ μόλις πάτησε το πόδι του στη Σιγισοάρα ήταν να πάει στο σπίτι του Εμίλ, οι γονείς του όμως δεν του επέτρεψαν να τον δει. Και δεν είπαν βέβαια στον γιο τους ότι ο Ξάβερ είχε γυρίσει…
Γι’ αυτό ο Ξάβερ πήγαινε και στεκόταν στη γωνία κάτω από το παράθυρο του Εμίλ. Πήγαινε κάθε μέρα και περνούσε ώρες ολόκληρες με την ελπίδα ότι ο Εμίλ θα δυνάμωνε και θα σηκωνόταν από το κρεβάτι, θα κοιτούσε έξω και θα τον έβλεπε. Και για να περάσει η ώρα της αναμονής, ζωγράφιζε τον ίδιο πίνακα ξανά και ξανά.
Η Αλίνα σταματάει την αφήγηση. Έχει δει ότι κλαίω. “Πείτε μου ότι συναντήθηκαν. Έστω και για μια φορά μόνο. Πείτε μου ότι ο Εμίλ έμαθε ότι ο Ξάβερ δεν τον είχε ξεχάσει” Τα λόγια μου ακούγονται σχεδόν σαν ικεσία.
Εκείνη χαμογελάει ξανά, αλλά δεν λέει τίποτα. Σηκώνεται και ψάχνει μέσα στα βιβλία της βιβλιοθήκης. Βγάζει ένα άλμπουμ γεμάτο φωτογραφίες και έγγραφα. Και βρίσκει αμέσως αυτό που ψάχνει: ένα γράμμα.
Ένα γράμμα στον Εμίλ Μούλερ. Γραμμένο από τον Ξάβερ Σούμερ. Λίγες μέρες πριν από τον θάνατο του Εμίλ.
“Θέλεις να μάθεις τι λέει; ”, ρωτάει η Ντοροτέα. Εγώ μπορώ να στο μεταφράσω.
“Ένα γράμμα του Ξάβερ στον Εμίλ. Ούτε στα πιο τρελά όνειρά μου δεν είχα φανταστεί ότι θα έβρισκα έναν τέτοιο θησαυρό. Ωστόσο αναρωτιέμαι πώς βρέθηκε στα χέρια της Αλίνα Μπαλάν. Μήπως δεν έφτασε στον προορισμό του;
“Ο παππούς μου το έκλεψε,” μου λέει η γηραιά κυρία. Όταν ο Χερμάν γύρισε από το μέτωπο και βρήκε τον Ξάβερ να στέκεται ώρες στον δρόμο, ράγισε η καρδιά του. Κατάλαβε τι είχε προκαλέσει με όσα είπε πριν από τον πόλεμο.
Προσπάθησε να ζητήσει συγγνώμη, αλλά ο Ξάβερ δεν ήθελε ούτε να τον ακούσει. Ήρθαν στα χέρια στη μέση του δρόμου και ο Ξάβερ με μια μπουνιά του έσπασε τη μύτη (Σ.τ. Μ: για να μη τη χώνει σε ξένες υποθέσεις.)
Ο Χερμάν ήξερε ότι ο πόνος που ένιωθε στο πρόσωπό του δεν μπορούσε ούτε κατά διάνοια να συγκριθεί με τον πόνο που ένιωσαν οι παλιοί του φίλοι. Προσφέρθηκε να διορθώσει το λάθος του και προσπάθησε να μεσολαβήσει για τη συνάντησή τους πηγαίνοντας στο σπίτι των Μούλερ.
Ζήτησε από τους γονείς του Εμίλ να επιτρέψουν μια τελευταία συνάντηση ανάμεσα στα παιδιά, εκείνοι όμως αρνήθηκαν. Και όχι μόνο αυτό. Του έδειξαν το γράμμα του Ξάβερ που μόλις είχαν λάβει και του ζήτησαν να του το επιστρέψει, για να του ξεκαθαρίσουν ότι δεν θα το διάβαζε ποτέ ο Εμίλ.
Ο Χερμάν δεν τους άκουσε. Φύλαξε το γράμμα και όταν βρήκε την ευκαιρία ζήτησε να δει τον Εμίλ. Στο δωμάτιο που ήδη γνωρίζουμε, ο Χερμάν ζήτησε συγγνώμη από τον φίλο του και καθισμένος δίπλα του στο κρεβάτι του, διάβασε ψιθυριστά το γράμμα του Ξάβερ.
Το ίδιο ψιθυριστά αρχίζει και η Ντοροτέα να μου μεταφράζει τα λόγια του Ξάβερ:
“Αγαπημένε μου Εμίλ,
οι γονείς σου δεν μου επιτρέπουν να σε δω. Καταφεύγω λοιπόν σε αυτό το γράμμα για να σου γράψω όσα δεν μπόρεσα ποτέ να σου πω. Θέλω να ξέρεις ότι σ’ αγαπώ. Ναι, Εμίλ, σ’ αγαπώ. Μας είχαν πει ότι αυτό που μας έδενε δεν ήταν αγάπη, κατάλαβα όμως ότι ήταν. Αυτό που είχαμε εσύ κι εγώ είναι η πιο αληθινή αγάπη που ένιωσα ποτέ. Γι’ αυτό δεν θέλω να σε χάσω χωρίς να σου το πω. Σ’ αγαπώ από την πρώτη μέρα που μπήκαμε στο Γυμνάσιο και το σκάσαμε για να καπνίσουμε στο νεκροταφείο.
Σ’ αγαπώ από τη μέρα που μου ζέστανες τα χέρια με τα χνώτα σου, επειδή είχα χάσει τα γάντια μου. Σ’ αγαπώ από εκείνο το φιλί στον αχυρώνα των Σάντερ. Σ’ αγαπώ τόσο, που η ιδέα ότι θα σε ξαναδώ ήταν ο μόνος λόγος που με κράτησε ζωντανό στα πολωνικά χαρακώματα. Θα έφτανε μόνο να με κοιτάξεις στα μάτια για να το καταλάβεις. Μακάρι να μπορούσες. Θα ήταν άχρηστα τα λόγια. Θα κοιταζόμασταν και θα γινόμασταν πάλι παιδιά στους διαδρόμους του Γυμνασίου, πριν από τον θάνατο, πριν από τις βόμβες, πριν γεράσουμε πρόωρα με όλο αυτό το μίσος.
Γι’ αυτό εδώ και μήνες στέκομαι κάτω από το παράθυρό σου, για να σε δω ξανά, έστω για μια στιγμή μόνο. Για να δω το χαμόγελό σου, που θα με κάνει να πιστέψω ξανά πως η αγάπη μας σήμαινε τα πάντα κι έριξε λίγο φως σε αυτόν τον αιώνα που γεννήθηκε νεκρός.
Σ’ αγαπώ και θα είμαι μαζί σου πάντα, ό,τι κι αν γίνει.
Δικός σου,
Ξάβερ”
Όταν ο Χερμάν τελείωσε την ανάγνωση του γράμματος, και αυτός και ο Εμίλ έκλαιγαν. Ο Εμίλ, σχεδόν χωρίς να μιλήσει, του ζήτησε να τον βοηθήσει να σηκωθεί.
Ο Εμίλ ήταν τόσο αδύναμος, που φαινόταν ότι δεν θα μπορούσε να φτάσει ούτε μέχρι το παράθυρο, αλλά τελικά τα κατάφερε. Τράβηξε τις κουρτίνες, κοίταξε έξω και για πρώτη φορά μετά από τόσους μήνες φρίκης, ένα χαμόγελο έλαμψε στο πρόσωπό του.
Γιατί εκεί κάτω στον δρόμο βρισκόταν ο Ξάβερ που τον κοιτούσε κι αυτός. Γιατί ο άντρας που αγαπούσε του είχε πει για πρώτη φορά “σ ‘ αγαπώ” κι εκείνος του απαντούσε, πολύ αδύναμα, με την ανάσα του που θάμπωνε το τζάμι του παραθύρου.
Ο Ξάβερ δεν μπόρεσε ποτέ να ακούσει το “σ’ αγαπώ” του Εμίλ, το ένιωσε όμως σαν ευλογία μέσα στα βάθη της ψυχής του. Ο Εμίλ σήκωσε το χέρι του για να τον χαιρετίσει… Και έτσι ακριβώς τον ζωγράφισε ο Ξάβερ στον τελευταίο του πίνακα.
Το ίδιο εκείνο βράδυ, στις 12 Δεκεμβρίου του 1916, ο Εμίλ Μούλερ πέθανε. Ήταν 22 χρόνων.
Η σιωπή πέφτει σαν καταδίκη στο σαλόνι της Αλίνα Μπαλάν. Εκείνη τη σπάει με την τρεμάμενη φωνή της: “Έζησαν τουλάχιστον αυτή τη στιγμή. Άλλοι δεν είχαν ούτε καν αυτό.”
Την επομένη του θανάτου του ο Εμίλ θάφτηκε στον οικογενειακό τάφο των Μούλερ και ο Ξάβερ σταμάτησε να ζωγραφίζει. Ξέρουμε ότι πέθανε μερικούς μήνες αργότερα, τι έκανε όμως όλο αυτό το διάστημα; Και το πιο σημαντικό: πώς θάφτηκαν τελικά μαζί;
Το παζλ δεν είχε συμπληρωθεί ακόμα, αλλά το κομμάτι που έλειπε δεν ήταν μακριά…
Η Αλίνα ψάχνει ξανά μέσα στο άλμπουμ και μου δείχνει μια φωτογραφία από τον τάφο του Εμίλ το 1916. Πράγματι, τον είχαν αρχικά θάψει μόνο του.
Μου φαίνεται παράξενο που βλέπω αυτό το κενό δίπλα στο όνομά του. Λες και έμενε κενός ο χώρος για τον Ξάβερ σε έναν άλλο, μελλοντικό τάφο. Τη ρωτάω πού μπορώ να βρω αυτή την ταφόπλακα, εκείνη όμως μου λέει ότι δεν υπάρχει πια και συνεχίζει την αφήγησή της.
Όλη η πόλη ήταν παρούσα στην κηδεία του Εμίλ. Ο μικρός γιος των Μούλερ πέθανε σαν ήρωας και θα τον έθαβαν με τιμές. Η νεκρώσιμη ακολουθία έγινε στην εκκλησία του λόφου, δίπλα στο γυμνάσιο των παιδιών και το νεκροταφείο.
Ο Ξάβερ εμφανίστηκε συντετριμμένος στη μέση της τελετής. Ο ιερέας διέκοψε έκπληκτος την ομιλία του όταν τον είδε να πλησιάζει στο φέρετρο για να πει το τελευταίο αντίο στον άνθρωπο που αγαπούσε.
Όμως ο Ξάβερ δεν μπόρεσε να κάνει αυτό που ήθελε. Ο Χερ Μούλερ στάθηκε μπροστά του στον διάδρομο, τον άρπαξε από τον γιακά και τον πέταξε έξω από την εκκλησία. Ο Ξάβερ έλεγε κλαίγοντας πως ήθελε μόνο να τον αποχαιρετίσει. Αντί για άλλη απάντηση, ο πατέρας του Εμίλ, τον έριξε κάτω και άρχισε να τον κλοτσάει.
Ο Χερμάν Μπαλάν τα έβλεπε όλα αυτά από το στασίδι του, γεμάτος οργή και ενοχές, αλλά δεν τόλμησε να κάνει τίποτα. Κανείς δεν κούνησε ούτε το δάχτυλάκι του για να υπερασπίσει τον Ξάβερ.
Στον δρόμο, το αίμα και τα δάκρυα έλιωναν το χιόνι κάτω από το πεσμένο σώμα του Ξάβερ Μούλερ. Το παιδί κατάφερε τελικά να σηκωθεί όπως- όπως και ορκίστηκε ότι δεν θα γύριζε ποτέ πια στη Σιγισοάρα.
Η πόλη ήταν γεμάτη από αναμνήσεις που τον στοίχειωναν και από γείτονες που τον κοίταζαν με περιφρόνηση. Μετά τον θάνατο του Εμίλ, ένιωθε ότι αυτός δεν ήταν πια ο τόπος του και ότι η ζωή του είχε χάσει κάθε νόημα.
Και όταν η ζωή δεν έχει πια νόημα, ο μόνος που σε οδηγεί είναι ο θάνατος. Γι’ αυτό και ο Ξάβερ γύρισε στον πόλεμο, που θα αργούσε πολύ ακόμα να τελειώσει.
Λίγους μήνες νωρίτερα, η Ρουμανία έμπαινε στον πόλεμο ως σύμμαχος της Γαλλίας και της Ρωσίας. Η Τρανσυλβανία γινόταν το σκηνικό αιματηρών μαχών, ιδίως στα σύνορα με τη σύγχρονη Ουγγαρία. Σε αυτά τα χαρακώματα γύρισε ο Ξάβερ και πολέμησε για πολλούς μήνες … ώσπου συνέβη το αναπόφευκτο.
Η Αλίνα ψάχνει ξανά το άλμπουμ της και μου δείχνει ένα έγγραφο γραμμένο στην ουγγρική γλώσσα. Η Ντοροτέα μου το μεταφράζει ( και εγώ αρχίζω να υποπτεύομαι ότι δεν υπάρχει καμιά γλώσσα που να μην ξέρει αυτή η γυναίκα: είναι σαν ένα Google Translator με κώτσο).
Είναι το πιστοποιητικό θανάτου του Ξάβερ Σούμερ.
Μπορώ να διαβάσω καθαρά σε αυτό το όνομά του, την ημερομηνία γέννησής του (ανακαλύπτω ότι ήταν η 9η Φεβρουαρίου του 1893) την ημερομηνία του θανάτου του (26 Σεπτεμβρίου του 1917) και στο κομμάτι “αιτία θανάτου”, μια λέξη: “öngyilkosság”.
“Öngyilkosság” σημαίνει αυτοκτονία.
Ο Ξάβερ Σούμερ, δεν μπόρεσε να αντέξει την κόλαση στην οποία είχε μεταβληθεί η ζωή του, με την καρδιά κομμάτια και χωρίς κανένα μέλλον, αυτοκτόνησε σε ένα χαράκωμα του ουγγρικού μετώπου. Ήταν 24 ετών.
Τον έθαψαν σε ένα στρατιωτικό νεκροταφείο στα περίχωρα της Oradea (σήμερα είναι η ρουμανική επαρχία της Crisana) με έναν απλό λευκό ξύλινο σταυρό. Μετά από έναν χρόνο περίπου, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος θα έφτανε στο τέλος του, αφήνοντας πίσω του 30 εκατ. νεκρούς. Και δύο απ’ αυτούς, ο Εμίλ Μούλερ και ο Ξάβερ Σούμερ θα αναπαύονταν για μερικά χρόνια ακόμα τριακόσια χιλιόμετρα μακριά ο ένας απ’ τον άλλον .
Η Ντοροτέα συμβουλεύεται το ρολόι της. Αργήσαμε. Εκείνη πρέπει να γυρίσει στο ξενοδοχείο της και εγώ πρέπει να γυρίσω στην Târgu Mures το ίδιο εκείνο πρωινό. “Πάμε;”, με ρωτάει.
Όχι! Λείπει ακόμα το πιο σημαντικό! Το πρώτο ερώτημα που ήρθε στο μυαλό μου όταν είδα τον τάφο του Εμίλ και του Ξάβερ, αυτό που όλοι θέλουμε να απαντηθεί! Πώς κατέληξαν να θαφτούν μαζί;
Η Αλίνα με κοιτάζει έκπληκτη και γελάει: “ Μα δεν το ξέρεις ακόμα; Αγόρι μου, η απάντηση όλη αυτή την ώρα βρίσκεται μπροστά σου.”
Μπροστά μου; Τι θα πει η απάντηση βρίσκεται μπροστά μου; WTF; Τι εννοεί;
Η Αλίνα χαμογελάει και πάλι. Συνειδητοποιώ ότι κάθε φορά που χαμογελάει, κάτι μέσα μου ηρεμεί λιγάκι. Αυτή η γυναίκα είναι ένα βάλσαμο.
Τελικά η Αλίνα σηκώνει το βλέμμα της και κάνει ένα νεύμα προς τον τοίχο που έχω μπροστά μου. Σ’ αυτόν, βρίσκεται ένας μεγάλος πίνακας που κυριαρχεί στο σαλόνι. Είναι ένα μεγάλο πορτρέτο του παππού της. Του Χερμάν Μπαλάν.
Ο Χερμάν Μπαλάν, ο φίλος που ανακάλυψε τη σχέση του Εμίλ με τον Ξάβερ στο γυμνάσιο. Ο Χερμάν Μπαλάν, ο υπεύθυνος για την απόφαση του Χερ Μούλερ να στείλει τον Εμίλ στο Μόναχο, για να τον χωρίσει για πάντα από τον Ξάβερ.
Μα τι σχέση έχει αυτός με τον τάφο στο μνημείο των πεσόντων; Ποιος ήταν ο πραγματικός του ρόλος σε αυτή την ιστορία;
Ο παιδικός φίλος του Εμίλ και του Ξάβερ ποτέ δεν συγχώρησε τον εαυτό του για τον πόνο που είχε άθελά του προκαλέσει με την αδιακρισία του. Το συναίσθημα της ενοχής για τον απάνθρωπο θάνατο και των δύο φίλων του τον συνόδευε πάντα.
Θα περνούσε μία δεκαετία ώσπου να βρει έναν δρόμο για τη λύτρωση. Το 1928 η Ρουμανία γιόρταζε τα 10 χρόνια της ειρήνης και της ίδρυσης του ρουμανικού κράτους με την προσθήκη, μεταξύ άλλων περιοχών, και της Τρανσυλβανίας (περιλαμβανομένης βεβαίως και της Σιγισοάρα).
Πολλές πόλεις αποφάσισαν να ανεγείρουν μνημεία για να τιμήσουν την επέτειο και τους στρατιώτες που έχασαν τη ζωή τους στον πόλεμο. Ανάμεσα σε αυτές και η Σιγισοάρα.
Ο υπεύθυνος για τον σχεδιασμό των τιμητικών εκδηλώσεων ήταν ένας νέος υψηλόβαθμος υπάλληλος που μόλις είχε μπει στον δήμο και ονομαζόταν Χερμάν Μπαλάν.
Μη βάλετε τώρα τις φωνές, γιατί αυτό φαινόταν εδώ και πολλές σελίδες. Ή μήπως όχι;
Αυτό ήταν ένα από τα πρώτα έργα του Χερμάν στον Δήμο της Σιγισοάρα, στον οποίο τελικά θα γινόταν δήμαρχος μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία, αν θέλετε σας τη λέω μια άλλη φορά).
Το πρώτο πράγμα που χρειάστηκε να κάνει ο Χερμάν ήταν να ζητήσει την άδεια από τις οικογένειες των πεσόντων για να μεταφέρει τις σορούς τους στη νέα τους θέση.
Δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει πολύ για να πείσει τον πατέρα του Εμίλ για την εκταφή. Για τον γέρο αξιωματικό ήταν μεγάλη τιμή να αναπαυθεί ο γιος του σε ένα εθνικό μνημείο για τους πεσόντες.
Την 1η Δεκεμβρίου, εθνική επέτειο του Ρουμανίας, εγκαινιάστηκε το μνημείο με μια πολιτική τελετή. Όλη η πόλη ήταν εκεί για να τιμήσει και πάλι τους νεκρούς της, με επικεφαλής τον Χερ Μούλερ, στολισμένο για την περίσταση με όλα του τα μετάλλια.
Αυτό όμως που σίγουρα δεν περίμενε, είναι ότι ο γιος του δεν θα ήταν μόνος του στον τάφο.
Ο Χερμάν είχε κινήσει γη και ουρανό για να εντοπίσει τη σορό του Ξάβερ στην Oradea (γι’ αυτό φύλαγε το πιστοποιητικό του θανάτου του στην ουγγρική γλώσσα). Από την πρώτη στιγμή θέλησε να τον θάψει κοντά στον άνθρωπο που αγαπούσε για να αναπαυθούν μαζί στους αιώνες των αιώνων. Όπως είναι λογικό, κράτησε το σχέδιο του μυστικό για να μη μπορέσει κανείς να το εμποδίσει. Και τελικά τα κατάφερε.
Μόλις είδε τον τάφο, ο Χερ Μούλερ έγινε έξαλλος και έβαλε τις φωνές στον Χερμάν μπροστά σε όλο τον κόσμο. Πώς μπόρεσε; Πώς τολμούσε να προσβάλει έτσι την τιμή της οικογένειας του; Ο άνθρωπος ήταν πραγματικά εκτός εαυτού. Γι’ αυτό και ο Χερμάν τον έριξε κάτω με μια γροθιά, όπως είχε κάνει σε εκείνον ο Ξάβερ πριν από δέκα χρόνια.
Συμφωνώ, είναι κακό να χτυπάς έναν ηλικιωμένο κύριο, μη μου πείτε όμως ότι δεν το άξιζε λιγάκι.
“Πριν από δεκαπέντε χρόνια διέπραξα ένα ασυγχώρητο λάθος,” φώναξε ο Χερμάν στον γέρο αξιωματικό.
“Εγώ σκότωσα τους καλύτερους φίλους μου πριν τους σκοτώσει αυτός ο φρικτός πόλεμος. Κι εσύ ήσουν συνένοχος σε αυτόν το φόνο. Όλοι ήσασταν.”
Οι κάτοικοι της Σιγισοάρα έσκυψαν το κεφάλι από ντροπή όταν άκουσαν τα λόγια του Χερμάν:
“Ήρθε επιτέλους η ώρα να τους αφήσουμε να αναπαυθούν εν ειρήνη, μαζί, όπως θα έπρεπε να είχαν ζήσει, γιατί υπήρξαν ήρωες σε κάτι πολύ πιο σημαντικό από έναν πόλεμο.”
Η Ντοροτέα είναι τόσο έκπληκτη όσο κι εγώ. Η Αλίνα δεν της είχε διηγηθεί ποτέ αυτό το επεισόδιο από τη ζωή του προπάππου της. Ούτε η οικογένειά της… Για πρώτη φορά τη βλέπω ταραγμένη.
Και δεν μου φαίνεται παράξενο. Ο Χερ Μούλερ έφυγε από το νεκροταφείο με την ουρά στα σκέλια και δεν ξαναμίλησε ποτέ για τον Εμίλ στο σπίτι του. Έβαλε όλα τα πράγματα του γιου του σε μια βαλίτσα και την έκρυψε σε ένα ντουλάπι.
Ο Χερ Μούλερ δεν μπόρεσε να θάψει τον γιο του όπου ήθελε, προσπάθησε όμως να μην τον θυμάται κανείς στον κόσμο. Αλλά η μνήμη του σήμερα επιτέλους ξαναβλέπει το φως, για την εγγονή του, για μένα και για όλους εσάς.
Το ρολόι του σαλονιού χτυπάει 12. Είναι ώρα να φύγουμε. Αποχαιρετώ την Αλίνα.Εκείνη με αγκαλιάζει και η αγκαλιά της μυρίζει τηγανίτες και μπράντι. Εύχομαι με όλη μου την καρδιά να συναντηθούμε ξανά κάποια μέρα.
Στον δρόμο, η Ντοροτέα προσφέρεται να με συνοδεύσει στον σταθμό των λεωφορείων, αλλά εγώ δεν δέχομαι. Πριν φύγω, έχω να κάνω κάτι σημαντικό. Και θέλω να είμαι μόνος. Την αποχαιρετώ με ένα φιλί στο μάγουλο κι εκείνη κοκκινίζει.
Κατευθύνομαι αποφασιστικά στο τούνελ με τα σκαλιά που οδηγεί στην εκκλησία του λόφου. Ανεβαίνω τα σκαλιά τρία τρία.
Περνάω μπροστά από το γυμνάσιο και έχω την αίσθηση ότι δεκάδες φαντάσματα με κοιτάζουν από τα παράθυρά του. Δεν αργώ να φτάσω στο μνημείο. Στέκομαι μπροστά στον τάφο του Εμίλ και του Ξάβερ με έναν τρόπο σχεδόν τελετουργικό. Μου είναι δύσκολο να πιστέψω πως ήμουν εκεί μόλις χθες. Νομίζω ότι πέρασε ένας αιώνας.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα.
Κοιτάζω την ταφόπλακα.
Διαβάζω τα ονόματά τους ξανά και ξανά.
Εμίλ και Ξάβερ.
Ξάβερ και Εμίλ.
Κοιτάζω γύρω μου.
Τίποτα δεν έχει αλλάξει, αλλά και τίποτα δεν είναι ίδιο.
Μένω σιωπηλός αρκετή ώρα.
Αλλά η σιωπή δεν είναι σιωπή.
Ο άνεμος των αιώνων μου ψιθυρίζει μυστικά στο αυτί.
Και νομίζω πως ακούω τα γέλια δύο 16χρονων αγοριών που το έσκασαν από την τάξη.
Που κρύβονται πίσω από τις πλάκες του νεκροταφείου για να καπνίσουν ένα τσιγάρο. Που ζεσταίνουν τα χέρια τους ο ένας με τα χνώτα του άλλου.
Που κοιτάζονται στα μάτια για να ανακαλύψουν μέσα τους μια έκρηξη ελπίδας.
Που δίνουν το πρώτο τους φιλί.
Ένα φιλί που έχει μέσα του όλη την ευτυχία των ονείρων που μοιράζονται. Ένα φιλί που δένει τις ψυχές τους για πάντα.
Ένα φιλί γεμάτο αγάπη, που για μια στιγμή, τους κάνει να νιώθουν αθάνατοι. Εκείνη τη στιγμή, βάζω το χέρι μου πάνω στην παγωμένη πέτρα.
Και με φωνή που μόλις ακούγεται, σχεδόν σαν σε προσευχή, λέω:
“Είπα την ιστορία σας.”
Τέλος ❤️❤️
ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ #EmilyXaver
Μεγάλος συγγραφέας είναι αυτός που σε κάνει να πιστεύεις επί δέκα μέρες ότι διαβάζεις μια αληθινή ιστορία ενώ στην πραγματικότητα το μόνο αληθινό είναι τα ονόματα των πρωταγωνιστών και ο κοινός τους τάφος. Όλα τα άλλα είναι πλάσματα της φαντασίας του. Ο Γκιλιέμ Κλούα μας έκανε (εμένα και άλλους 14000 που παρακολουθούσαν την ιστορία στο τουίτερ και στο Instagram τότε, σήμερα είναι πάνω από 50.000) να πιστέψουμε κάθε λεπτομέρειά της και να κλάψουμε με μαύρο δάκρυ (όσοι είδατε “Το χελιδόνι” ξέρετε ότι ο συγγραφέας μας είναι μέγας χορηγός της Kleenex. Όπως είπε χαρακτηριστικά ένας φίλος: “Το Κλούα βγαίνει από το Κλαίω;” ). Μετά από την απρόσμενη τροπή που πήραν τα πράγματα σήμερα το απόγευμα, Δευτέρα, 6 Δεκεμβρίου (μια ισπανική εφημερίδα δημοσίευσε όλη την ιστορία σαν να ήταν αληθινή, χωρίς προηγουμένως να τον ρωτήσει) ο συγγραφέας αναγκάστηκε να βγάλει την εξής ανακοίνωση:
Λόγω του αντίκτυπου που είχε η ιστορία του Emil και του Xaver στο Twitter, αισθάνομαι την υποχρέωση να γράψω αυτό το δελτίο τύπου. Πολλοί από εσάς με ρωτούν αν οι δύο νέοι υπήρξαν ή αν όλα είναι μυθοπλασία … και ήρθε η ώρα να σας πω τι από όλα αυτά είναι αλήθεια.
Πράγματι, στο νεκροταφείο της Σιγισοάρα, δύο στρατιώτες είναι θαμμένοι στον ίδιο τάφο. Πρόκειται για τον Emil Müler και τον Xaver Sumer. Πολέμησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, πέθαναν το 1916 και το 1917 αντίστοιχα και η επιτύμβια στήλη τους τράβηξε την προσοχή μου στην επίσκεψη που έκανα τον περασμένο μήνα στη Σιγισοάρα. Ο τάφος είναι αληθινός (έβγαλα τις φωτογραφίες που είδατε εκεί). Ο θάνατός τους ήταν αληθινός. Τα δεινά εκατομμυρίων ανθρώπων που έβλεπαν να καταστρέφεται η ζωή τους, τα όνειρά τους και οι ελπίδες τους να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, είναι αληθινά. Και πάνω απ’ όλα, τα δάκρυα που χύσαμε όλοι διαβάζοντας αυτή την ιστορία (και εγώ γράφοντάς την) είναι επίσης αληθινά.
Για μένα δεν υπάρχει τίποτα πιο αληθινό από αυτό το συναίσθημα. Ο Emil και ο Xaver υπήρξαν, ναι. Αλλά μόνο στην ιστορία που μοιραστήκαμε αγαπούσαν ο ένας τον άλλον με μια αγάπη που όλοι θα θέλαμε να ζήσουμε. Με την ιστορία τους θέλησα μόνο να ρίξω φως σε όλες τις ερωτικές ιστορίες των ατόμων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας που δεν μπορούν ποτέ να ειπωθούν και που καταδικάζονται στη λήθη. Επειδή Emil και Xaver υπήρξαν χιλιάδες και κανείς δεν τους έχει αφιερώσει τα μυθιστορήματα, τους στίχους και τα τραγούδια που άξιζαν. Και υπάρχουν ακόμα πολλοί. Και θα υπάρξουν στο μέλλον. Η ιστορία που έχω γράψει είναι η ιστορία όλων τους. Και ναι, για να τη γράψω έπρεπε να καταφύγω σε στοιχεία, χαρακτήρες και πλοκή που επινόησα.
Αυτό όμως μειώνει την αξία της ιστορίας; Αναρωτιέμαι συνεχώς. Η μυθοπλασία μας σώζει. Είμαι πεπεισμένος για αυτό. Είμαστε αντιμέτωποι με μια πραγματικότητα που μας κατακλύζει και μας πονάει, η φαντασία όμως μας θεραπεύει. Αυτός ήταν ανέκαθεν ο στόχος μου. Είναι αυτό που προσπαθώ να κάνω με όλα τα έργα μου, στα οποία πάντα προσπαθώ να βάλω ένα κομμάτι από την καρδιά και την ψυχή μου. Το ίδιο έκανα κι εδώ.
Αν κάποιος αισθάνεται εξαπατημένος, τον κατανοώ. Η πρόθεσή μου δεν ήταν ποτέ να εκμεταλλευτώ την ευπιστία κανενός. Στην πραγματικότητα, θα ήταν ωραίο να μετατρέψουμε όλοι την ιστορία του Εμίλ και του Ξαβέρ σε πραγματικότητα, ώστε αυτός ο τάφος να γίνει σύμβολο όλων αυτών που δεν τους επιτρεπόταν να αγαπήσουν και που άξιζαν ένα καλύτερο τέλος, αναπαυμένοι μαζί εν ειρήνη. Και αν κάποιοι από εσάς πάτε στη Σιγισοάρα, αφήστε μερικά λουλούδια στη μνήμη εκείνων των ιστοριών αγάπης που δεν θα μαθευτούν ποτέ.
Γιατί αυτός είναι ο λόγος που έγραψα αυτή την ιστορία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα τελευταία μου λόγια, αυτά που αφιερώνω στο ζευγάρι μπροστά από τον τάφο τους, είναι: “είπα την ιστορία σας.” Χάρη σε αυτήν την ιστορία, ο Εμίλ και ο Ξαβέρ υπάρχουν. Από σας εξαρτάται να μην πεθάνουν ξανά.
Σας ευχαριστώ για την κατανόηση, για τη γενναιοδωρία και την αγάπη που μου δείξατε αυτές τις μέρες. Ελπίζω να συναντηθούμε ξανά σε μελλοντικές ιστορίες.
Γκιλιέμ Κλούα
Τελευταία νέα
Υπάρχουν διάφορα σενάρια ως προς το μέλλον της ιστορίας που συγκίνησε χιλιάδες ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, οι οποίοι την παρακολούθησαν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο συγγραφέας υποσχέθηκε να γράψει έναν θεατρικό μονόλογο μέσα στο 2019, στον οποίο ο πρωταγωνιστής θα είναι ο ίδιος ως δραματικό πρόσωπο. Υπάρχει μάλιστα η σκέψη να ενσαρκώσει ο ίδιος τον εαυτό του επί σκηνής πραγματοποιώντας την πρώτη του εμφάνιση ως ηθοποιός. Στο μεταξύ στο Twitter, οι φαν της ιστορίας που έχουν φιλοτεχνήσει πίνακες, σκίτσα και κόμιξ, ενώ προχθές εμφανίστηκε και το πρώτο τραγούδι, υποστηρίζουν ότι η ιστορία θα γίνει σειρά στο Netflix. Εν αναμονή…