Κριτική για τη Ρίτα της Μάρτα Μπουτσάκα από την Όλγα Σελλά στο περιοδικό Αναγνώστης
Τι θα γίνει με τη «Ρίτα»;
Τα πρόσωπα που ακούν σ’ αυτό το όνομα είναι δύο: είναι το σκυλάκι του Τόνι, αλλά είναι και η μητέρα του Τόνι (Γιώργος Καφετζόπουλος) και της Στέλλας (Ιφιγένεια Καραμήτρου). Δύο αδέλφια, εντελώς διαφορετικά, όπως όλα τα αδέλφια του κόσμου, που νοιάζονται όμως πολύ ο ένας την άλλη, όπως όλα τα αδέλφια του κόσμου. Ο Τόνι είναι άνθρωπος των γρήγορων αποφάσεων. Στα μάτια της Στέλλας, που είναι συχνά αναποφάσιστη, είναι στα όρια του κυνισμού. Δυο αδέλφια ασχολούνται με διαφορετικά πράγματα και αντιμετωπίζουν με διαφορετικό τρόπο τη ζωή και τα πράγματα. Όπως τη μητέρα τους, που βρίσκεται σε Μονάδα Φροντίδας και πάσχει από άνοια. Ο Τόνι δεν αντέχει να πηγαίνει συχνά να τη βλέπει, δεν μπορεί να αποδεχθεί την κατάστασή της. Η Στέλλα, πιο εξοικειωμένη και λόγω επαγγελματικής ιδιότητας με τις ασθένειες (είναι γιατρός) αντιμετωπίζει πιο ψύχραιμα αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση. Από την άλλη δεν μπορεί να χειριστεί, ως υπεύθυνη τμήματος, τους υφισταμένους της. Διστάζει να φερθεί αυστηρά, αδυνατεί να παίξει το ρόλο του επικεφαλής. Ο Τονι την επιπλήττει. Οι συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες. Όμως αυτές οι συγκρούσεις της Μάρτα Μπουτσάκα έχουν χιούμορ, αγάπη, τρυφερότητα, νοιάξιμο. Σαν τον χώρο που βρίσκονται, που είναι φωτεινός, ανάλαφρος, πολύχρωμος, με μερικά λουλούδια μόνο και δεκάδες πολύχρωμα post it κολλημένα στον τοίχο, που κάθε τόσο ξεκολλάνε, όπως και οι αναμνήσεις…
Και κάποια στιγμή έρχονται αντιμέτωποι με δύσκολες αποφάσεις: η Ρίτα, είναι υπέργηρη και άρρωστη. Ο γιατρός του προτείνει ευθανασία. Αλλά ο Τόνι όχι απλώς διστάζει, εξανίσταται. Η Στέλλα είναι σαφής και συμφωνεί με τη γνώμη του κτηνιάτρου. Όταν όμως ένας αντίστοιχος προβληματισμός μπαίνει για τη μητέρα τους, που βασανίζεται από την ασθένειά της, η Στέλλα δεν είναι διόλου αποφασιστική.
Θίγονται πολλά θέματα σ’ αυτό το έργο. Και περνούν σαν νερό, όπως η ζωή. Κι ας έχουν μεσολαβήσει δύσκολες στιγμές, δύσκολες αποφάσεις, τεράστια διλήμματα: η ασθένεια, ο θάνατος, η μνήμη, η λήθη. Αυτό είναι το προτέρημα αυτού του θεατρικού έργου. Το ότι αγγίζει τόσα πολλά θέματα, μ’ έναν καθημερινό τρόπο. Και η σκηνοθεσία της Ρηνιώς Κυριαζή περπάτησε παράλληλα με το ύφος του κειμένου, ανέδειξε τη χαρά και το χιούμορ, όπως και το δίλημμα, τη συγκίνηση, τη θλίψη, τη συνάντηση με το αναπόφευκτο. Και οι δύο ηθοποιοί, η Ιφιγένεια Καραμήτρου (λίγο πιο στέρεη στην ερμηνεία της) και ο Γιώργος Καφετζόπουλος, το υποστήριξαν με αντίστοιχες εναλλαγές ύφους και συναισθημάτων, δημιουργώντας μιαν ευτυχή συνάντηση μ’ ένα σύγχρονο έργο, που μιλάει για σύγχρονα θέματα με απλό, καθημερινό τρόπο, χωρίς να καταφεύγει ούτε μια στιγμή στην τοξικότητα, στην αχρείαστη ένταση και την υπερβολή.