«Τα κατασκευασμένα συμφέροντα»: όταν η Κομέντια ντελ Άρτε γίνεται φρέσκια. Κριτική της Όλγας Σελλά στον Αναγνώστη
Ίσως και οι σημερινοί Ισπανοί να μην καλοθυμούνται ότι το 1922 ένας συμπατριώτης τους δραματουργός, ο Χαθίντο Μπεναβέντε ι Μαρτίνεθ (1866-1954) τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας «για τον χαρούμενο τρόπο με τον οποίο συνέχισε τις λαμπρές παραδόσεις της ισπανικής δραματουργίας». Αυτή την περίοδο, πάντως, καλούμαστε να τον γνωρίσουμε, αφού ένα από τα 172 έργα που έγραψε, και ίσως το πιο δημοφιλές, παίζεται στο Θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου: «Τα κατασκευασμένα συμφέροντα – μια φάρσα γεμάτη ανδρείκελα», σε νέα, γάργαρη, μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ, σε σκηνοθεσία Γιάννη Καλαβριανού. Ένα έργο που παρουσιάστηκε στις 9 Δεκεμβρίου του 1907 στο θέατρο Λάρα της Μαδρίτης, πατώντας στους δρόμους και τα πρότυπα της Κομέντια ντελ’ Άρτε. Είχε εξαρχής τεράστια επιτυχία και δεν σταμάτησε να παίζεται στην Ισπανία, σε ισπανόφωνες χώρες και αλλού, ενώ έχει γίνει ταινία και τηλεταινία.
Πρόκειται για την ιστορία δύο απατεώνων, του Λεάνδρο και του Κρισπίν, που φτάνουν στη μεγάλη πλατεία μιας πολιτείας, αφού μόλις το έχουν σκάσει από μιαν άλλη πολιτεία, όπου τους κυνηγούσαν για χρέη και διάφορες απατεωνιές. Πόλη άλλαξαν, «πέτσα» όμως δεν άλλαξαν, κυρίως ο αδιόρθωτος Κρισπίν, που έχει μάθει μόνο να ξεγελάει, να παρανομεί, να εκβιάζει, να δημιουργεί ίντριγκες, επιδιώκοντας πάντα το κέρδος. Και σ’ αυτή τη νέα πόλη στήνουν ένα ολόκληρο παραμύθι, προσπαθώντας να ξεγελάσουν τους πάντες, δημιουργώντας κωμικοτραγικές καταστάσεις. Παρουσιάζονται ως ένας σπουδαίος άρχοντας και ο υπηρέτης του, κερδίζοντας διαπιστευτήρια για ακριβά καταλύματα, κάρτες εισόδου για επαύλεις αρχόντων, κ.λ.π. Και μέχρις ενός σημείου τα καταφέρνουν και τους ξεγελούν όλους. Μέχρις ότου, στην άοκνη προσπάθειά τους για κατεργαριά, κέρδος και καλοπέραση, υπεισέρχεται ένας αστάθμητος παράγοντας: ο έρωτας. Ο Λεάνδρο ερωτεύεται την κόρη του βασικού τους στόχου. Κι όλα μπερδεύονται ξανά…
Ο Γιάννης Καλαβριανός επέλεξε έξι γυναίκες ηθοποιούς να ερμηνεύσουν τους πολλούς ρόλους του έργου, αλλάζοντας επί σκηνής τα αξεσουάρ που παραπέμπουν σε κάθε ρόλο. Έξι γυναίκες ηθοποιοί που μεταμορφώνονται μπροστά μας στον ποιητή, τον πανδοχέα, τον κακότροπο και φιλοχρήματο άρχοντα, στη φιλάρεσκη κοσμική γυναίκα του, στην κόρη τους και καμιά δεκαριά χαρακτήρες και ρόλους ακόμα και φυσικά στον Λεονάρντο και τον Κρισπίν, τους δυο απατεώνες (συνολικά οι έξι γυναίκες ερμήνευσαν 16 ρόλους). Κι όλα αυτά με γοργό ρυθμό, τόσο γοργό όσο και το κείμενο του Μπεναβέντε, που κατορθώνει να καυτηριάσει μύριες όσες συμπεριφορές με κυρίαρχες την αμάθεια, την ημιμάθεια, την ευπιστία, την κουτοπονηριά, το συμφέρον, την υποταγή, τον καιροσκοπισμό. Ο Μπεναβέντε τα αφηγείται όλα αυτά με τον τρόπο της Κομέντια ντελ’ Άρτε, που πάει να πει, ανάλαφρα και χαριτωμένα. Κοφτερά όμως. Α, και με μουσική, πολλή μουσική, με κέφι και με μπρίο.
Μπαίνουμε σε μια παράσταση που από την αρχή καλούμαστε να την παρακολουθήσουμε σαν παιχνίδι. Καλούμαστε να πάρουμε μέρος σ’ αυτό το παιχνίδι, να αφεθούμε στις μεταμορφώσεις, στη φάρσα, στη μουσική. Είναι ο τρόπος που επιλέγει ο Γιάννης Καλαβριανός να προσεγγίσει σήμερα ένα πολύ παλιό είδος θεάτρου, που θίγει με ανάλαφρο τρόπο, πολύ σοβαρά θέματα. Και στην προκειμένη περίπτωση, απελπιστικά διαρκή και παρόντα. Γιατί είναι συμπεριφορές που ανιχνεύονται και στις μέρες μας, μπορεί απλώς να έχουν αλλάξει τα μέσα που χρησιμοποιούν οι σημερινοί Λεάνδροι και Κρισπίν, τα οποία συνοδεύονται από θράσος, αδιαφορία, επιδεικτικό νεοπλουτισμό, χρηματισμό, εκβιασμούς. Δεν είναι τυχαίος ο υπότιτλος της παράστασης –«μια φάρσα γεμάτη ανδρείκελα».
Ο τρόπος που επέλεξε να προσεγγίσει το έργο ο Γιάννης Καλαβριανός δεν θα είχε ευτυχήσει αν δεν υπήρχαν στη σκηνή αυτές οι έξι γυναίκες. Που γίνονταν από τη μια στιγμή στην άλλη, άνδρες ή γυναίκες, νέοι ή γέροι, τροβαδούροι, υπηρέτες, ποιητές ή δούκες. Δεν είναι εύκολο, αλλά το έκαναν να μοιάζει με εύκολο. Η Κατερίνα Πατσιάνη που επωμίστηκε τον ρόλο του Κρισπίν είχε μπει κυριολεκτικά μέσα στο ρυθμό της παράστασης και της μουσικής του Θοδωρή Οικονόμου, ακόμα και την ώρα που πήγαινε στην άκρη της σκηνής, για να φορέσει τα αξεσουάρ ενός άλλου ρόλου. Κι έδωσε μία απολαυστική όσο και στιβαρή ερμηνεία. Η Τζένη Διαγούπη έφερε το τρομερό της μπρίο στη σκηνή, ενώ η Μαρία Κοσκινά απέδειξε για μια ακόμη φορά, πόσο καλή κωμική ηθοποιός είναι. Η Μαρία Κωνσταντά και η Όλγα Σκιαδαρέση γοήτευσαν και για τις φωνητικές τους ικανότητες, ενώ η Λήδα Κουτσοδασκάλου έδειξε τις ηθικές αναστολές και τη μεταστροφή που μπορεί να προκαλέσει ο έρωτας, ακόμα και σε έναν απατεώνα. Μια παράσταση με πολλές ευχάριστες εκπλήξεις (από το κείμενο έως τις ερμηνείες) που επιβεβαίωσε ότι στον Γιάννη Καλαβριανό πάει πολύ το κωμικό θέατρο. Κάθε είδους. Μια παράσταση που κάνει φρέσκια και σύγχρονη την Κομέντια ντελ’ Άρτε.