Το έργο του γνωστού στο θέατρό μας από μια σειρά παλιότερων επιτυχιών Καταλανού συγγραφέα Ζουζέπ Μαρία Μιρό ταρακούνησε και το «Θησείο» με τη μορφή ενός μονολόγου για εφτά φωνές, την πρόσκληση μιας ξεχωριστής ρέουσας ερμηνείας από τον Αργύρη Ξάφη και την αίσθηση της περιδίνησης που έστησε η σκηνοθεσία της Ζωής Ξανθοπούλου γύρω από ένα έγκλημα που δεν είναι μόνο «αστυνομικό», όπως θα περιέγραφε πιθανόν ένα δελτίο Αστυνομίας, ούτε μόνο «κοινωνικό» ή πολιτικό, όπως θα νόμιζε ο συνειδητοποιημένος θεατής του. Κάτι άλλο νομίζω κρύβεται εδώ, μεγαλύτερο, βαθύτερο και ριζοσπαστικότερο… Κάτι που αφορά την αδυναμία όλων μας μαζί και του καθενός μας ξεχωριστά να αποδεχτούμε το διαφορετικό και να χαρούμε με την ιδιαιτερότητά του Άλλου, στερώντας από τον εαυτό μας το θαύμα, την ποίηση, τον Ιερό χαρακτήρα του.
Ενα δεκαεπτάχρονο παιδί, ο Αλμπέρ, βρίσκεται σκοτωμένο και κομματιασμένο σε ένα χωράφι έξω από κάποιο χωριό, με το κόκκινο μαγιό και τα αθλητικά παπούτσια ακόμα πάνω του, το δαχτυλίδι του στο χέρι και τη φωνή του να πλανάται φασματικά στον αέρα. Από αυτό το σημείο ξεκινά η αφήγηση του έργου. Μετά την τρυφερή ανάμνηση του νεκρού Αλμπέρ για τον -εξίσου διαφορετικό με εκείνον όσο ζούσε και παρόμοια απόβλητο- πατέρα του. Η φωνή του θα περάσει στη συνέχεια σε διάφορους μέχρι πρότινος κοινωνούς του σώματός του: από τους συγχωριανούς που θα ανακαλύψουν πρώτοι το πτώμα του στο χωράφι, στη μητέρα του μετά, στη δασκάλα του αλλά και ερωμένη του ύστερα… Μέχρι τελικά σε κάποιον φίλο του πατέρα του, ξυλουργό στο επάγγελμα (μα και ύποπτο, όπως αντιλαμβανόμαστε, για ένα σωρό ακατονόμαστες πράξεις στα παιδιά του χωριού). Για να βρει την τελική έξοδο στον «Ελισαίο», τον διεμφυλικό στενό φίλο τού Αλμπέρ και τον μόνο ίσως πραγματικό κοινωνό του σώματος και της Χάριτός του.
Γιατί ο Αλμπέρ δεν υπήρξε μόνο «διαφορετικός», εκδιδόμενος, παρενδυτικός, πανσεξουαλιστής ή ό,τι άλλο του αποδίδεται εκ των υστέρων και εξ αποστάσεως. Υπήρξε για όσους τον συνάντησαν ο φορέας μιας λησμονημένης, αν όχι και τσαλαπατημένης, Χάριτος… Ο εκπληκτικά «όμορφος» αυτός νέος -ο οραματικός δηλαδή στην όψη και την πλησμονή- παρέδωσε το θαυματουργό σημείο μιας προφητείας που η μοίρα χάρισε κάποτε σε ένα άθλιο και νοσηρό τόπο σαν αυτό το χωριό: τόπο ερωτικά άνυδρο, χαμένο στο ψέμα, την υποκρισία και την καταπίεση.
Γι’ αυτό ο Αλμπέρ θα ακολουθήσει όπως κι άλλοι πριν από αυτόν την πεπατημένη οδό που επιφυλάσσεται σε τέτοιες περιπτώσεις: του σύντομου βίου, του μαρτυρικού θανάτου, της σταύρωσης. Και, τέλος, της αναγέννησής του στη μνήμη και τη μαρτυρία, προκειμένου να εξιστορηθεί έτσι η ζωογόνα, μυστηριακή επίδρασή του σε όσους και όσες έτυχε να το γνωρίσουν από κοντά.
Αλλά ας μη γελιόμαστε… Μιλάμε για ένα θαύμα που μάλλον δεν θα βρει δικαίωση ή αναγνώριση, ούτε βέβαια πρόκειται να οδηγήσει κανέναν σε κάποιου είδους μυστηριακή «λατρεία». Οι συγχωριανοί του Αλμπέρ θα σπεύσουν, αντίθετα, να μολύνουν το σώμα του όσο ζει, θα το μαγαρίσουν και αφού χορτάσουν με αυτό -κλέβοντας ό,τι στην πραγματικότητα δωρίστηκε-, θα το απωθήσουν μετά στο υπόγειο όπου κρύβουν τα άλλα ένοχα μυστικά τους. Με αυτόν τον τρόπο το σώμα που βρέθηκε, θα χαθεί. Το παιδί που θα μπορούσε να χαρίσει ζωή θα δολοφονηθεί. Και το δώρο που δόθηκε ελεύθερα σε μια διασταύρωση θα βεβηλωθεί κάποτε ακρωτηριασμένο στα γύρω χωράφια.
Απομένει η τελευταία Φωνή απ’ όσες ακούμε. Που ανήκει στον Ελισαίο. Εκείνος, φορώντας τη ροζ περούκα του με τα στρας και κρατώντας στο χέρι το μικρόφωνο για κάποιο φτηνό drag show της επαρχίας, θα μιλήσει για Εκείνον, τον Αλμπέρ που χάθηκε και ξοδεύτηκε, μεταφέροντας αντ’ αυτού το δικό του μήνυμα χαράς, ελευθερίας, αγάπης και λύτρωσης. Από τους έσχατους λοιπόν θα έλθει, αν έλθει ποτέ, η Σωτηρία… Ή θα είναι εκείνοι που θα αναγγείλουν το μήνυμα της οριστικής μας καταδίκης.
Φτάνει λοιπόν στα αυτιά μου το έργο του «Θησείου» ως τελετουργία εξορκισμού και ως αλληγορία για το χαμένο Ευαγγέλιο μιας άλλης ζωής, ελεύθερης, χωρίς μίσος ή ενοχές. Επιστρέφω γι’ αυτό στην αφετηρία του Μιρό, στη Φωνή του Αλμπέρ. Γιατί δεν διακρίνω τώρα πουθενά κάποια καταγγελία της ανθρώπινης αδυναμίας ή έστω το όποιο παράπονο. Σε αυτόν ανήκει μόνο η κατάθεση της μιας στιγμής αθώας Αγάπης, το ένα τρυφερό άγγιγμα του πατέρα που αξίζει να διασωθεί στο τότε και στο τώρα, όταν το σώμα του Αλμπέρ έχει πια οριστικά ρημαχτεί.
Ακολουθώντας την ίδια Φωνή ο ρόλος του ερμηνευτή που θα αναλάβει να μιλήσει με αυτή τη χορωδιακή Φωνή στο έργο δεν είναι να «μιμηθεί», αλλά να παρουσιάσει τις άλλες Φωνές σαν αντίλαλους εκείνης. Να τις αφήσει να μιλήσουν με τη σειρά τους σε όλο το σκοτάδι και στο φως τους. Νομίζω πως ο Αργύρης Ξάφης συναισθάνθηκε ότι το βάρος της ερμηνείας του ξεπερνά εδώ το στενά «πολιτικό» πλαίσιο. Αφορά πλέον την αναγωγή του «πολιτικού» στην ουσία της ανθρώπινης ενσυναίσθησης. Γι’ αυτό η μετακίνησή του από το ένα πρόσωπο στο άλλο στη διάρκεια της παράστασης δεν ήταν εκείνου του ηθοποιού που «αλλάζει ρόλους», αλλά του αφηγητή που αγωνίζεται να εντοπίσει στο ένα πρόσωπο τα πολλά και στα πολλά να συνενώσει το Ενα.
Κι έτσι φτάνουμε ίσως στην απάντηση στο κεντρικό ερώτημα που, δεν το κρύβω, με απασχολεί από την αρχή. Ποιος στ’ αλήθεια είναι αυτός που μιλάει εδώ; Απαντώ τώρα: ο αφηγητής όσων ακούμε είναι ο ίδιος ο Αργύρης Ξάφης, ο αυτοπρόσωπος και αυτο-αφηγούμενος ηθοποιός.
Να που κάτι που ξεκινά ως ιστορία εγκλήματος και ως πολιτική καταγγελία για τη διαφθορά ενός χωριού, αγγίζει το βαθύτερο ρίγος μέσα μας. Ψάχνω να θυμηθώ πού αλλού να είδα κάτι παρόμοιο, πότε άλλοτε να συνάντησα την ετερότητα ως εμφάνιση του Ιερού σε έναν καθ’ όλα «ανίερο» τόπο. Φέρνω στον νου μου, ας πούμε, τον Σνίτσλερ και τον Τενεσί Ουίλιαμς… Ή σκέφτομαι ακόμη το «Dogville» (αν μη τι άλλο για την ίδια δραματουργική μονοκονδυλιά με αυτήν του Μιρό, που μας οδηγεί από το ένα στο επόμενό του). Μα ο νους μου επιστρέφει απρόσμενα κάπου αλλού. Σε ένα παλιό ελληνικό έργο, με ένα εξίσου περίεργο πλάσμα στο κέντρο, που μιλάει για την ίδια αδυναμία του «χωριού» και του κόσμου όλου να δεχτούν την Χάρι της διαφορετικότητάς του. Με οδηγεί στην «Τρισεύγενη» του Παλαμά… Ναι, τόσο διαφορετικά έργα κι αν θέλετε τόσο διαφορετικοί καιροί βρίσκουν κοινό υπέδαφος.
Θα αντιμετωπίζεται λοιπόν πάντα η εμφάνιση της Χάριτος με τον ίδιο τρόπο; Θα είμαστε πάντα καταδικασμένοι να πετάμε το θάμβος του θαύματος στη λάσπη της μισαλλοδοξίας και της αδυναμίας να αποδεχτούμε το διαφορετικό; Το κοινό γέμισε ασφυκτικά το θέατρο του Θησείου ασφαλώς γιατί εντόπισε εκεί κάποιο κρυμμένο και διαχρονικό ερώτημα. Μιλώντας για το χαμένο σώμα του άγνωστου Αλμπέρ, το έργο μάς προειδοποιεί για την επόμενη φορά που θα βρεθεί ανάμεσά μας.
Διαβάστε ολόκληρη την κριτική ΕΔΩ