Κριτική για το Βρέχει στη Βαρκελώνη από τον Νίκο Ξένιο στο bookpress.gr
Το έργο ποιητικού ρεαλισμού του Πάου Μιρό «Βρέχει στη Βαρκελώνη» ανεβάζει στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, στην καλύτερη ίσως σκηνοθετική του δουλειά των τελευταίων χρόνων. Η παραγωγή είναι του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, η μετάφραση είναι της ομάδας μετάφρασης καταλανικού θεάτρου Els de Paros, τα κοστούμια της Μαγδαληνής Αυγερινού, τα σκηνικά του Αντώνη Δαγκλίδη, οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη, η μουσική του Νίκου Κυπουργού και η επιμέλεια της κίνησης της Ξένιας Θεμελή.
Σκληρός σεξισμός, εκμετάλλευση της γυναίκας, παθητική αποδοχή του ρόλου της ιερόδουλης, εξαρτησιακές σχέσεις, αλλά και σπάνια ευαισθησία και υπόγειος ερωτισμός, όπως και διαρκής αναζήτηση της ποιητικότητας: αυτά είναι τα μοτίβα του εξαιρετικού αυτού έργου.
Αντικείμενο του σεξ
Η ιδέα μιας εργάτριας του σεξ που προτιμά τα βιβλία από τους πελάτες της είναι μια φεμινιστική ιδέα, που μετριάζεται από τον υψηλό βαθμό εξάρτησης της ηρωίδας από τον προαγωγό της. Είναι, εκτός από γνώρισμα ιδιοσυγκρασιακό μιας ευαίσθητης ύπαρξης, και ένας τρόπος να συστεγαστούν φράσεις αντλημένες από τα κιτάπια της κουλτούρας με τα θραύσματα της κάθε άλλο παρά ποιητικής ζωής στις πόλεις: κομμάτια από ποίηση, λίγο Ντάντε Αλιγκιέρι, λίγο Ρεμπώ και λίγο Νίτσε, μαζί μ’ ένα φτηνό αποσμητικό από πολυκατάστημα, μια πεταμένη ξανθιά περούκα και τα υπολείμματα από ένα χάμπουργκερ των Μακντόναλντς. Και, όλα αυτά, σπρωγμένα, στριμωγμένα κάτω από το κρεβάτι -το κυρίαρχο σκηνογραφικό στοιχείο της υπέροχης σκηνογραφικής πρότασης του Αντώνη Δαγκλίδη: το κρεβάτι κάτω από το οποίο λαμβάνει χώρα και ο βιασμός της Λάλι. Πίσω, τρία σκαλιά ανεβαίνουν προς την είσοδο, ενώ το υπόλοιπο του διαμερίσματος περιλαμβάνει ένα ψυγείο, μια καρέκλα και ένα παράθυρο/φεγγίτη υπογείου με φτηνή κουρτίνα, όπου προβάλλεται η κινούμενη εικόνα ενός δρόμου της συνοικίας Ραβάλ της Βαρκελώνης (η συνοικία Ραβάλ είναι πολύ κοντά στη Ράμπλα και συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά του υποκόσμου).
Είναι σαγηνευτική, είναι κυκλοθυμική και διαρκώς ανυπομονεί να κουλουριαστεί στο κρεβάτι και να διαβάσει λογοτεχνία.
Εκεί ζει η πόρνη Λάλι, μαζί με τον μαστροπό και σύντροφό της, που κρύβεται κάτω απ’το κρεβάτι και παρακολουθεί απαρατήρητος όσα συμβαίνουν με τους πελάτες. Η Λάλι είναι υπερευαίσθητη γιατί παντού συναντά «λυπημένους άντρες», αλλά και γιατί βάζει τα κλάματα μπροστά σε έναν πίνακα ζωγραφικής. Είναι σαγηνευτική, είναι κυκλοθυμική και διαρκώς ανυπομονεί να κουλουριαστεί στο κρεβάτι και να διαβάσει λογοτεχνία. Ο αισθησιασμός είναι κεντρικό γνώρισμα των εικόνων του Μιρό – όμως πρόκειται για έναν παρακμιακό αισθησιασμό, υδαρή σαν τη Βαρκελώνη το χειμώνα. Είναι o αισθησιασμός του ημιϋπογείου, της άθλιας πολυκατοικίας – που παραπέμπει σε μιαν ευρωπαϊκή εκδοχή του νατουραλισμού του Τενεσί Ουίλιαμς. Ένα άλλο κοινό στοιχείο με τον Τενεσί είναι ο τύπος γυναίκας που επιλέγει να σχεδιάσει: femme fatale, σαρκική, αλλά και βαθύτατα ανθρώπινη και ευσυγκίνητη.
Ανέχεια και κακογουστιά
Το έργο παραπέμπει στην κιτς ιδιοτυπία μιας ταινίας του Αλμοδόβαρ. Όμως, αυτή η κακογουστιά –ίδιον των κατώτερων εισοδηματικών τάξεων και του λούμπεν προλεταριάτου – συνυπάρχει με μια λεπταίσθητη αντίληψη της βαρύτητας της λογοτεχνίας, με κεραίες που συλλαμβάνουν τον ανθρώπινο πόνο, με ενσυναίσθηση. Η Δήμητρα Ματσούκα είναι εξαιρετική στον ρόλο της Λάλι: εμφανίζεται πότε ανθεκτική και πότε ευάλωτη, σε μιαν εναλλαγή απόλυτα γοητευτική και πειστική. Πρόκειται για έναν από τους καλύτερους ρόλους της, όπου της δίνεται η ευκαιρία να αναπτύξει τους καρπούς της σκηνικής της πείρας.
Η όλη πλοκή αποβλέπει στο να υπάρξει μια τελική εκεχειρία ανάμεσα στους τρεις, μια συνθήκη ερωτικού τριγώνου κάτω από τον ουρανό μιας βροχερής Βαρκελώνης.
Ο Ανδρέας Κοντόπουλος μπορεί να γίνεται ταυτόχρονα σέξυ και απεχθέστατος καθώς υποδύεται τον ρόλο του τεμπέλη, ακαμάτη νταβατζή, με αποκλίνουσα συμπεριφορά και με περιστασιακές εκρήξεις καταπιεσμένης επιθετικότητας. Ο Κώστας Καζανάς είναι εξαιρετικός στον ρόλο του πιστού πελάτη, που δεν κάνει σεξ με τη Λάλι, αλλά αρέσκεται στο να την παρακολουθεί και να την ταΐζει με θραύσματα υψηλής κουλτούρας. Η όλη πλοκή αποβλέπει στο να υπάρξει μια τελική εκεχειρία ανάμεσα στους τρεις, μια συνθήκη ερωτικού τριγώνου κάτω από τον ουρανό μιας βροχερής Βαρκελώνης. Στα πλαίσια αυτής της συνθήκης η Λάλι θα γίνει, για μιαν ακόμη φορά, αντικείμενο εκμετάλλευσης. Ο συγγραφέας το παρουσιάζει αυτό ως αναπότρεπτη συνέπεια της φτώχειας.
Όμως, κάπου υπάρχει η ποίηση
Η Λάλι θέλει να προσδιορίσει την πατρότητα των γνωμικών που αναγράφονται στα ασημόχαρτα από τα σοκολατάκια. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο πιο πιστός πελάτης της διευθύνει ένα βιβλιοπωλείο. και όταν, σε μια στιγμή αρκετά τολμηρή, τη χαϊδεύει ανάμεσα στα πόδια με ένα αντίγραφο του «Νησιού του Θησαυρού» του Ρόμπερτ Λιούις Στήβενσον, η Λάλι διεγείρεται πνευματικά. Όταν ανακαλύπτει την ύπαρξη τρίτου προσώπου στο ίδιο δωμάτιο, ο πελάτης ξεσπά σε έναν συνδυασμό φόβου απώλειας και ζήλιας. Όμως το ίδιο ακριβώς ξέσπασμα έχει και ο μαστροπός. Οι άντρες του έργου, παρά την έκτυπη χυδαιότητά τους, παραμένουν τρωτοί, και ως εκ τούτου ποιητικοί.
Ένας χαρακτηριστικός τσεχωφικός απόηχος, ο γλάρος, έρχεται να προσδώσει ζωϊκή ποιότητα και να κομίσει αέρα θαλασσινό στο περιβάλλον του θεατρικού έργου: είναι γνωστό πως ο συγγραφέας επιστρατεύει τα ζώα στα έργα του («Βούβαλοι», «Λιοντάρια», «Καμηλοπαρδάλεις» είναι η περίφημη «τριλογία των ζώων» του, μεταξύ 2008 και 2009).
Διαβάστε ολόκληρη την κριτική και δείτε φωτογραφίες από την παράσταση ΕΔΩ