Ένα χελιδόνι που δεν θα ξαναφέρει την άνοιξη… Κριτική για το Χελιδόνι του Γκιλιέμ Κλούα από τον Γιώργο Σαρηγιάννη στο Τέταρτο Κουδούνι
Εκείνη, η Αμέλια, είναι 60άρα. Καθηγήτρια τραγουδιού -διδάσκει προχωρημένους. Εκείνος, ο Ραμόν, είναι 35άρης, έχει σπουδάσει μετάφραση και διερμηνεία αλλά δουλεύει σε ξενοδοχείο -η οικονομική κρίση και στην Ισπανία δεν βοηθάει για κάτι καλύτερο… Την επισκέπτεται και της ζητάει να του κάνει μάθημα για να τον βοηθήσει να ετοιμάσει ένα τραγούδι -«Το χελιδόνι»- που θα τραγουδήσει σε μία τελετή στη μνήμη της μητέρας του η οποία έχει σκοτωθεί σε δυστύχημα. Δεν είναι καν ερασιτέχνης -η φωνή του, τα πνευμόνια του δεν τον βοηθούν. Η Αμέλια αρνείται να τον αναλάβει -δεν αναλαμβάνει άσχετους, που ξεκινούν από το μηδέν. Εκείνος επιμένει, την φιλοτιμεί. Αρχίζουν το πρώτο μάθημα. Στην κουβέντα τους υπεισέρχεται ο γιος της -ο Ντάνι. Έχει πεθάνει πρόσφατα. Έχει δολοφονηθεί πρόσφατα. Όταν ένας τρομοκράτης όρμησε σε ένα γκέι μπαρ όπου βρισκόταν, άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως και σκότωσε και τραυμάτισε δεκάδες άτομα που διασκέδαζαν εκεί. Η Αμέλια στην αρχή δεν θέλει να το κουβεντιάσει. Και ο Ραμόν εμφανίζεται να μην το ξέρει. Μολονότι της αποκαλύπτει ότι γνώριζε τον Ντάνι -έφηβοι, ήταν στο ίδιο σχολείο και μαζί στη χορωδία του σχολείου. Η Αμέλια -στην οποία ο Ντάνι είχε κρατήσει για πολλά χρόνια, σχεδόν μέχρι το τέλος, κρυφή την ομοφυλοφιλία του γιατί ένοιωθε ότι εκείνη δεν θα το αποδεχτεί- θα εκπλαγεί. Και οι εκπλήξεις που θα έχει να αντιμετωπίσει στη συνέχεια είναι αλλεπάλληλες. Ο Ραμόν της έχει πει πολλά ψέμματα. Για να την πλησιάσει. Τον Ντάνι δεν τον γνώριζε μόνο από το σχολείο… Και η τελετή στην οποία θα τραγουδήσει δεν είναι για τη μητέρα του -που ζει. Είναι για τον Ντάνι. Και έχει έρθει να της ζητήσει να πάει. Και για να της φέρει ένα γράμμα του. Για εκείνη. Που δεν πρόλαβε να της το στείλει. Η Αμέλια, βαθιά πληγωμένη από το θάνατο του γιου της, θα αντιμετωπίσει μία θύελλα, μία τρικυμία αποκαλύψεων. Στο τέλος, όμως, θα διαβάσουν μαζί το γράμμα. Και η τρικυμία θα κοπάσει. Και η θάλασσα -έστω μία θάλασσα από πληγές, μία «mar di sangue», μία «θάλασσα αίματος», κατά την άρια του «Ναμπούκο» του Βέρντι- θα γαληνέψει: η πικρή γαλήνη της αποδοχής και του αναπότρεπτου, του συμβιβασμού και της λύτρωσης. Ο Καταλανός Γκιλιέμ Κλούα έγραψε «Το χελιδόνι του» (2017) βαθύτατα επηρεασμένος από την επίθεση, με 50 νεκρούς, στις 12 Ιουνίου του 2016, σε γκέι μπαρ στις ΗΠΑ -στο Ορλάντο της Φλόριντα. Με την πρόθεση να καταγγείλει όχι απλώς το συγκεκριμένο γεγονός αλλά την ομοφοβική, επιφυλακτική αντιμετώπιση του γεγονότος από τον «πολύ κόσμο» και, γενικότερα, τις δυσκολίες, τους φόβους, την ντροπή πολλών -γονιών κυρίως- να αποδεχτούν την ομοφυλοφιλία των ανθρώπων τους, των παιδιών τους -στάση που τρέφεται, αιώνες τώρα, από τις ρίζες της κοινωνικής ομοφοβίας, οι οποίες, έστω και αν πολλές, σε αρκετές χώρες, έχουν, με αγώνες, κοπεί, είναι ακόμα πολύ βαθιές. Η θέση του Κλούα είναι καταγγελτική, αλλά όχι μόνο καταγγελτική. Αν ήταν μόνο καταγγελτική, το έργο του θα ήταν μία μπροσούρα. Και θα ήταν μπροσούρα, αν, απέναντι στον Ραμόν που επιτίθεται σκληρά και την κατηγορεί, δεν άφηνε την Αμέλια, πέρα από τις ενοχές με τις οποίες δικαίως τη φορτώνει, να εκφράσει, να αντιτάξει τα επιχειρήματα της, τις δικές της αλήθειες, γεννημένες και στερεωμένες από αιώνες προκαταλήψεων. Η Αμέλια φταίει αλλά όχι εκ προθέσεως -για μένα, αθώα εν πλήρει συγχύσει είναι. Πέραν των καλά ισορροπημένων θέσεών του και της ευφυίας του συγγραφέα, το έργο είναι πυκνογραμμένο -ένα μεγάλο μονόπρακτο-, με εξαίρετη αίσθηση της δραματικής οικονομίας -ο Κλούα προκαλεί με μέτρο διαρκείς ανατροπές, κάνει διαρκείς αποκαλύψεις, που σωρεύονται μέχρι να φτάσει το λυτρωτικό, αφοπλιστικό φινάλε-, με καλά διαγραμμένους τους δύο χαρακτήρες και με απόλυτα πειστικούς διαλόγους. Και, κυρίως, είναι γραμμένο με βαθιά συγκίνηση που την ενισχύει και καθόλου δεν την ξενερώνει η αίσθηση του χιούμορ. Η Ελένη Γκασούκα που υπογράφει τη σκηνοθεσία, μέσα από την άμεση, άψογη μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ, βρήκε τις ανάσες στο κείμενο του Κλούα και συντονίστηκε μαζί τους, ταυτίστηκε. Γι αυτό η παράστασή της έχει τους σωστούς ρυθμούς, τις σωστές επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις, τις σωστές παύσεις και, κυρίως, είναι άψογα ισορροπημένη: Ραμόν και Αμέλια ανταλλάσσουν τα επιχειρήματά τους πειστικά και το βάρος περνάει διαδοχικά από τον ένα στον άλλο ως αλλεπάλληλα σετ πινγκ πονγκ, που κάθε φορά αναδεικνύουν διαφορετικό νικητή, κι ας γνωρίζουμε εμείς οι θεατές ποιο είναι, σήμερα, το «πολιτικά ορθό». Επιπλέον η Ελένη Γκασούκα αφήνει τη συγκίνηση να αναβλύσει μέσα από το κείμενο, μέσα από τις ερμηνείες αλλά δεν την αφήνει να ξεχειλίσει και να το πνίξει καθώς δεν παραγνωρίζει και το χιούμορ του. Γι αυτό και είναι και πιο ουσιαστική, πιο βαθιά. Τα, καλά φωτισμένα από τον Λευτέρη Παυλόπουλο, σκηνικά της Μαίρης Τσαγκάρη και, περισσότερο, τα κοστούμια της εξυπηρετούν την παράσταση ενώ η μουσική του Θέμη Καραμουρατίδη και ειδικά το τραγούδι του «Το χελιδόνι», σε καίριους στίχους Γεράσιμου Ευαγγελάτου, μουσικά διδαγμένο από την Ιώβη Φραγκάτου, φορτίζουν την παράσταση- που παίζεται για τρίτη σεζόν- με την ευαισθησία που της ταιριάζει. Βέβαια, το παραστασιακό αποτέλεσμα πολλά οφείλει στους δύο ηθοποιούς της διανομής. Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου δίνει με λεπτότητα, εσωτερικότητα, χωρίς ευκολίες αλλά και με χιούμορ τον Ραμόν, με μεγάλη προσοχή -και από τη σκηνοθεσία- να μη βγάλει καρικατουρίστικα το γκέι στοιχείο. Η Σοφία Σεϊρλή, βαθιά πληγωμένη, αθώα εν συγχύσει Αμέλια η οποία, μέσα στον πραγματικό χρόνο της διάρκειας του έργου, βομβαρδίζεται, σε ρυθμό πολυβόλου, με σειρά ανατρεπτικών αποκαλύψεων που την αφήνουν εμβρόντητη, καταφέρνει, με συγκλονιστικό τρόπο, να πλέξει την αυστηρότητα με τη συγκίνηση, την τρυφερότητα με το θυμό, την άρνηση με την αποδοχή, την κρυψίνοια με την ομολογία, περνώντας με δεξιοτεχνία από το ένα συναίσθημα στο αντίθετό του και ανοίγοντας, σιγά-σιγά, την ψυχή της: κατά τη γνώμη μου, ο καλύτερος ρόλος της! Τη σκηνή όπου αφήνει να της πέσει η καρέκλα από τα χέρια θα τη θυμάμαι. Μία παράσταση που πρέπει να τη δείτε. Είναι καθηλωτική. Και λυτρωτική.
(Πρόγραμμα της παράστασης -προσεγμένη, καλόγουστη έκδοση της «Κάπα Εκδοτικής»- είναι το βιβλίο που περιλαμβάνει τη μετάφραση του κειμένου από την Μαρία Χατζηεμμανουήλ, μαζί με κάποια βασικά συμπληρωματικά κείμενα -θα σταθώ στο απολύτως περιεκτικό επίμετρο «…στον άλλο κόσμο…» της σκηνοθέτριας Ελένης Γκασούκα).