«Με τη μία» της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ
Δυο αγόρια γύρω στα δώδεκα. Δίπλα τους ένας σωρός από πέτρες, άλλες μεγαλύτερες, άλλες μικρότερες, και μια μπάλα. Κρατάνε και οι δυο από μια πέτρα στο χέρι.
– Αυτόν εκεί, αριστερά, τον ψηλό!
– Τον βλέπω. Με τις πόσες;
– Τι με τις πόσες, ρε; Με τη μία!
– Είναι μακριά, δε γίνεται με τη μία!
– Εγώ τον πετυχαίνω!
– Ε, ρίξε εσύ τότε!
– Σειρά σου είναι!
– Όχι, άμα τον πετυχαίνεις με τη μία, να ρίξεις εσύ! Για να δούμε! Και μετά ρίχνω εγώ δυο φορές! Μια στον χοντρό και μια σ’ εκείνο τον κοντό που είναι πιο πέρα!
– Σιγά το δύσκολο! Αυτοί κάθονται. Ο ψηλός περπατάει!
– Ναι, καλά τώρα! Ένα βήμα την ώρα κάνει!
– Τι θα γίνει; Θα ρίξεις;
– Όχι, ρίξε εσύ! Αφού τον πετυχαίνεις με τη μία! Έτσι δεν είπες; Ή το παίρνεις πίσω;
– Δεν το παίρνω πίσω. Εγώ ό,τι λέω το κάνω! Αλλά άμα τον πετύχω…
– Άμα τον πετύχεις, τι;
– Θα μου δώσεις την μπάλα σου.
– Γιατί;
– Για να μην πω ότι δεν έριξες. Ότι κωλώνεις! Ρίχνω εγώ αντί για σένα, κι άμα τον πετύχω…
– Δε θα τον πετύχεις!
– Θα τον πετύχω! Και χτες τον πέτυχα! Και προχτές, κι αντιπροχτές!
– Τον ίδιο;
– Τον ίδιο.
– Και τι έκανε;
– Ό,τι κάνουν όλοι τους άμα τους πετύχεις. Έβριζε στη γλώσσα του, έτρεχε να με πιάσει, αλλά πρόλαβα και την έκανα.
– Άμα σ’ έπιανε όμως…
– Δε μ’ έπιασε!
– Κι άμα σου ’ριχνε;
– Δε ρίχνουν στα παιδιά.
– Ο πατέρας μου λέει να μην ερχόμαστε εδώ. Είναι επικίνδυνο.
– Κι εσύ τα κάνεις πάνω σου γιατί σ’ το λέει ο μπαμπάς σου! Γι’ αυτό δεν ερχόσουνα μαζί μας; Γι’ αυτό δε ρίχνεις; Ε; Κότα! Κοτούλα!
– Σκάσε! Ο πατέρας μου ξέρει τι λέει.
– Κότα! Κότα! Κο κο κο κο κο!
– Σκάσε, σου λέω, δεν είμαι κότα!
– Άμα δεν είσαι, γιατί δε ρίχνεις;
– Γιατί δε γουστάρω! Γι’ αυτό!
– Δε γουστάρεις γιατί είσαι κότα! Όλοι ρίχνουμε! Και μετά τρέχουμε!
– Τρέχει όποιος προλάβει…
– Τρέχει όποιος μπορεί, όποιος δε χέζεται απ’ το φόβο του, σαν εσένα!
– Σκάσε!
– Χέστη! Χέστη!
– Δεν είμαι χέστης σου λέω, δεν είμαι! Να! Να! Να! (Παίρνει πολλές πέτρες και τις πετάει με δύναμη προς την ίδια κατεύθυνση.)
Ακούγεται κρότος πολυβόλου. Το παιδί που δεν έριξε τις πέτρες πέφτει κάτω. Το άλλο τρέχει και κρύβεται. Στη σκηνή δύο στρατιώτες. Ο ένας, βλέποντας το νεκρό παιδί, βάζει τις φωνές.
– Είναι παιδί, ρε μαλάκα! Γιατί έριξες; Γιατί έριξες; (Προσπαθεί να δει αν είναι ζωντανό το παιδί.)
– (Ψυχρά) Κάθε μέρα τα ίδια. Μας πετάνε πέτρες κάθε μέρα. Αυτά τα κωλόπαιδα πρέπει να μάθουν κάποτε πως υπάρχουν και όρια.
– Το σκότωσες! Ένα παιδί, καταλαβαίνεις; Ένα παιδί…
– Ας το σκεφτούν κι εκείνοι που τα στέλνουν. Είσαι καινούργιος, αγόρι μου… Μην κάνεις έτσι… Θα συνηθίσεις… Αυτά τα… παιδιά που λες, αν τ’ αφήσεις, μεγαλώνουν… Και τότε δε ρίχνουν μόνο πέτρες. Γι’ αυτό άλλαξε η διαταγή. Γιατί αν ζήσουν, μεγαλώνουν. Κατάλαβες; Θα μου πεις, δεν ήξεραν ότι θα ρίξουμε, αφού άλλαξε σήμερα η διαταγή. Ε, τι να γίνει, πάντοτε κάποιοι είναι τα πρώτα θύματα. Από σήμερα, θα ξέρουν. Άκουσε τον παλιό, αγόρι μου, αυτά τα θέματα έτσι λύνονται, μια και καλή. Πάρε τσιγάρο. Μια και καλή. Κατάλαβες; Με τη μία…
(Δημοσιεύθηκε στο diastixo.gr, 12 Ιουλίου 2012)