Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου ετοιμάζει «Χοιρινό νεφρό για την κατάθλιψη»
Συνέντευξη στη Διονυσία Μαρίνου και ΤΑ ΝΕΑ
Μια ιστορία που μπλέκει το συμβολισμό με ιστορικά γεγονότα και με τα πάθη που καίνε τις ψυχές των ανθρώπων, μέσα σε μια ατμόσφαιρα παραλόγου είναι η παράσταση «Χοιρινό νεφρό για την κατάθλιψη» που ανεβαίνει κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο θέατρο Μικρό Γκλόρια.
Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου με δύο δυνατούς ηθοποιούς, την Άννα Καλαϊτζίδου και τον Μιχάλη Συριόπουλο, ψαχνουν τις βαθιές αλήθειες των σχέσεων, των ψυχικών εξαρτήσεων και τα όρια της ανθρώπινης βούλησης.
Η πλοκή στήνεται γύρω από τον σύγχρονο, ανήσυχος και ταλαντούχο, μεξικάνο συγγραφέα Αλεχάνδρο Ρικάνιο, που προσφέρει χοιρινό νεφρό στους ήρωές του ως φάρμακο για την κατάθλιψη, αντίδοτο στην απόγνωση. Σ’ αυτήν την μαύρη κωμωδία, η Μαρί είναι απελπισμένα ερωτευμένη με τον Γκουστάβ, μια γυναίκα μόνη στον κόσμο, καταδικασμένη να δίνει νόημα στην ύπαρξή της μέσα απο εκείνον. Ο Γκουστάβ είναι ένας βασανισμένος συγγραφέας, ένας καταραμένος ποιητής, καταδικασμένος να ζει στη σκιά του Σάμιουελ Μπέκετ. Ο Μπέκετ, πανταχού παρών σ’ αυτό το έργο, γίνεται θεατρικό πρόσωπο, γίνεται εμμονή, ζει, ταξιδεύει και γράφει αλλά δεν έρχεται ποτέ.
Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση, τον Μπέκετ και τον έρωτα.
Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;
Πρόκειται για ένα κείμενο που είχα στο μυαλό μου να ανεβάσω τα τελευταία δύο χρόνια περίπου, από τις μεταφράσεις της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ. Ο τίτλος του έργου “Χοιρινό νεφρό για την Κατάθλιψη” μου κέντρισε το ενδιαφέρον και παρότι διάβασα αρχικά μόνο αποσπάσματα από το κείμενο, καθώς η μετάφραση του ήταν εν εξελίξει, αμέσως λάτρεψα την βασική του πλοκή. Ένας αποτυχημένος συγγραφέας στα 1939 γίνεται η σκιά του Σάμιουελ Μπέκετ και τον ακολουθεί παντού. Ένα είδος “στόκερ” όπως θα λέγαμε σήμερα. Μαθαίνουμε τα πάντα για τα ζωή του διάσημου νομπελίστα συγγραφέα, για τα ταξίδια του, την συμμετοχή του στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, τις κακουχίες της ζωής του, τους έρωτές του, μέσα από τα μάτια του Γκουστάβ. Ενός ασήμαντου καλλιτέχνη που είναι όμως ο ήρωας του έργου μας. Και φυσικά της Μαρί, που είναι η σκιά του Γκουστάβ.
Ο Μπέκετ πώς εμπνέει την παράστασή σας;
Κατά την διάρκεια του έργου ο Μπέκετ γράφει το “Περιμένοντας το Γκοντό”. Για την ακρίβεια η ιστορία ξεκινάει από την στιγμή που ο Γκουστάβ, έχοντας τρυπώσει κρυφά στο σπίτι του Σάμιουελ, ανακαλύπτει στο γραφείο του τις πρώτες του σημειώσεις για τον Γκοντό και τελειώνει 13 χρόνια αργότερα την ημέρα που το “Περιμένοντας τον Γκοντό” ανεβαίνει για πρώτη φορά στο θέατρο Babylon στο Παρίσι. Ο εξαιρετικός Μεξικανός συγγραφέας Αλεχάνδρο Ρικάνιο θέλει τον ήρωα του να προσθέτει κι εκείνος φράσεις και μικρά αποσπάσματα στο έργο του Μπέκετ χωρίς ο ίδιος να το καταλαβαίνει. Προσθέτει ακόμα και την λέξη “Περιμένοντας” στον τίτλο και όταν η Μαρί του λέει “Θα καταλάβει την διαφορά” εκείνος της απαντά “Θα του αρέσει τόσο που θα πάψει να ζητά εξηγήσεις”
Πώς εμπλέκεται ο συμβολισμός με ιστορικά γεγονότα αλλά και με τα πάθη επί σκηνής;
Το έργο φλερτάρει με τον ρεαλισμό και με το παράλογο. Τα ίδια τα πρόσωπα του έργου, ο Γκουστάβ και η Μαρί, αν και ζουν μια απλή και απόλυτα γήινη καθημερινότητα, είναι ταυτόχρονα δεμένοι ο ένας με τον άλλο χωρίς να το αντιλαμβάνονται. Δεμένοι όπως ο Βλαδίμηρος με τον Εστραγκόν ή όπως ο Πότζο με τον Λάκη. Στο ίδιο το έργο του Μπέκετ οι δύο βασικοί χαρακτήρες αναρωτιούνται αν είναι και εκείνοι είναι δεμένοι με τον Γκοντό. Τι σημαίνει όμως αυτό το δέσιμο; Πρόκειται για την συνύπαρξη; Ο Γκουστάβ και η Μαρί είναι πολλά πράγματα ο ένας για τον άλλο. Είναι εραστές ή όπως της λέει και ο Γκουστάβ: “Είσαι μια πουτάνα που έχω για παρηγοριά”. Η λέξη παρηγοριά άλλωστε είναι το αντίδοτο της κατάθλιψης. Η Μαρί είναι επίσης κατα κάποιο τρόπο η Μούσα του Γκουστάβ αλλά και υπηρέτρια του. Του τηγανίζει συχνά χοιρινό νεφρό, ένα έδεσμα κλεμμένο από τις σελίδες του Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις. Είναι επίσης τρελά ερωτευμένη μαζί του ενώ εκείνος έχει μάτια μόνο για τα δυσθεώρητα ύψη των σπουδαίων συγγραφέων, στις τάξεις των οποίων θα ήθελε να ανήκει. Τελικά μετά από ένα τρελό κυνήγι πίσω από τον Μπέκετ το έργο καταλήγει να ασχολείται με τα ίδια ζητήματα που υπάρχουν και στο “Περιμένοντας τον Γκοντό”. Το νόημα της ύπαρξης και η σημασία ενός τέλους.
Έχει ίχνη θεάτρου παραλόγου η θεατρική σύμβαση που στήνετε στην παράσταση;
Το έργο είναι ένα ταξίδι μέσα σε μια δεκαετία αλλά και στην Ευρώπη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Ταυτόχρονα όμως μοιάζει και με ένα παιχνίδι. Ένα παιχνίδι που μια γυναίκα και ένας άντρας παίζουν ένα απόγευμα στο σαλόνι του σπιτιού τους μετακινώντας τα έπιπλα, για να σπάσουν την μονοτονία του χρόνου. Η σχέση μεταξύ τους αλλάζει διαρκώς μέσα στο παιχνίδι. Πότε ο ένας είναι εξουσιαστής και ο άλλος εξουσιαζόμενος και πότε το αντίθετο. Πότε τους κινεί ο έρωτας, πότε ο φόβος, πότε ο φθόνος και πότε η οργή. Ο θάνατος μπορεί τελικά να είναι ένα κομμάτι του παιχνιδιού.
Ο έρωτας που τροφοδοτείται αποκλειστικά μέσα από τον άλλο και όχι από τα δικά σου συναισθήματα, είναι κατά τη γνώμη σας καταδικασμένος;
Η σχέση των δύο ηρώων είναι ίσως βαθύτερη από τον έρωτα. Είναι ίσως βαθύτερη και από την αγάπη. Είναι η συνύπαρξη μέσα στον χρόνο. Εκτός του έργου είναι σίγουρα τόσο δύσκολο να βρει κανείς έναν ισορροπημένο έρωτα. Ίσως όμως ο έρωτας να μην είναι ποτέ ισορροπημένος και ποτέ διαρκής. Ίσως αυτό να είναι που τον κάνει τόσο σημαντικό. Είναι κάποια στιγμή φευγαλέα, δύσκολο να οριστεί. Τώρα όσο για την λέξη καταδίκη ίσως και μην είναι και τόσο κακή. Καταδίκη για τον Γκουστάβ σημαίνει αναγνώριση.
Αυτά τα δύο πρόσωπα που φαινομενικά φαίνονται πολύ μακριά ο ένας από τον άλλον, πώς μπορούν να συγκλίνουν;
Τα δύο πρόσωπα η αλήθεια είναι πως δεν συγκλίνουν ποτέ. Αυτό είναι ίσως και το δράμα του να υπάρχεις με κάποιον άλλο. Δύο άνθρωποι ποτέ δεν είναι ένα. Απλώς κινούνται παράλληλα και ο καθένας ζει την δική του πλευρά της ιστορίας και τελικά πεθαίνει μόνος του. Κάποια στιγμή στο έργο η Μαρί ανακαλύπτει την σημασία μιας ατάκας του Εστραγκόν όταν τα δύο πρόσωπα στο έργο του Μπέκετ σκέφτονται να κρεμαστούν από μια ιτιά. “Γκογκό ελαφρύς κλαδί δεν σπάει, Γκογκό νεκρός. Ντιντί βαρύς, κλαδί σπάει. Ντιντί μόνος.”
Το “χοιρινό νεφρό για την κατάθλιψη”, πώς μπορεί να γίνει αντικαταθλιπτικό και για τους θεατές του θίγοντας το σήμερα;
Το έργο είναι μια γλυκόπικρη κωμωδία. Δύο πολύ δυνατοί ηθοποιοί η Άννα Καλαϊτζίδου και ο Μιχάλης Συριόπουλος ζωντανεύουν πάνω στην σκηνή μια ιστορία που μας δείχνει καθαρά την Ευρώπη του προηγούμενου αιώνα. Μια Ευρώπη που μοιάζει επικίνδυνα με την σημερινή. Η άνοδος του φασισμού, οι κατάρρευση των αξιών και των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Τα χρόνια πριν, κατά την διάρκεια και μετά τον πόλεμο. Όλα μέσα από το βλέμμα του Ρικάνιο δοσμένα με το ιδιαίτερο και καυστικό του χιούμορ. Γιατί όπως λέει και ένας παλαιότερος Γάλλος θεατρικός συγγραφέας “Ας θεραπεύσουμε τα ήθη με το γέλιο.”
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη τη συνέντευξη και ΕΔΩ