Τα μάτια, του Πάμπλο Μεσίες (Θέατρο του Ν. Κόσμου). Κριτική: Τσατσούλης Δημήτρης (Μέλος της Ελληνικής Ένωσης Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών)
- Δημοσιεύτηκε στις: 08/03/2019 στο: The greek play project
Μυστικισμός και ορθολογισμός, θαύματα και ρεαλισμός. Με αφορμή έναν εκ γενετής τυφλό που θα δει, ο εγκατεστημένος στη Μαδρίτη Αργεντινός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός Πάμπλο Μεσίες (Μπουένος Άιρες, 1974) κατασκευάζει μια ιστορία για το ψέμα και την αλήθεια, για την ομορφιά και την ασχήμια, για τη δύναμη του έρωτα της εξωτερικής εμφάνισης, της «επιδερμίδας». Σε ένα περιβάλλον μικρών σκηνών με τα πρόσωπα συχνά μονολογούντα, αφήνει να φανούν οι «αλήθειες» που δεν ομολογούνται.
Το βασικό ζευγάρι, ο τυφλός Πάμπλο και η ασχημούλα Νέλα είναι ερωτευμένοι. Αυτή είναι ο οδηγός του, η σύντροφός του, που του συμπαραστέκεται και τον αγαπά. Εκείνος, όμορφος δίχως να το ξέρει. Έως ότου εμφανιστεί στο χωριό που ζούνε μια οφθαλμίατρος, η Τσαμπούκα, που υπόσχεται στον Πάμπλο ότι υπάρχει θεραπεία εφόσον δεχτεί να τον εγχειρίσει. Η Νέλα τρομοκρατείται: αν δει, θα την δει και θα την εγκαταλείψει. Όταν αποτυγχάνει η παρέμβασή της στη γιατρό στην οποία ζητά να μην εγχειρίσει τον Πάμπλο, καταφεύγει στη μόνη της ελπίδα, στην Παναγία. «Γήινο μελόδραμα» υποτιτλοφορείται το έργο και πράγματι θυμίζει λαϊκό ρομάντζο ενός προδιαγεγραμμένου χωρισμού ενός ευτυχισμένου ζευγαριού.
Ωστόσο, ανάμεσα στα προαναφερθέντα πρόσωπα υπάρχει και η μητέρα της Νέλας, η ακατάτακτη Νατάλια: μια απογοητευμένη ερωτικά γυναίκα που χάρη στον έρωτά της μετακόμισε στην Ισπανία από την Αργεντινή και η οποία δεν διστάζει να λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Συναντώντας τον όμορφο Πάμπλο ξέρει εξ αρχής ότι η κόρη της δεν έχει ελπίδα να μείνει μαζί του. Ακόμη περισσότερο αν αυτός δει την ασχήμια της. Αλλά η Νατάλια δεν περιορίζεται σε αυτό: οι ατάκες της ή οι μονόλογοί της υπερβαίνουν τη φαινομενική της κατάσταση: όταν περιμένει στο αεροδρόμιο και ψάχνει για ένα βιβλίο ανάμεσα στις «αμερικανιές» που πωλούν σε αυτά τα μέρη, εκείνη ζητά τα «αποσπάσματα του ερωτικού λόγου» του Ρολάν Μπαρτ ενώ όταν αναχωρεί μόνη για νέους τόπους θα δηλώσει «Πάω στη Μόσχα. Το πήρα από ένα έργο. Βέβαια στο έργο δεν πήγαιναν. Μπορεί να πήγαν μετά. Μετά το έργο» μιλώντας έτσι μεταθεατρικά, μια μεταθεατρική ηρωίδα και η ίδια.
Ο Παντελής Δεντάκης σκηνοθετεί το έργο με σύντομες εναλλαγές σκηνών, παίζοντας με τις εναλλαγές φωτός και σκότους. Σε ένα σκηνικό της Γεωργίας Μπούρδα που ακολουθεί κατά βάση τις σκηνικές οδηγίες με το διάσπαρτο χώμα στο κέντρο της σκηνής (αλλά χωρίς καρέκλες ή κρεβάτι που προβλέπουν οι σκηνικές οδηγίες) να συνιστά τον τόπο του δράματος, εξελίσσονται όλες οι επιμέρους σκηνές.
Άλλωστε, η έννοια του τόπου, το χώμα, η πατρίδα είναι οι έννοιες που συνεχώς επανέρχονται στους διαλόγους για να δηλώσουν νοσταλγία αλλά και να αποδομηθούν ως καταγωγικοί προσδιορισμοί καθώς, όπως θα πει η Νατάλια, δεν είμαστε από πουθενά. Δεν υπάρχει άλλη πατρίδα, άλλο χώμα, από αυτό που πατάμε την κάθε στιγμή της ζωής. Διαρρηγνύοντας έτσι τα όρια, τα σύνορα, κάνοντας τα σύνορα «ελαστικά» μέσω της μετανάστευσης, μέσω της προσφυγιάς για οποιονδήποτε λόγο.
Το σκηνικό συμπληρώνει, σε μια γωνιά της σκηνής, ένα μεγάλο άγαλμα της Παναγίας, χρωματιστό, ολόφωτο, νοτιο-αμερικάνικης αισθητικής, σε αυτό που καταφεύγει κατά καιρούς για τις θερμές παρακλήσεις της η Νέλα.
Το κείμενο διατρέχει μια βαθιά ειρωνεία και η εξαίρετη μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ δίνει το αναγκαίο ερέθισμα τόσο στον σκηνοθέτη όσο και στους ηθοποιούς για να παίξουν μέσα από το μελόδραμα μια σουρρεαλιστική κωμωδία. Δεν είναι μόνο η Νατάλια με τις κραυγαλέες αλήθειες της που τον υπηρετεί αλλά ακόμη και η Τσαμπούκα η οφθαλμίατρος που από μια μαγική παρόρμηση έρχεται στο χωριό αυτό για να συναντήσει αυτόν που ονειρευόταν ότι θα βρει: έναν τυφλό για να γιατρέψει. Παράλογες σκηνές όπως εκείνη όπου εκλιπαρεί τον τυφλό Πάμπλο να μην τη χτυπήσει όταν τη συναντά έτοιμη να φύγει στον σταθμό καταλύουν την κάθε αληθοφάνεια της ιστορίας η οποία, τελικά, μοιάζει ως ο απλός, διαρκώς μετακινούμενος καμβάς για να μπορέσουν να ακουστούν οι «αλήθειες» της Νατάλιας. Στη μη αληθοφάνεια συμβάλλει και η απρόβλεπτη, ανά στιγμές, χαρακτηριστική κινησιολογία που δίδαξε η Σοφία Πάσχου. Υπέροχη, εναρμονισμένη με το έργο και ιδιαίτερα σημαίνουσα η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου που κυριαρχεί στην παράσταση όπως και οι χρωματισμοί που δίνει στους φωτισμούς ο Σάκης Μπιρμπίλης.
Μεγάλο ατού οι ηθοποιοί της παράστασης και η σε πλήρη αρμονία διδασκαλία τους από τον Παντελή Δεντάκη που έκανε τον λόγο τους να ακούγεται διαυγής παρά τις διαφορετικές αποχρώσεις του καθενός. Ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος απέδειξε ότι διαθέτει μια ωραία σκηνική παρουσία και θαυμάσια εκφορά λόγου ως ο τυφλός, τρυφερός και ευγενής Πάμπλο. Η Μαρία Μοσχούρηέδωσε μια αεικίνητη Νέλα, κάνοντας πιστευτή τόσο την ασχήμια της όσο και τον ανατρεπτικό μελοδραματισμό της μέσα στο φουστανάκι που σχεδίασε η Γεωργία Μπούρα της οποίας όλα τα κοστούμια ήταν ενδεικτικά των προσώπων. Η Άννα Καλαϊτζίδου εισβάλλει ως εκκεντρική κομψή παρουσία στη σκηνή στο ρόλο της οφθαλμιάτρου Τσαμπούκα για να προχωρήσει σύντομα στη δική της αποδόμηση με την απαράμιλλη κινησιολογία της και τις φωνητικές εναλλαγές της. Δεσπόζει, ωστόσο, η Ελένη Ουζουνίδου ως Νατάλια, κράμα λαϊκής πληθωρικής γυναίκας και λαϊκής φιλοσόφου με αστείρευτο μπρίο, αυτοσαρκασμό και δηλητηριώδη ειρωνεία για όλες τις κατεστημένες αλήθειες της ζωής. Τέσσερις ηθοποιοί που συνθέτουν απολαυστικές εικόνες σε μια φαινομενικά απλή αλλά αιρετική στην ουσία της παράσταση.
Οι φωτογραφίες είναι της Δομνίκης Μητροπούλου.
Μπορείτε να διαβάσετε την κριτική και ΕΔΩ