Ο Θανάσης Δήμου και ο Θάνος Τοκάκης μάς μιλούν… «Μισά-μισά»
Συνέντευξη στη Ναυτεμπορική και τον Γιώργο Κουλουβάρη
Το έργο των Καταλανών Τζόρντι Σάντσεθ και Πεπ Άντον Γκόμεθ «Μισά-μισά» ανεβαίνει στο θέατρο Γκλόρια Μικρό, σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα, με τον Θανάση Δήμου και τον Θάνο Τοκάκη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους [Ιπποκράτους 7, Αθήνα].
Γραμμένο το 2002, το έργο πρωτοανέβηκε στην Ισπανία το 2012, και έκτοτε έχει παιχτεί σ’ όλο τον κόσμο. Δυο αδέλφια, ο Χουάν γύρω στα 50, με μια γυναίκα κτητική, μια επιχείρηση που βουλιάζει και μια σύνταξη που όλο και ξεμακραίνει, κι ο Κάρλος, στα 42 -γιοι μιας μητέρας που την προσέχει ο Κάρλος, την κάνει μπάνιο, τη χτενίζει…, στα δύσκολα και οι δυο, με πολλά βιβλιάρια αλλά λίγες καταθέσεις κι ένα σπίτι που πρέπει να πουληθεί το γρηγορότερο, μια μακρά νύχτα γεμάτη ανομολόγητα μυστικά που βγαίνουν στο φως, διαπιστώνουν ότι η μητέρα τους –παρούσα στο έργο μόνο μέσα απ’ το κουδούνι που κάθε τόσο επιτακτικά χτυπάει απ’ το πλαϊνό δωμάτιο– μπορεί και πάλι να τη γλυτώσει. Τότε, αρχίζουν να σκέφτονται ιδέες για να τη «βοηθήσουν». Δηλαδή να τη σκοτώσουν.
Αλλά δεν είναι τόσο εύκολο να σκοτώσεις… Το φως της μέρας αρχίζει να προβάλλει, ο χρόνος τελειώνει, κανείς απ’ τους δυο τους δεν παίρνει την απόφαση να το κάνει αλλά μια μεγάλη έκπληξη τους περιμένει στο τέλος.
Οι δύο ερμηνευτές μίλησαν μαζί μας.
Σκέψεις, συναισθήματα από την επαφή σας με το έργο;
Θανάσης Δήμου: «Δύο ετεροθαλή αδέλφια της εποχής της κρίσης, ο Χουάν κι ο Κάρλος, περνάν μια νύχτα πάνω από την ετοιμοθάνατη, εδώ και δεκαπέντε χρόνια, μάνα τους. Το μερίδιο από την περιουσία της, το μερίδιο από την αγάπη της, οι δικές τους μίζερες και απελπισμένες ζωές, τα απωθημένα εναντίον της που τους ενώνουν, ξετυλίγονται σε μια βραδιά που καταλήγει στα άκρα. Όλα αυτά μέσα από τους φρενήρεις ρυθμούς της θαυμάσιας αυτής κωμωδίας, που μιλάει για πράγματα πολύ οικεία στην ελληνική κοινωνία. Μου αρέσει η κωμωδία, η άμεση επαφή με το κοινό, το μέτρημα του ρυθμού, η μουσική αναμέτρηση. Και το έργο μας είναι μια πολύ καλογραμμένη μαύρη κωμωδία-φάρσα. Επίσης, μου αρέσει η έννοια του ντουέτου. Το έργο είναι γραμμένο για δύο. Εγώ παίζω στο θέατρο για τη χαρά της ωραίας πάσας. Ελπίζω να πετύχουμε την ύψιστη συγκίνηση, που είναι το μεγάλο γέλιο που είναι στριμωγμένο κάπου μέσα μας».
Θάνος Τοκάκης: «Κάθε φορά που έρχομαι σε επαφή με μια καλή κωμωδία, είτε διαβάζοντας είτε βλέποντας, με πιάνει η ψυχή μου. Μου υπενθυμίζει κάθε φορά τον αβάσταχτο πόνο του κωμικού ηθοποιού. Ο κωμικός είναι καταδικασμένος, στην αιωνιότητα, να υποφέρει. Να υποφέρει ολομόναχος -το κοινό δεν συμπάσχει, δε συγκινείται, στην καλύτερη των περιπτώσεων να κουνήσει το κεφάλι με ένα πικρό χαμόγελο συγκατάθεσης. Ο κωμικός όχι μόνο ζει ένα τεράστιο δράμα, το διογκώνει μέσα του κάθε λεπτό, αφήνεται να τον τσακίζει, τρελαίνεται, και στο τέλος της ημέρας είναι ο μεγάλος χαμένος της βραδιάς. Κάθε φορά που βλέπω έναν κωμικό μου προκαλεί το ίδιο συναίσθημα: μια επαναλαμβανόμενη ματαιότητα, χωρίς την οποία δε θα μπορούσε να υπάρξει. Κι αυτό με συγκινεί βαθιά».
Διαβάστε όλη τη συνέντευξη ΕΔΩ