Τα μάτια: Ένα καταπληκτικό κείμενο για τους βλέποντες και τους μη βλέποντες. Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή στη theatromania.gr
Ένα κείμενο και μια σκηνοθεσία, που μιλούν για την απόλυτη αφοσίωση δύο ανθρώπων που είναι μαζί, όταν ο ένας βρίσκεται μέσα στον άλλο με τον χρόνο και το ευρύτερο περιβάλλον που τους πλαισιώνει να χάνονται. Αποτελώντας οι ίδιοι μια ενότητα αδιάσπαστη και φωτεινή από πληρότητα και ευτυχία. Έτσι είναι τα δυο παιδιά, ο Πάμπλο και η Νέλα.
Στην άκρη της σκηνής ένα άγαλμα της Παναγίας με φωτοστέφανο και μπροστά χώμα πάνω στο οποίο δρουν τα πρόσωπα του έργου.
Ο φωτισμός, εισάγει αριστοτεχνικά τους θεατές στην αίσθηση του σκοταδιού και της τυφλότητας, και κατ’ επέκταση σε όλες τις εκφάνσεις και σε όλα τα είδη της. Φυσική τυφλότητα, επιλεκτική τυφλότητα, τυφλότητα συναισθηματική, από φόβο, από δειλία, από παραίτηση, υπάρχουν ακόμα και αυτοί που αν και αναζητούν δειλά κι αμήχανα το δρόμο τους, νομίζουν ότι μπορούν να δώσουν το φως στους μη έχοντες.
«Με λένε Πάμπλο, είμαι τυφλός. Εγώ δε ξέρω τι είναι το σκοτάδι. Από την αρχή της ζωής μου ο κόσμος είναι αγγίγματα, μυρωδιές και σκέψεις. Δεν μπορείτε να καταλάβετε, γιατί όλες οι εικόνες είναι στο μυαλό μου». Ο κόσμος για εκείνον είναι δυνητικός.
Η Ναταλία, η μητέρα της Νέλας, δεν τα έχει πάει και τόσο καλά με τη ζωή της. Ακολούθησε κάποιον που ερωτεύτηκε, ανατρέποντας τη ζωή της από μια επαρχία του Μπουένος Άιρες, σύροντας σ’ αυτό μαζί της και τη Νέλα. Μένει κολλημένη σ’ αυτόν, ενώ εκείνος την έχει εγκαταλείψει. Δεν σκέφτεται ότι μπορεί να είναι αγενής με τον Πάμπλο όταν του λέει ότι από φόβο μήπως αυτή τυφλωθεί αφήνει πάντα ένα φωτάκι ανοιχτό στο δωμάτιο. Έχει γίνει σκληρή και τρομερά αγενής. Σε αυτόν που την εγκατέλειψε μιλά με τα χειρότερα λόγια: «Βρωμιάρη, όσο πόνο χρωστάς θα τον ξοφλήσεις με μένα!» Τον απειλεί και δεν είναι σε θέση να δει τις ευθύνες της και να απεμπλακεί. Από την άλλη χαίρεται όταν την αγγίζει ο Πάμπλο ή η κόρη της καθώς έχει πραγματικά απέραντη ανάγκη από τρυφερότητα στη ζωή της. Πρόκειται για μια γυναίκα τρομερά μόνη με ανασφάλειες που έχει μεταδώσει και στην κόρη της. Βρήκε τρόπο να φύγει από την επαρχία, όπου έμενε με τη μάνα της, αλλά στη συνέχεια δεν κατάφερε να σταθεί στα πόδια της. Δυστυχώς αυτό θα γίνει, όταν έρθει η τραγική ανατροπή, για να κινητοποιήσει τον μηχανισμό επιβίωσης.
Η Νέλα ντρέπεται για την μάνα της που επιπλέον είναι και άθεη. Βρίσκεται σε έναν μετεωρισμό και μόνο η ασφάλεια που της παρέχει η σχέση της με τον τυφλό Πάμπλο την καθησυχάζει. Ο Πάμπλο πάλι λέει ότι η δική του μάνα πέθανε όταν γεννήθηκε και είδε ότι ήταν ο γιος της τυφλός.
Μη έχοντας κανένα έρεισμα η Νέλα προσεύχεται στην Παναγία, της ζητά να μείνει πάντα τυφλός ο Πάμπλο για να μη δει την ασχήμια της και δεν την ενδιαφέρει αν γεννήσει τυφλά παιδιά, γιατί αυτή ξέρει τι να κάνει με τους τυφλούς.
Η γιατρός, η οφθαλμίατρος Τσαμπούκα Γκράντα, όνομα γνωστής περουβιανής τραγουδίστριας, το οποίο στην παράσταση για να δημιουργηθεί μια πιο οικεία αίσθηση στο ελληνικό κοινό έχει μεταφερθεί ως Σεζάρια Εβόρα, γνωρίζει το είδος της τυφλότητας του Πάμπλο και διατείνεται ότι μπορεί, αν και εκείνος θέλει, να τον θεραπεύσει. Διωγμένη και εκείνη από μια δυστυχισμένη ζωή έχει έρθει στην περιοχή του Πάμπλο και του ξεκαθαρίζει ότι το μόνο που έχει είναι αυτό το χώμα στη χούφτα της και τα μάτια του. Για εκείνη που το ψάχνει, το νόημα της ζωής είναι να βρούμε τις στιγμές χαράς και κάποιον να μας καταλαβαίνει.
Η παρουσία της δίνει ελπίδα στον Πάμπλο που δεν έχει δει ποτέ τα χρώματα ενώ ταράζει τη Νέλα, που νιώθει απειλούμενη από το ενδεχόμενο εκείνος να δει ότι είναι άσχημη και φτωχή, κάτι που την οδηγεί να διώχνει την οφθαλμίατρο με τη βία.
Η Σεζάρια προειδοποιεί τον Πάμπλο ότι όταν θα δει θα πονέσει και τον ενημερώνει ότι εκείνη χειρουργεί με «τραγούδια». Τον συγκινεί με την υπέροχη φωνή της, καθώς του τραγουδά. Μια καταπληκτική σκηνή με ωραία κίνηση και ευαισθησία.
Όσο βγαίνει ο επίδεσμος μετά την ιδιόμορφη εγχείρηση, η Νέλα παρακαλά την Παναγία, ή να την κάνει όμορφη ή να μην του δώσει το φως του.
Κανείς δε μπορεί να προβλέψει τις ανατροπές της ζωή του. Πρέπει ωστόσο να έχει τα μάτια ανοιχτά είτε είναι βλέπων, είτε όχι για να αξιολογήσει, να ξεπεράσει, να γιατρέψει τις ουλές , που όλα τα βιώματα αφήνουν, να προσαρμοστεί και να προχωρήσει.
Η σκηνοθεσία εμπνευσμένη από ένα δυναμικό κείμενο, δημιούργησε σκηνές με ένταση , όπως αυτή με το ζευγάρι Νέλα και Πάμπλο, ή η άλλη με τον Πάμπλο και τη γιατρό, η σκηνή της Ναταλίας με την κόρη της Νέλα, η Νέλα με τη γιατρό και βέβαια η τελική σκηνή, η οποία αποτελεί τέλος και αρχή μαζί.
Το φώς και το παιχνίδι με το σκοτάδι, δημιούργησαν την απαιτούμενη αίσθηση και μετά ακολούθησαν οι εξαιρετικές ερμηνείες.
Κορυφαία η Ελένη Ουζουνίδου, ερμηνεύει με σπάνια εκφραστική δεινότητα μια γυναίκα, που αναζητά το δρόμο της μέσα από ανατροπές, με οδηγό της τον έρωτα, που τη διαλύει όταν την προδίδει. Αντιδραστική, επιθετική, ανερμάτιστη, νευρική και ανυπόμονη, δέχεται την έκβαση των γεγονότων τελικά και αναζητά έναν νέο τόπο διαφορετικό για να φτιάξει μια νέα φωλιά και να κουρνιάσει.
Η ερμηνεία της Άννας Καλαϊτζίδου στο ρόλο της Σεζάρια φέρνει την ανατροπή για να εξελιχθεί η ζωή όλων, ακόμα και η δική της, καθώς δίνει ευτυχία σε έναν άνθρωπο και έτσι δικαιώνει τη φύση της. Όταν έρχεται αναζητώντας, έχει αυτό το ύφος του χαμένου, όμως μετά με το τραγούδι και την επιτυχία της επέμβασης, αποκτά την αυτοπεποίθηση, που αναζητούσε στην πορεία της. Εξαιρετική φωνή και ωραία παρουσία.
Το ζευγάρι Νέλα και Πάμπλο , η Μαρία Μοσχούρη και ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, έχουν μια τέλεια εσωτερική επικοινωνία, στηρίζει ο ένας τον άλλο, θα νόμιζε κάποιος ότι η Νέλα στηρίζει περισσότερο τον τυφλό Πάμπλο, όμως γίνεται το ακριβώς αντίθετο. Για εκείνη που ετεροπροσδιορίζεται , με ένα σαθρό πρότυπο μάνας, ο Πάμπλο αποτελεί τον άξονα ισορροπίας της.
Ο Πάμπλο, αξιοποιεί την ευκαιρία που του δίνεται για να δει τον κόσμο που 25 χρόνια είχε στερηθεί και μόνο με τη φαντασία του τον υπέθετε και αμέσως αφαιρεί τον ακρογωνιαίο εκείνο λίθο, η απώλεια του οποίου προκαλεί την κατάρρευση ολόκληρου του οικοδομήματος. Ωραίες νεανικές ερμηνείες των προσώπων του έργου, οι οποίες είναι βεβαρημένες με λάθη και πληγές των γονιών τους και με διάθεση να επιβιώσουν σε έναν σκληρό κόσμο, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι.
Οι ηθοποιοί βασίζονται στη ρέουσα μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ με έναν λόγο που καθηλώνει το θεατή, κι ο οποίος κομίζει και αναδεικνύει μεγάλες αλήθειες, μ’ έναν λόγο φρέσκο, που εκφράζει τις ανησυχίες των σύγχρονων ανθρώπων , που ψάχνουν τον δρόμο τους. Τον λόγο αυτόν ανέδειξε η σκηνοθεσία του Παντελή Δεντάκη, που διαμόρφωσε άκρως ενδιαφέροντα ζεύγη επί σκηνής (Νέλα- Πάμπλο, Νέλα – Ναταλία, Πάμπλο- Σεζάρια, Σεζάρια- Νέλα) δομώντας με μαεστρία την μεταξύ τους σχέση. Υπέροχος ο φωτισμός του Σάκη Μπιρμπίλη και η παθιασμένη, νοσταλγική, πονεμένη μουσική του Σταύρου Γασπαράτου.
Μια παράσταση ολοκληρωμένη με πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία, ένας έμμεσος καθρέφτης της μετακίνησης των πληθυσμών προς αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος.