Ο Θανάσης Δήμου μιλά στο deBόp για την παράσταση «Μισά-μισά»
Είναι ηθοποιός και σκιτσογράφος. Έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στην Καβάλα, αλλά τον κέρδισε η Αθήνα. Σπούδασε στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και το βαρέθηκε γι’ αυτό και πήγε στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Πολλά διαφορετικά στοιχεία συνθέτουν το βιογραφικό του Θανάση Δήμου. Αυτή την περίοδο τον συναντάμε στο θέατρο Μικρό Γκλόρια στην παράσταση «Μισά μισά», όπου μαζί με το Θάνο Τοκάκη, συνάδελφο με τον οποίο παίζει και στο «Να ντύσουμε τους γυμνούς» (σ.σ. Και οι δύο παραστάσεις τελούν υπό τη σκηνοθετική ματιά του Γιάννου Περλέγκα). Για αυτόν τον ήρωα μας μίλησε, αλλά και για τη σχέση των δύο αδελφών, αλλά και για την σχέση του ανθρώπου με τη ρίζα.
Στο έργο βλέπουμε δύο αδέρφια να προσπαθούν να αποκοπούν από ό,τι τους κρατά πίσω. Πόσο εύκολη είναι μια τέτοια απόφαση;
Με την πρώτη σας ερώτηση μπαίνετε στον πυρήνα του αγώνα που δίνει καθημερινά ο καθένας μας. Το να συνειδητοποιήσει κανείς τι τον κρατά πίσω είναι μεγάλο βήμα. Από κει και πέρα μέχρι να προχωρήσει κανείς παρακάτω είναι μεγάλη απόσταση. Αλλά τώρα μπαίνουμε στα βαθιά νερά της ανάλυσης της ανθρώπινης ψυχής, της ψυχολογίας της ψυχιατρικής κ,λπ. Υπάρχουν άνθρωποι που περνούν τη ζωή τους ανυποψίαστοι απέναντι σ’ αυτά που τους κρατούν πίσω. Άλλοι πάλι αλλού ψάχνουν κι αλλού είναι το πρόβλημα. Για να έρθουμε στους ήρωες του έργου μας νομίζω ότι δεν είναι συνειδητοί απέναντι σ’ αυτό που τους κρατά πίσω και γι’ αυτό είναι ήρωες κωμωδίας. Βέβαια το τραγικό υποβόσκει στο βάθος. Οι συγγραφείς μας έχουν σχεδιάσει με μεγάλη μαεστρία αυτή την αμφιθυμία, αυτή την παλινδρόμηση του Κάρλος και του Χουάν. Και βέβαια αποτυπώνουν σπαρταριστά αυτή τη σχέση μάνας – γιου, αυτόν τον ομφάλιο λώρο που δεν αποκόπτεται ποτέ σ’ εμάς τους μεσογειακούς και τις νοσηρές επιπτώσεις του. Αλλά προσοχή όλα αυτά μέσω του λυτρωτικού γέλιου.
Πώς μπορεί να εξηγηθεί η αγάπη σε κάποιον ή κάτι που σε πληγώνει;
Πάλι στην ψυχολογία θα με σύρετε. Όπου υπάρχει πόνος, θυμός, στενοχώρια, υπάρχει κι έρωτας, ηδονή, έλξη, δηλαδή πάθος. Δεν μας πονάει ό,τι μας είναι αδιάφορο. Έχετε παρατηρήσει ότι όλα μας τα ελληνικά λαϊκά τραγούδια βασίζονται στο δίπολο αγάπη-πόνος; Το θέμα είναι να βρίσκουμε την απόλαυση και στα ενδιάμεσα χρώματα και όχι μόνο στο κόκκινο και στο μαύρο.
Είναι η οικονομική κρίση και τα συνεπακόλουθα της η αιτία για την εκδήλωση μιας τέτοιας συμπεριφοράς; Ή είναι κάτι βαθύτερο;
Ένας σοφός φίλος μου, ο κριτικός λογοτεχνίας και συγγραφέας, Κώστας Καλημέρης, μου είχε πει λίγο μετά που ξέσπασε η κρίση, ότι αυτό που θα φέρει στην επιφάνεια πρώτο θα είναι τα υποσυνείδητα ένστικτα των ανθρώπων, τα πιο πρωτόγονα και ακατέργαστα. Άρα, αντί να οδηγηθούμε στο μαζί, στη συνεννόηση και τη συνεργασία, θα οδηγηθούμε στη σύγκρουση, στον ατομισμό, και στο σώζων εαυτόν σωθείτω. Αυτό καταγράφεται –επαναλαμβάνω με κωμικό τρόπο- και στο έργο μας και γι’ αυτό έχει απήχηση.
Αλήθεια ποια είναι η σχέση των δύο αδελφών όταν μονάχα ο ένας έχει επωμιστεί τη φροντίδα της μητέρας;
Τα παιδιά είναι παιδιά λέει η Φιλουμένα Μαρτουράνο του Εντουάρντο ντε Φιλίππο. Εμείς η γενιά των 40 νομίζω ότι συνολικά δυσκολευόμαστε να αποδεχτούμε τη φθορά των γονιών μας. Είμαστε θυμωμένοι που πρέπει εμείς να γίνουμε γονείς τους τώρα που αυτοί γερνάνε και έχουν την ανάγκη μας, όταν κι εμείς οι ίδιοι δυσκολευόμαστε να τα βγάλουμε πέρα για τους εαυτούς μας. Σε μια κοινωνία που έχει μυθοποιήσει την νεότητα και δεν συμφιλιώνεται με την έννοια της φθοράς και του θανάτου, όλοι είμαστε λίγο Κάρλος και λίγο Χουάν ταυτόχρονα, άλλος λίγο πιο πολύ το ένα και άλλος πιο πολύ το άλλο.
Στη διάρκεια αυτής της νύχτας πόσα πράγματα θα αλλάξουν και πόσα θα μείνουν ίδια;
Το έργο μέσω της υπερβολής που είναι το δημιουργικό στοιχείο της κωμωδίας οδηγεί τα πράγματα στα άκρα- ας μην αποκαλύψουμε ποια είναι αυτά- αλλά παρά τις αποκαλύψεις και την ακραία τροπή του τέλους νομίζω ότι τα πράγματα μένουν σε μία εκκρεμότητα. Κι ο θεατής παρόλα όσα είδε φεύγοντας καταλαβαίνει ότι οι Κάρλος και οι Χουάν αυτού του κόσμου μάλλον δεν αλλάζουν.
Το έργο θεωρείται κωμωδία, αν και μιλά για κάτι πολύ σκληρό. Μήπως τελικά η ίδια η ζωή είναι περισσότερο ιλαρή από όσο την αντιμετωπίζουμε;
Μόνο οι πολύ σοβαροί άνθρωποι το καταφέρνουν αυτό. Αυτοί που έχουν συνειδητοποιήσει ότι είναι ένας κόκκος άμμου μέσα στο χάος του σύμπαντος, μπορούν να είναι πιο ελαφρείς και να χαίρονται τη ζωή. Από την άλλη δε χρειαζόμαστε και αυτούς που την παίρνουν πολύ σοβαρά και γίνονται οι μεγάλοι επαναστάτες, προφήτες, ποιητές, επιστήμονες; Πάντα η μεγάλη κωμωδία μιλάει για τα σκληρότερα πράγματα. Γι’ αυτό μας λυτρώνει. Ο Έζρα Πάουντ έλεγε ότι το γέλιο είναι το τέλος όλων των πραγμάτων.
Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;
Θα ήθελα να παίζαμε για πολύ καιρό αυτό το θαυμάσιο έργο. Το καλοκαίρι θα συνεργαστώ με το Φεστιβάλ Αθηνών στο έργο «Himmelweg», του Juan Mayorga σε σκηνοθεσία Έλενας Καρακούλη με τους αγαπημένους συναδέλφους Νίκο Ψαρρά και Δημήτρη Παπανικολάου. Επίσης περιμένω με μεγάλη χαρά την έκδοση του καινούριου μου graphic novel, «Περικλής, ηγεμόνας της Τύρου», ελεύθερη διασκευή από το ομώνυμο έργο του Σαίξπηρ που θα κυκλοφορήσει τον Μάρτιο από τις εκδόσεις ΚΨΜ.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση θα βρείτε εδώ.