του Ζουζέπ Μαρία Μπενέτ ι Ζουρνέτ
Μετάφραση σε συνεργασία με τη μεταφραστική ομάδα Els de Paros (με έκτακτη συμμετοχή της Ειρήνης Καλλιγά και της Φιλιώς Ευθυμίου)
Το έργο του μεγάλου Καταλανού συγγραφέα, που παρουσιάστηκε σε παγκόσμια πρώτη σε θεατρικό αναλόγιο στην Αθήνα (Στούντιο Μαυρομιχάλη, 29 Μαρτίου 2010) στη διάρκεια διήμερου αφιερώματος στο καταλανικό θέατρο. (Σκηνοθεσία: Ελένη Γεωργοπούλου. Στους ρόλους των δύο γυναικών οι: Νίτα Παγώνη και Μαρία Τσιμά) Το έργο ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία στη Βαρκελώνη τον Απρίλιο-Μάιο του 2011 στο Teatre Lliure.
Στην Ελλάδα το έργο αυτό ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία το 2013-2014 και το 2014-2015 στο Θέατρο Ιλίσια-Βολανάκης, σε σκηνοθεσία Τάσου Ιορδανίδη, με τη Χρυσούλα Διαβάτη και τη Θάλεια Ματίκα.
Το 2018-2019 ανέβηκε επίσης με επιτυχία στο Θέατρο Μεταξουργείο σε σκηνοθεσία Ν. Μπράντιτς με την Άννα Βαγενά και τη Γιασεμί Κηλαηδόνη.
Μια ηλικιωμένη γυναίκα που έχει πάθος με τα κόμικς. Μια γυναίκα νεότερη, που τα παιδιά της ηλικιωμένης έχουν προσλάβει για να τη φροντίζει. Δυο κόσμοι που συναντιούνται, που συγκρούονται, που αγαπιούνται και τελικά παίρνουν μαζί τη μεγάλη απόφαση: αφού δεν μπορούν να έχουν τη ζωή που θέλουν, τουλάχιστον θα πάψουν να την εξευτελίζουν… Και χορεύουν μαζί, τον τελευταίο χορό.
Απόσπασμα του έργου
– Ξέρεις τι λέω εγώ; Δε σε χρειάζομαι. Κατάντησα άχρηστη, μου φαίνεται. Καλύτερα να πεθάνω.
– Πολλοί θέλουν να πεθάνουν.
-Είσαι ανάγωγη.
– Ναι.
– Όταν λέω πως θέλω να πεθάνω… Εσύ πρέπει να μου δίνεις κουράγιο κι όχι να μου λες πως έχω δίκιο, μόνο και μόνο για να το βουλώσω.
– Και να πηγαίνω για ψώνια, να συγυρίζω το σπίτι… να σας κάνω παρέα.
– Παρέα; Παρέα το λες εσύ αυτό; Στάσου. Το λάδι και το Ava στη κουζίνα. Α! Βλέπεις; Μου γλίστρησε.
– Αυτά τα μπουκάλια γλιστράνε.
– Τα χέρια μου γλιστράνε. Με παιδεύουν.
– Θα το πάω εγώ. Αφήστε το.
– Πάντα με πονάνε τα χέρια μου. Οι ρευματισμοί. Τα αρθριτικά μου.
– Άλλο οι ρευματισμοί κι άλλο τα αρθριτικά.
– Δεν θυμάμαι αν είναι ρευματισμοί ή αρθριτικά.
– Μάλλον ρευματισμοί θα είναι. Πρέπει να κάνετε υπομονή.
– Μίλα μου στον ενικό. Στον πληθυντικό μιλάνε στους γέρους. Όταν γίνω κι εγώ γριά…
– Δηλαδή ακόμα δεν είστε…
– Όχι βέβαια, δεν είμαι. Μέσα μου δεν είμαι. Κοίτα πώς κουνάω τον κώλο μου.
– Δεν ξέρετε αν είναι ρευματισμοί ή αρθριτικά. Σκεφτήκατε ποτέ να κάνετε εξέταση για αλτσχάιμερ;
– Τι λες τώρα; Τι λέει αυτή μωρέ; Ποια νομίζεις ότι είσαι; Εμένα δεν θα μου μιλάς έτσι! Στον ενικό, ναι, αλλά με σεβασμό!
– Για την υγεία σας το λέω, πρέπει να προσέχετε.
– Τι χαζή που είσαι!
– Δεν είναι τίποτα, μια εξέταση είναι.
– Πώς σου ’ρθε τώρα, χαζοβιόλα; Ε; Σ’ έστειλε η κόρη μου για να μου κάνεις τη ζωή δύσκολη, ε; Γι’ αυτό σ’ έστειλε;
– Δε νομίζω.
– Δε νομίζει. Και κοίτα πώς το λέει.
– Τι θέλετε να σας πω; Μπορεί και να έκανε λάθος η κόρη σας. Το έκανε όμως για καλό.
– Θα μου μιλάς στον ενικό ή θα σου μιλάω κι εγώ στον πληθυντικό;
– Μιλήστε μου όπως θέλετε.
– Σου είπε η κόρη μου πως έχω αλτσχάιμερ;
– Όχι βέβαια.
– Βλέπεις εσύ να τα χάνω, όταν μιλάω;
– Δε γνωριζόμαστε, δεν μπορώ να πω.
– Ευχαριστώ πολύ.
– Όλοι τα χάνουμε κάποια στιγμή, δε λέει τίποτα αυτό.
– Η κόρη μου τα ’χει χαμένα, που σου βάζει ιδέες.
– Δεν μου βάζει ιδέες η κόρη σας, εγώ το λέω. Συγγνώμη.
– Τι κάνεις εσύ εδώ;
– Ε;
– Τι κάνεις εδώ;
– Δεν ξέρετε τι κάνω;
– Όχι. Όχι, δεν ξέρω, δεν καταλαβαίνω. Και δεν καταλαβαίνω, όχι επειδή έχω αλτσχάιμερ, ίσα ίσα (…) Δε μιλάς, ε; Η κόρη μου είναι στριμμένη, αχώνευτη. Ο γιος μου είναι ευχάριστος, με κάνει και γελάω.
– Σας επισκέπτεται συχνά;
– Πάμε βόλτα, με πάει σινεμά.
– Πότε;
– Όποτε μπορεί.
– Εγώ νομίζω πως σας φροντίζει η κόρη σας. Εκείνη με βρήκε, εκείνη με πληρώνει, η κόρη σας.
– Μαζί σε πληρώνουν. Είσαι κι εσύ στριμμένη κι αχώνευτη σαν εκείνη.
– Μπορεί.
– Και δεν ξέρω τι δουλειά έχεις εδώ.
– Οι άντρες είναι καθίκια. Συγγνώμη.
– Αυτό είναι αλήθεια. Εγώ είμαι φεμινίστρια.
– Α, ναι;
– Όταν ήμουνα πιο νέα, πήγαινα στις διαδηλώσεις μ’ ένα πλακάτ κρεμασμένο στο λαιμό που έγραφε «κι εγώ έχω κάνει έκτρωση».
– Έχετε κάνει έκτρωση;
– Άκου τι λέει! Για ποια με πέρασες; Όχι βέβαια, δεν ήμουνα τζιβιτζιλού, πήγαινα όμως στις διαδηλώσεις μ’ ένα πανό που έγραφε «είμαστε κι εμείς ομοφυλόφιλοι». Το κάναμε για να μπούμε στο μάτι των συντηρητικών. Δεν έβαζα κώλο κάτω εγώ.
– Κι ο άντρας σας το ίδιο;
– Ο άντρας μου ήταν πάντα συντηρητικός. Από νέος ακόμα.
– Πόσων χρόνων είστε, αν επιτρέπεται;
– Μίλα μου στον ενικό, επιτέλους! Δε με πήραν δα και τα χρόνια… Είμαι οκτώ-εννιά χρόνια νεότερη απ’ όσο φαίνομαι.
– Εντάξει.
– Και τα ’χω τετρακόσια.
– Ναι.
– Εσύ τα’χεις;
– Μακάρι να ’ξερα.
– Βλέπω κάτι νέους σαν εσένα, καλά, εσύ δεν είσαι και πιτσιρίκα, τους κοιτάζω και λέω μέσα μου: βρε τους κακομοίρηδες.
– Σας είπε η κόρη σας πως είμαι κακομοίρα;
– Άμα εσένα δε σου είπε τίποτα για μένα, που δεν το πιστεύω, τότε ούτε κι εμένα μου είπε τίποτα για σένα. Και να το ξέρεις. Δεν θα τα πάμε καλά. Κατάλαβες; Δεν θα τα πάμε καθόλου καλά.