του Κάρλος Φερρέρα
Τρεις αδελφές ζουν μαζί στο παλιό σπίτι της οικογένειας. Είναι τρίδυμες και μοιάζουν σαν τρεις σταγόνες νερό. Απομονωμένες- η κάθε μία στον κόσμο της- αναπολούν, διεκδικούν, θυμώνουν, ονειρεύονται… μέσα από τρεις μονολόγους, περνώντας από την ευτυχία της φαντασίας στην απελπισία της πραγματικότητας και της μοναξιάς.
Η καθεμιά τους βιώνει διαφορετικά το σκοτεινό μυστικό της οικογένειας, που τις ενώνει σαν αόρατη αλυσίδα. Ένα οικογενειακό θρίλερ στο οποίο η τραγικότητα δίνει τη θέση της στο χιούμορ κι αντίστροφα.
Τι κρύβεται όμως πίσω από μια φαινομενικά συνηθισμένη ζωή;
Πού βρίσκεται η ουσία που διαπερνά σαν υπόγειο ρεύμα, αποκαλύπτει μια άλλη πραγματικότητα και τελικά αναδεικνύει ως πρωταρχική και ουσιώδη την εσωτερική διάσταση των πραγμάτων;
Μία ηθοποιός υποδύεται και τους τρεις ρόλους, σ’ έναν αφαιρετικό χώρο όπου ο χρόνος και ο τόπος μπερδεύονται και ταξιδεύουν από το πραγματικό στο φανταστικό και από το παρόν στο παρελθόν και το μέλλον.
Ο Κουβανός συγγραφέας Κάρλος Φερρέρα ενώνει με την «Αόρατη Αλυσίδα», όχι μόνο τις τρεις πρωταγωνίστριες του ομώνυμου έργου του, αλλά και όλες τις γυναίκες του κόσμου που ζουν μέσα σε μια οικογένεια που δε φαίνεται να διαφέρει και τόσο πολύ από τις άλλες…
Απόσπασμα του έργου
- Η μεγάλη.
(Φωνάζει) Δεν παίζει η τηλεόραση! Μ’ ακούτε; Χάλασε η τηλεόραση! Λυπάμαι, αλλά πρέπει να μου τη φτιάξετε, ακόμα κι αν δε σας μείνει φράγκο ούτε για φαΐ! Είμαι μεγαλύτερη και άρρωστη, ντροπή σας!
Ξέρουν πως δεν μπορώ χωρίς τηλεόραση, το ξέρουν! Αλλά χέστηκαν, τους αρέσει να με βλέπουν να υποφέρω. Εμ βέβαια, σκασίλα τους, αυτές ζουν στον κόσμο τους. Η μια με τα σίριαλ, σα ζόμπι, εκτός τόπου και χρόνου, νομίζει πως η ζωή είναι ένα ροζ συννεφάκι όπως στις σαπουνόπερες που ακούει. Και η άλλη… η ξεδιάντροπη… με τα… τέλος πάντων, για την άλλη, ας μη μιλήσω καλύτερα. (Παύση)
Μα, τι θα κάνω εγώ κλεισμένη σ’ ένα σπίτι χωρίς τις ταινίες μου, ολομόναχη; Αυτές δε με καταλαβαίνουν, λες και βγήκαν από άλλη κοιλιά.
Η μόνη μου διασκέδαση είναι το σινεμά, και αφού δεν μπορώ να βγω απ’ αυτό το σπίτι για να πάω σινεμά, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τηλεόραση.
(Φωνάζει ξανά) Με ακούτε; Πρέπει να φωνάξετε τον τεχνικό να φτιάξει την τηλεόραση! Εγώ ξέρω πως με ακούνε, αλλά κάνουν τις κουφές. Αν δε βάλω τις φωνές, θα μείνω χωρίς ταινίες. Μόνο τις ταινίες, γιατί οι μεσημεριανές εκπομπές με βγάζουν απ’ τα ρούχα μου, και οι ειδήσεις μού θυμίζουν πως εκεί έξω υπάρχουν μόνο το ποδόσφαιρο και οι πολιτικοί. (Παύση)
(Πιέζει το κεφάλι της και με τα δύο χέρια σα να συγκρατεί έναν έντονο πόνο)
Νάτο πάλι αυτό το πράγμα… (βρέχει με νερό μέτωπό της για ν’ ανακουφιστεί απ’ τον πόνο) Δεν ξέρω πότε θα τελειώσει αυτό το μαρτύριο, εγώ πάντως χρειάζομαι την τηλεόραση, χρειάζομαι την τηλεόραση. Χωρίς τις ταινίες μου είμαι χάλια, όπως η Μπέτι Ντέιβις στο “Μυστικό της Σάρλοτ”. (Παύση)
Αυτό είμαι, ένα πτώμα. Μια νεκρή σ’ ένα σώμα που αναπνέει.
Αυτές όμως είναι διαφορετικές από μένα. Ποιος να το ’λεγε ότι έχουμε πέντε λεπτά διαφορά η καθεμία; Μ’ αρέσει που λένε πως τα παιδιά πολύδυμου τοκετού μοιάζουν στον χαρακτήρα. Ε λοιπόν, εμείς στο μόνο που μοιάζουμε είναι στη φωτογραφία της ταυτότητας, που συν τοις άλλοις, τη βγάλαμε και την ίδια μέρα. Ο φωτογράφος, που βιαζόταν, είπε: “Καλά, θα με τρελάνετε; Είστε ολόιδιες! Θα βγάλω τη μία και θα κάνω δύο αντίγραφα για τις άλλες”. Εγώ όμως ήθελα τη δικιά μου, γιατί δε θέλω να με μπερδεύουν, όπως στο “Η Εύα δίχως πέπλο”. Εγώ είμαι εγώ κι αυτές είναι αυτές. Ας κόψουν τον σβέρκο τους. Κι όσο παράξενο κι αν ακούγεται, αυτά τα λεπτά που μας χωρίζουν, στην πραγματικότητα είναι αιώνες.
Του μπαμπά, να ’ναι καλά εκεί που είναι, ούτε εκείνου τού μοιάζουν καθόλου… Θεέ μου συγχώρα με. Ο μπαμπάς… αν τα ζούσε όλα αυτά, θα πέθαινε ξανά, ο καημενούλης, που θα μ’ έβλεπε να υποφέρω.
Γιατί υποφέρω. Υποφέρω σαν την Μπέτι Ντέιβις στο “Ξέσπασμα μιας ψυχής”. Αν και η μάνα σ’ εκείνη την ταινία ήταν πραγματικό τέρας. Εγώ νομίζω πως μοιάζω με την Μπέτι Ντέιβις. Όχι εξωτερικά γιατί ήταν άσχημη, αλλά στα βάσανα, γιατί η κακομοίρα, βασανίστηκε πολύ. Κανένας σχεδόν δεν ξέρει πως έμεινε κάποτε χωρίς δουλειά. Ναι, η Μπέτι Ντέιβις άνεργη, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται. Κι έβαλε αγγελία στη New York Herald: ΩΡΙΜΗ ΗΘΟΠΟΙΟΣ, ΚΑΡΑΤΕΡΙΣΤΑ, ΜΕ ΔΥΟ ΟΣΚΑΡ, ΖΗΤΕΙ ΕΡΓΑΣΙΑ. Φοβερό, ε! Η καλύτερη ηθοποιός στην ιστορία του κινηματογράφου!
Οι αδελφές μου όμως, ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν για την Μπέτι Ντέιβις και το σινεμά, αν και εγώ τις έπαιρνα μαζί μου σε όλες τις προβολές, στην αίθουσα τού χωριού. Οι ανησυχίες τους, βλέπετε, δεν είχαν ποτέ καμία σχέση με την έβδομη τέχνη. (Παύση και αλλαγή ύφους).
Όταν ήμασταν μικρές, όπως όλες τις τρίδυμες, μας έντυναν με τα ίδια ρούχα, αλλά στο τέλος εγώ, τους έδινα τον φιόγκο μου ή την κάλτσα μου, γιατί είχαν χάσει τα δικά τους.
Πάντα εγώ έβγαινα χαμένη, ο μπαμπάς όμως με παρηγορούσε: “Είσαι η μεγαλύτερη, πρέπει να φροντίζεις τις αδελφές σου: εκείνες θα σ’ αγαπάνε πολύ κι εσύ θα γίνεις καλύτερος άνθρωπος”. Ο καημένος ο μπαμπάς, αν ήξερε τι κέρδισα εγώ απ’ τις αδελφές μου τόσα χρόνια…! Δεν καταλαβαίνω γιατί πέφτω απ’ τα σύννεφα τώρα, αφού από μικρές τις ήξερα τι αρπακτικά ήταν. Κακές, στρίγγλες. Η καρδιά τους είναι πιο σκληρή κι απ’ του Άντονι Χόπκινς στη “Σιωπή των Αμνών”. Της μιας απ’ τη ζήλια, της άλλης απ’ την απονιά.
Εγώ, σαν μεγαλύτερη, ήμουν πάντα πιο ώριμη, πιο υπεύθυνη. Πάντα τις προστάτευα και τις βοηθούσα. Και ποιο ήταν το ευχαριστώ; Να με θάψουν ζωντανή. Τι να κάνουμε; Εγώ έτσι είμαι πλασμένη, για το καλό.
Εκείνες όμως, ζουν στον κόσμο τους, κάνουν πάντα του κεφαλιού τους, πάντα πρόθυμες να μου πάνε κόντρα, να μην αναλαμβάνουν τις υποχρεώσεις τους και να έχουν μόνο απαιτήσεις. Πάντα απαιτήσεις! Η μια δε σταματάει ποτέ να κλαίγεται που είναι η μεσαία: το κορίτσι που κανείς δε θυμάται· η γεροντοκόρη που δε γνώρισε ποτέ αρσενικό, γιατί το σεξ δε φτιάχτηκε για ’κείνη· φαντάζεται τους άντρες μόνο μέσα στον ειδυλλιακό της κόσμο, όπως στις σαπουνόπερες που ακούει και στα βιβλία που διαβάζει και ξαναδιαβάζει. Βλέπει τη ζωή σαν να ήταν σινεμά και περιμένει τον Δον Ζουάν να βγει απ’ την οθόνη για να την παντρευτεί. Όπως η Μία Φάροου στο «Πορφυρό ρόδο του Καΐρου». Ηλίθια.