του Πάμπλο Μεσίες
Κωμικοτραγωδία πίστης, βασισμένη στο έργο του Δανού Κάι Μουνκ Ο λόγος(Ordet)[1]
[1] Το 1955 έγινε ταινία από τον Καρλ Ντράγιερ με τον ίδιο τίτλο.
Έξι πρόσωπα, τέσσερις γυναίκες και δύο άντρες, ο ένας άντρας πρέπει να είναι (ή να φαίνεται) μικρότερος σε ηλικία από τις τρεις γυναίκες που υποδύονται τις αδελφές του.
Ο συγγραφέας για το έργο του
Στα πρακτικά της δίκης της Ιωάννας της Λωραίνης, όταν τη ρωτούν πώς ήξερε ότι ήταν η φωνή του Αρχάγγελου Μιχαήλ αυτή που άκουγε, απαντά:
«– Γιατί είχε φωνή αγγέλου.
– Πώς ξέρετε ότι ήταν φωνή αγγέλου;
– Γιατί ήθελα να το πιστέψω.»
Από τότε που διάβασα αυτήν την τελευταία φράση, με συνοδεύει σαν ένας πιθανός ορισμός του θεάτρου και του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η πίστη. Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στη βούληση και την πίστη; Τι είναι αυτό που κάνει κάτι να είναι αληθοφανές; Τι ρόλο κατέχει η επιθυμία να πιστέψεις, στην υποβολή;
Αυτή τη φορά τα υλικά που θα χρησιμοποιήσουμε ως αφετηρία για τη δική μας μυθοπλασία θα είναι το «Ordet» («Ο λόγος») του Κάι Μουνκ και η κινηματογραφική του εκδοχή από τον Καρλ Ντράγιερ.
Όπως και στο «Ordet», θα υπάρξει θάνατος και ανάσταση. Και πάνω απ’ όλα, η επιθυμία να παίξουμε με την αντίληψη του θεατή έτσι ώστε η ίδια η παράσταση να είναι μια δοκιμασία της πίστης του.
Πολλές φορές έχει ειπωθεί ότι το θέατρο είναι ψέμα.
Εμείς θα προσπαθήσουμε να πούμε κάτι άλλο.
Πάμπλο Μεσίες
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
ΧΟΥΑΝ
Τώρα ακούγεται το δρεπάνι.
Δεν έχει φύγει ακόμα.
Στο δωμάτιο είναι.
Δεν τον ακούτε;
ΑΜΠΑΡΟ
Ο γιατρός είναι στο δωμάτιο.
Η Κλάουδια ξεκουράζεται.
Δεν υπάρχει κανένας άλλος.
ΧΟΥΑΝ
Εκεί είναι ακόμα.
(Στην ΑΜΠΑΡΟ) Αλλά εσύ, μη φοβάσαι.
Επιστρέφει ο ΓΙΑΤΡΟΣ κατάχλωμος και λαχανιασμένος.
ΓΙΑΤΡΟΣ
Δεν ξέρω τι έγινε.
Δεν μπόρεσα να το προβλέψω.
Δεν ξέρω.
Λυπάμαι.
ΑΜΠΑΡΟ
Όχι, όχι, όχι… (Βγαίνει και ενώ είναι απέξω φωνάζει και κλαίει. Η ΠΑΣ πηγαίνει να τη βρει και τη φέρνει)
ΧΟΥΑΝ
Δεν πέθανε. Κοιμάται.
ΠΑΣ
Όχι. Φτάνει. Φτάνει σε παρακαλώ.
ΧΟΥΑΝ
Δεν πέθανε. Ο θάνατος είναι επινόηση.
ΑΜΠΑΡΟ
(στον ΧΟΥΑΝ) Μου κάνεις πολύ κακό.
Δεν το βλέπεις. Δεν με βλέπεις.
Φύγε σε παρακαλώ.
Φύγε μακριά.
Ώσπου να περάσει.
ΧΟΥΑΝ
Δεν πέθανε.
Ο θάνατος είναι μια επινόηση δική μας
γιατί πιστεύουμε ότι είμαστε το κέντρο του σύμπαντος.
Όλα αλλάζουν. Τίποτα δεν πεθαίνει.
Και το σύμπαν δεν έχει κέντρο.
2.
ΓΙΑΤΡΟΣ
Γιατί είμαστε εδώ.
Πόσα πράγματα συμβαίνουν τώρα
Στο μυαλό του καθενός μας;
Πόσα πράγματα.
Είμαστε εδώ; Είμαστε μαζί;
Γεια, με λένε Σέρχιο.
Είμαι 41 χρόνων.
Εσένα πώς σε λένε;
Και τι θα πει αυτό;
Τι θα πει ηλικία σου ή τ’ όνομά σου;
Όλα θέλουν να πουν κάτι;
Όλα θέλουν να μιλήσουν;
Ή το τελείως αντίθετο.
Είμαστε εδώ.
Ναι, είμαστε εδώ.
(Στον θίασο που ετοιμάζει έναν χώρο για τον νεκροθάλαμο, ολόιδιο με εκείνον που μπορούμε να δούμε στην τελευταία σκηνή της ταινίας Ordet (Ο λόγος) του Καρλ Ντράγιερ, φέρνοντας μέσα στη σκηνή ένα φέρετρο, καρέκλες και κηροπήγια)
Τι ρωτάμε συνέχεια ρε γαμώτο, αν είμαστε εδώ.
Γιατί λέμε συνέχεια ότι είμαστε εδώ;
Φυσικά και είμαστε εδώ,
πού αλλού θα ήμασταν
πάει αρκετή ώρα που είμαστε εδώ.
Κι όσο περισσότερο λέμε ότι είμαστε εδώ
τόσο λιγότερο είμαστε εδώ.
Για να δούμε λοιπόν μπας και τελειώσουμε με το «είμαστε εδώ»
αφού είμαστε εδώ
φυσικά και είμαστε εδώ
ώσπου να μην είμαστε πια.
Μια μέρα ξαφνικά
δεν είμαστε πια
γιατί μια μέρα πεθαίνουμε.
(Στον ΧΟΥΑΝ)
Κι αυτό δεν είναι επινόηση, Χουάν, απλώς συμβαίνει.
ΧΟΥΑΝ
Εγώ δεν είμαι εδώ.
ΓΙΑΤΡΟΣ
Εγώ το ξέρω καλά.
Μου έχουν πεθάνει αρκετοί.
Σήμερα μου πέθαναν δύο.
Ο θάνατος υπάρχει
και μυρίζει.
Και κάθε στιγμή που περνάει
είμαστε πιο κοντά
σε εκείνη τη μέρα
που πεθαίνουμε.
Πράγματι
αυτή τη στιγμή
είμαστε πιο κοντά στον θάνατο
από την ώρα
που άρχισε η παράσταση.
40 λεπτά πιο κοντά.
Το θέμα είναι ότι
πεθαίνεις
και σε βάζουν σε ένα κουτάκι.
Κι εσύ μένεις ησυχούλης
παγωμένος, άκαμπτος, νεκρός,
νεκρούλης.
Και σε βάζουν πίσω από ένα τζάμι.
Σαν να σε βάζουν σε βιτρίνα.
Ένα θεατράκι με την αυλαία του και με όλα
κι ο κόσμος που είναι ακόμα εκεί
σε κοιτάζει και σε χαιρετάει
από την άλλη μεριά του τζαμιού
και μπορεί να κλαίνε
και φαίνεται ότι κλαίνε για σένα
και μπορεί να κλαίνε για σένα,
αλλά κλαίνε και γι’ αυτούς.
Γιατί δεν θα σε ξαναδούν πια
γιατί θα τους λείψεις
και κυρίως γιατί
τους τρομάζει να βλέπουν
το τέλος της ταινίας.
Όταν στην πραγματικότητα
τα ξέρουμε ήδη όλα
μας τα έχουν πει ήδη όλα.
Έχουν γίνει όλα μας τα ‘χουν πει όλα
τα έχουν γράψει όλα
κι έστω κι αν μας το λένε ξανά
έστω κι αν μας το φωνάζουν ξανά
το ξεχνάμε.
Σε κάποιο μέρος της όμως
η λήθη ξέρει και θυμάται
πως είναι όλα ταυτόχρονα
όλα μαζί
όλα εδώ
όλα τώρα.
Δεν υπάρχει ούτε έκπληξη
ούτε ανατροπή στην ταινία
για να μας σώσει.
Είναι εδώ
ναι είναι εδώ
μόνοι
κοντά
μαζί
και σιωπηλά.