της Μάρτα Μπαρσελό
Βραβείο του Β’ τουρνουά δραματουργίας Βαλεαρίδων Νήσων
Δυο πρόσωπα, μια γυναίκα γύρω στα 60 που παίζει τη Τζούλια κι ένας άντρας που παίζει όλους τους υπόλοιπους ρόλους.
Η Τζούλια, μια γυναίκα γύρω στα 60, χήρα, έχει από καιρό καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά με τη μνήμη της. Οι ιατρικές εξετάσεις τις οποίες κάνει, επιβεβαιώνουν τις υποψίες της: πάσχει από Αλτσχάιμερ, το οποίο βρίσκεται ακόμα σε αρχικό στάδιο, αλλά είναι καθαρά ζήτημα χρόνου το πότε θα εξαφανίσει εντελώς την προσωπικότητά της, θα την κάνει να μην αναγνωρίζει ούτε καν τους τρεις γιους της αλλά ούτε και τον εαυτό της.
Αρχικά πανικοβάλλεται και κάνει ό,τι της λένε τα παιδιά της, αρχίζει να κάνει όλα τα “γιατροσόφια” που της συνιστούν: πίνει λάδι καρύδας, λύνει σουντόκου, μαθηματικά προβλήματα, αινίγματα λογικής, διαβάζει βιβλία για το “Πώς να συμβιώσεις με το Αλτσχάιμερ.” Σιγά σιγά όμως αρχίζει να αντιδρά. Μετά την επίσκεψη στον νευρολόγο και τη συζήτηση μαζί του για την εξελικτική πορεία της ασθένειας, και μετά από τυχαίες συναντήσεις με άγνωστα άτομα στα οποία εξομολογείται την κατάστασή της και έχει μαζί τους πολύ διαφωτιστικές και χρήσιμες συζητήσεις, αποφασίζει να αναλάβει αποκλειστικά η ίδια το ζήτημα της υγείας της και της ζωής της στο εξής, προσπαθώντας να επιλύσει όλα τα προβλήματα που θα επιφέρει η νόσος, πριν εκείνη φτάσει, αλλά και να κλείσει ανοικτούς λογαριασμούς της που εκκρεμούν με πρόσωπα και θεσμούς.
Έτσι, τακτοποιεί πρώτα το θέμα της κληρονομιάς: πηγαίνει στον συμβολαιογράφο και μοιράζει σε τρία ίσα μέρη την περιουσία της στα παιδιά της, κανοντάς τους επίσης πληρεξούσιο για να μπορούν να ενεργούν εκ μέρους της όταν εκείνη δεν θα είναι πια ικανή να το κάνει.
Πηγαίνει στην ενορία της και ζητάει να “ξεγραφτεί” από μέλος της καθολικής εκκλησίας, εξηγώντας με λογικό τρόπο στον ιερέα τους λόγουςπου την οδήγησαν σε αυτή την απόφαση, ενώ εκείνος την απειλεί με αφορισμό και με απώλεια του Παραδείσου (“στην ηλικία σας κυρία μου, δεν θα έπρεπε να ρισκάρετε τέτοια πράγματα”).
Στη συνέχεια αγοράζει ένα μαγνητόφωνο για να καταγράφει στο εξής κάθε σκέψη και εμπειρία της.
Μετά πηγαίνει στο κομμωτήριο, περιποιείται τον εαυτό της και πάει να συναντήσει τον Βινσέντ, έναν άνδρα ο οποίος ήταν πάντα ερωτευμένος μαζί της, εκείνη όμως είχε παντρευτεί άλλον και έτσι ο έρωτάς του έμεινε πλατωνικός. Του ζητάει να κάνουν έρωτα και όταν αυτό γίνεται, νιώθει πως είναι ακόμα ζωντανή και πως πρέπει να απολαύσει κάθε πολύτιμο λεπτό της ζωής που της μένει, όσο είναι ακόμα ο εαυτός της.
Τέλος, πηγαίνει σε ένα τουριστικό γραφείο και πραγματοποιεί ένα όνειρο που είχε από χρόνια: αγοράζει εισιτήριο για μια κρουαζιέρα είκοσι ημερών στην Καραϊβική και το Μεξικό και παρά τις αντιρρήσεις των παιδιών της που θεωρούν ότι δεν θα πρέπει να κάνει τίποτα πια μόνη της, μπαίνει στο κρυαζιερόπλοιο. Η τελευταία σκηνή διαδραματίζεται στο κατάστρωμα του πλοίου, με τη Τζούλια ευτυχισμένη να γράφει στο μαγνητόφωνό της έναν συγκλονιστικό μονόλογο για την ομορφιά της ζωής και την αξία ακόμα και της παραμικρής στιγμής της.
Απόσπασμα του έργου
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ανεβαίνω πολλές φορές σε αυτή την ταράτσα, με τη δικαιολογία ότι θέλω να απλώσω ρούχα. Πάντα έχει αέρα, χειμώνα-καλοκαίρι. Μου αρέσει ο αέρας. Με αναζωογονεί. Όλοι έχουμε κάτι που μας κάνει να νιώθουμε ζωντανοί. Στη δική μου περίπτωση είναι ο αέρας. Καθισμένη σ’ αυτή την καρέκλα, ή όρθια, βρίσκομαι κόντρα στον άνεμο, κλείνω τα μάτια και νιώθω το χάδι του ανέμου στο πρόσωπό μου. Εδώ πάνω είμαι ήρεμη, δεν υπάρχει κανείς να μου πει τίποτα, να θέλει να με παρηγορήσει, να με λυπάται, να προσπαθεί να μου δώσει θάρρος, να μου λέει:
Y: «Ηρέμησε, κι εγώ ξεχνάω πολλά πράγματα»
ΤΖΟΥΛΙΑ: ή να μου λέει…
Y: «άκουσε, αυτό διαρκεί τόσα χρόνια, που μπορεί τελικά να πεθάνεις από την καρδιά σου, ή σε ένα ατύχημα. Ποτέ δεν ξέρεις.»
ΤΖΟΥΛΙΑ: Και το κλασικό:
Y: «Προπάντων, θετική σκέψη. Η στάση είναι πολύ σημαντική».
ΤΖΟΥΛΙΑ: Δεν θέλω άλλες συμβουλές και δεν θέλω να με κοιτάζει κανένας με οίκτο, γιατί αυτό το κάνει ήδη ο καθρέφτης μου. Έτσι λοιπόν ανεβαίνω εκεί πάνω, γιατί εκεί είμαστε μόνο ο άνεμος και εγώ. Και ο άνεμος δεν με λυπάται, δεν προσπαθεί να με παρηγορήσει. Ο άνεμος με σέβεται. Εδώ πάνω λοιπόν είμαστε μόνο ο άνεμος κι εγώ. Ο άνεμος, εγώ, και τα απλωμένα ρούχα τέλος πάντων. Είναι η μόνη πραγματικότητα που μπορώ να δεχτώ τώρα. Είναι υπερβολή να ζητήσω περισσότερα. Πρέπει να το χωνέψω. Να το δεχτώ. Να το δεχτώ.