του Άβελ Γκονσάλες Μέλο (2004)
8 πρόσωπα, πέντε άνδρες και τρεις γυναίκες (η μία γυναίκα τρανς)
*Η λέξη Chamaco σημαίνει νεαρός άνδρας, είναι μια λέξη που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από χαϊδευτικό μέχρι και υποτιμητικό ακόμα, ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Η αντίστοιχη λέξη στην ελληνική γλώσσα νομίζω ότι είναι το “Μικρέ” (ως κλητική προσφώνηση, όπως χρησιμοποιείται στο έργο). Επειδή στον τίτλο δεν μπορούν να υπάρξουν συμφραζόμενα, προτίμησα να τον αφήσω όπως είναι στο πρωτότυπο.
Περίληψη του έργου
Αβάνα. Χριστούγεννα. Σύγχρονη εποχή. Ο Κάρελ, ένα νεαρό αγόρι, περιμένει στο Κεντρικό Πάρκο της πόλης. Με την ίδια ευκολία μπορεί να παίξει μια παρτίδα σκάκι ή να προσφέρει λαθραία μια σύντομη ερωτική απόλαυση σε κάποιον. Χρειάζεται χρήματα, πεινάει, χρωστάει τρία νοίκια και δεν μπορεί να γυρίσει χωρίς λεφτά στο σπίτι.
Επιστρέφοντας από το μπαρ ο Μιγκέλ, ένας άλλος νέος που θέλει να αποφύγει το χριστουγεννιάτικο δείπνο με την οικογένεια, δέχεται το στοίχημα του Κάρελ να παίξουν οι δυο τους μια παρτίδα σκάκι. Ο Μιγκέλ χάνει. Δεν έχει όμως λεφτά για να πληρώσει. Παλεύουν. Σε μια έκρηξη οργής ο Κάρελ καταφέρνει στον Μιγκέλ μια θανατηφόρα μαχαιριά και το σκάει. Όλη τη σκηνή μεταξύ τους τη βλέπει η Ρομπέρτα, μια τρελή ζητιάνα που ξημεροβραδιάζεται στο Πάρκο και θα γίνει ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας του εγκλήματος.
Μετά τη φυγή του, ο Κάρελ ρίχνεται σε νέες περιπέτειες. Στο σπίτι ο θείος του τον πολιορκεί ερωτικά και τον κακοποιεί. Το αγόρι, ταραγμένο από τον απροσδόκητο φόνο, γυρίζει ξανά στον δρόμο και συναντάει έναν πελάτη: κάποιον δικαστή που κάνει έρευνες για παράνομες ενέργειες. Χωρίς να ξέρει τη σχέση του με τον θάνατο του Μιγκέλ, ένας αστυνομικός επιθεωρητής υποχρεώνει το αγόρι να διεισδύσει στον κόσμο του δικαστή ως δόλωμα. Ο Κάρελ αρνείται, αλλά είναι πια πολύ αργά: η εμπλοκή του στην υπόθεση κρύβει πολύ περισσότερες εκπλήξεις από όσες ο ίδιος θα μπορούσε να φανταστεί: ο δικαστής είναι ο πατέρας του Μιγκέλ, ενώ η αδελφή του…
Το Chamaco είναι η ιστορία του αστικού υπόκοσμου της Κούβας, με την ένταση και τη βία του, τη διαφθορά και την τρέλα του, την ηθική και την προδοσία του. Μια δολοφονία προκαλεί ένα ντόμινο που οδηγεί στην πτώση όλους τους χαρακτήρες αυτού του μωσαϊκού. Ο Κάρελ θα διαλέξει μια διέξοδο, που τον σπιλώνει και ταυτόχρονα τον σώζει. Γι’ αυτό το Chamaco είναι και ένα σύγχρονο παραμύθι έρωτα και ηρωισμού.
Το έργο έκανε πρεμιέρα τον Μάιο του 2006 στο Εθνικό Θέατρο της Κούβας (Αβάνα) και έχει τιμηθεί με τα βραβεία:
Βραβείο Πρώτου Διαγωνισμού Δραματουργίας της Ισπανικής Εταιρείας (AECI) και της Πρεσβείας της Ισπανίας στην Κούβα, 2005
Βραβείο Villanueva της Θεατρικής Κριτικής της Κούβας, 2006
Το 2010 έγινε ταινία με τον ίδιο τίτλο και τιμήθηκε με πολλά βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ κινηματογράφου.
Έχει μεταφραστεί στην αγγλική, ιταλική, γερμανική και τουρκική γλώσσα.
Το 2016 ανέβηκε στο Μάντσεστερ. Και η επιτυχημένη πορεία του στις θεατρικές σκηνές όλου του κόσμου συνεχίζεται…
Απόσπασμα του έργου
ΦΕΛΙΠΕ. Τα Χριστούγεννα είναι μια μαλακία. Οποιαδήποτε άλλη μέρα έχουμε πιο πολλή όρεξη να φάμε και να γελάσουμε. Με αυτά τα σκυλόδοντα που μου σπάνε δεν μπορώ να δαγκώσω ούτε μια πέτσα από γουρουνόπουλο. Κι αφού δεν βγαίνω, δεν έχω κανέναν να μου πάρει λίγο κρέας μαλακό, ένα φιλετάκι λυθρίνι ή λίγο στήθος κοτόπουλο να το μαρινάρω. Χαζολογούσες εδώ κι εκεί, ε; Θα τριγύριζες κανένα κοριτσάκι για να κοιμηθεί μαζί σου για τρία δολάρια. Πού τα βρίσκεις τα λεφτά, μου λες; Κάνε οικονομία. Σφίξε τα χέρια σου, μην τα σκορπάς εδώ κι εκεί. Μου χρωστάς ήδη δυο μήνες, Νταρίν, στις 31 θα μου χρωστάς τρεις και δεν θα περιμένω τα γενέθλιά σου για να μου λες ότι θες μια καινούργια μπλούζα, ένα ζευγάρι αθλητικά, “ θα με παρακαλάς, για την Πρωτοχρονιά: τα χρειάζομαι, θείε, για τη δουλειά μου. Λες και σε ακούω, όπως κάθε Δεκέμβρη, όπως κάθε φορά που μένεις άφραγκος, λες και σε ακούω και το βλέπω να έρχεται: πιο όμορφος, πιο προσεκτικός από ποτέ, με πιο καλούς τρόπους, να τρέχεις να αγοράσεις ψωμί το πρωί και να σπρώχνεσαι στην ουρά για την εφημερίδα, και με ρίχνεις τελικά και σε λυπάμαι κι αρχίζω να σε κοιτάζω και σε κοιτάζω και σε ξανακοιτάζω μέχρι που με αφήνεις και να σε αγγίξω. Φέτος όμως δεν θα γίνει έτσι. Δεν γουστάρω να χάνεσαι και στο τέλος να μου αρχίζεις την κλάψα λες και είμαι ηλίθιος, γιατί είμαι ηλίθιος, αφού σε ακούω και σε λυπάμαι και αφήνω να γίνει μια βραδιά, κι άλλη, κι άλλη. Αυτοί οι τύποι που φέρνεις εδώ και δεν τους ξέρω… Ούτε καν με συστήνεις στους φίλους σου. Κάνω τα στραβά μάτια, μόνο και μόνο για ένα άγγιγμα, για ένα χάδι, μια φορά την εβδομάδα, μια φορά τον μήνα, μια φορά τον χρόνο. Γονατιστό να σε δω, να με παρακαλάς, γονατιστό! Κι ούτε έτσι θα σε λυπηθώ. Εσύ δεν με λυπάσαι. Δεν με πονάς. Μου δίνεις το χέρι και ξέρω ότι θα προτιμούσες να ήταν αλλού, σ’ ένα μέρος άγνωστο, χιλιάδες χιλιόμετρα από το σπίτι. Φύγε λοιπόν! Αφού δεν πρόκειται να πληρώσεις ποτέ, φύγε! (Πλησιάζει την πόρτα του Κάρελ και τη χτυπάει.) Νταρίν! Νταρίν! Δεν κοιμάσαι! Άνοιξε! Νταρίν! Τώρα ήρθες. Το ξέρω. Κάποιες νύχτες έχω αυτιά μόνο για σένα. (Σιωπή.) Να, βλέπεις; Μιλάω σιγά. Βγες, σε παρακαλώ. Θέλω να σου ευχηθώ Καλά Χριστούγεννα.
Ο Κ’ΑΡΕΛ είναι με το εσώρουχο, χωρίς κάλτσες. Κουβαριάζει όπως όπως τα ματωμένα ρούχα και πλησιάζει στην πόρτα. Παρατηρεί το μαχαίρι, που έχει πέσει στο πάτωμα. Το σηκώνει, το καθαρίζει με τα υφάσματα και το τοποθετεί στο τραπεζάκι, δίπλα στη σκακιέρα. Βάζει τα ρούχα σε ένα συρτάρι. Στα χέρια του μένουν ίχνη από το αίμα που τον πιτσίλισε και τώρα έχει ξεραθεί, έχει ξεραθεί εντελώς. Φτύνει τα δάχτυλα και με αυτά τρίβει τα χέρια του, η πράξη του αυτή συμπίπτει με τα τελευταία λόγια τού ΦΕΛΙΠΕ. Μετά από αυτό ο Κ’ΑΡΕΛ ανακατεύει ακόμα περισσότερο τα σεντόνια στο κρεβάτι του και φωνάζει:
Κ’ΑΡΕΛ. Τι έγινε… (Πλησιάζει στην πόρτα, την ανοίγει, αγκαλιάζει το σώμα του με τα μπράτσα του και χασμουριέται.) Τι συμβαίνει;
ΦΕΛΙΠΕ. Αποκλείεται να σε πήρε κιόλας ο ύπνος.
Κ’ΑΡΕΛ. Έχω ξαπλώσει από ώρα.
ΦΕΛΙΠΕ. Λες και είμαι ηλίθιος… Ξέρω πολύ καλά τον ήχο που κάνει το μπρελόκ από τα κλειδιά σου. Δεν είναι ίδιος με του διπλανού σπιτιού ούτε με του γωνιακού.
Κ’ΑΡΕΛ. Σσστ… (Πάει να κλείσει.)
ΦΕΛΙΠΕ. Όχι, μην κλείνεις. Ήθελα να σου ευχηθώ Καλά Χριστούγεννα.
Κ’ΑΡΕΛ. Όταν πίνεις όλο το μπουκάλι με το ρούμι, καλύτερα να πλένεις μετά το στόμα σου. (Επιμένει να κλείσει.)
ΦΕΛΙΠΕ. (Τον συγκρατεί.) Ρίξε κάτι πάνω σου κι έλα να γιορτάσουμε μαζί. Ή μείνε και γυμνός αν θες. Εγώ δεν μπορώ, θα με πιάσει βήχας. (Βήχει.) Ήμουνα τόσο μόνος μου την παραμονή, τόσο αδύναμος, πέθαινα απ’ το κρύο, χωρίς μια στάλα ζεστασιά. Σε χρειάζομαι τόσο πολύ, Νταρίν. (Τον αγκαλιάζει.)
Ο Κ’ΑΡΕΛ αναστενάζει. Συχνά ο ΦΕΛΙΠΕ τον αγκαλιάζει έτσι. Του φωνάζει, τον συγκρατεί, τον εμποδίζει να κλείσει την πόρτα και τον αγκαλιάζει. Αυτό του φτάνει. Δεν είναι ευχάριστο, για την ακρίβεια ο Κ’ΑΡΕΛ σιχαίνεται αυτή τη χειρονομία αλλά την ανέχεται. Σηκώνει τα χέρια του και αναστενάζει πάλι.
Κ’ΑΡΕΛ. Νυστάζω, γέρο. Άντε να ξαπλώσεις. Κι αύριο μέρα είναι.
ΦΕΛΙΠΕ. (Κλαίει με αναφιλητά, αλλά δεν ξεκολλάει από το στήθος του Κ’ΑΡΕΛ.) Μια ίδια με τη σημερινή. Θα έρθεις αργά.
Κ’ΑΡΕΛ. Θα έρθω νωρίς και θα πέσω για ύπνο, όπως θα έκανα και τώρα αν με άφηνες.
ΦΕΛΙΠΕ. Ψέματα. Ξέρεις ότι μου λες ψέματα και ξέρεις ότι το ξέρω. Γυρίζεις χαράματα, νομίζεις ότι κοιμάμαι, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν κλείνω μάτι.
Ο Κ’ΑΡΕΛ τον απομακρύνει τελικά. Πηγαίνει στο ψυγείο, γεμίζει ένα ποτήρι με νερό. Πίνει.
ΦΕΛΙΠΕ. Αλλά τώρα δεν έχεις ώρα πια για τίποτα. Δεν συμφωνήσαμε αυτό, Νταρίν, δεν ήταν αυτή η συμφωνία μας.
Κ’ΑΡΕΛ. Δεν κάνω φασαρία. Δεν χτυπάω την πόρτα σου γιατί δεν είμαι τρελός. Άσε με ήσυχο, άντε, πήγαινε στο κρεβάτι σου κι όταν είσαι καλύτερα μιλάμε.
ΦΕΛΙΠΕ. Ποτέ δεν θα είμαι καλύτερα από τώρα. Δεν ήπια σχεδόν τίποτα, μισό ποτηράκι απ’ το παλιό κρασί που με ηρεμεί και καθαρίζει τα πράγματα στο μυαλό μου. Εδώ τρως κι αλλού πας και χαίρεσαι. Εδώ πλένεσαι, από τη δεξαμενή μου παίρνεις το νερό για να βγάλεις τη βρώμα από πάνω σου και να πλύνεις τα αυτιά σου. Όταν ήρθες σε αυτό το σπίτι τα νύχια σου ήταν μαύρα, κι εγώ στα έκοψα για να μη μοιάζεις με ζητιάνο.
Κ’ΑΡΕΛ. Ωραία, εντάξει, άντε τώρα.
Πάει να ξαναμπεί στο δωμάτιο, αλλά ο ΦΕΛΙΠΕ μπαίνει μπροστά στην πόρτα.
ΦΕΛΙΠΕ. Άμα γουστάρω δεν ξαναμπαίνεις.
Κ’ΑΡΕΛ. Ήρεμα, για να μην έχουμε ιστορίες.
ΦΕΛΙΠΕ. Ήρεμα, ήρεμα! Δεν σε φοβάμαι.
Κ’ΑΡΕΛ. (Προσπαθεί να μπει στο δωμάτιο.) ‘Ασε με να περάσω, γέρο.
O ΦΕΛΙΠΕ ασκεί πίεση. Ο Κ’ΑΡΕΛ κάνει μισή στροφή, περπατάει και κοιτάζει το πάτωμα. Με την αριστερή γροθιά του χτυπάει πολύ απαλά την παλάμη του δεξιού χεριού. Μουρμουρίζει ένα τραγούδι.
ΦΕΛΙΠΕ. Ποτέ δεν θα μάθεις πόσο σ’ αγαπώ. Δέχτηκα να έρθεις σ’ αυτό το σπίτι, να κοιμάσαι σ’ αυτό το δωμάτιο, γιατί έλπιζα ότι θα ξεχνούσες για πάντα εκείνη τη χωματερή που ζούσες, που κομματιάζονταν τα χέρια σου από την τσάπα και το χώμα. Είπα μέσα μου, ναι, ήρθε τελικά ο τύπος. Και σου πλένω τα ρούχα και σου μαγειρεύω και σε φροντίζω όταν αρρωσταίνεις.
Κ’ΑΡΕΛ. Και με χρεώνεις για όλα.
ΦΕΛΙΠΕ. Σε χρεώνω, αλλά τα κάνω.
Κ’ΑΡΕΛ. Το έχω ακούσει τόσες φορές αυτό… πάει να σπάσει το κεφάλι μου ρε γαμώτο, είναι γιορτή, πήγα έξω μήπως βγάλω λίγα πέσος…
ΦΕΛΙΠΕ. Όλη τη ζωή σου την περνάς εκεί όμως, έξω απ’ αυτή την πόρτα! Στον ήλιο, στο φεγγάρι, με ζέστη, με κρύο, δεν σε νοιάζει αν θα έρθεις μούσκεμα ή στεγνός. Αφού προσπαθείς τόσο πολύ, πώς γίνεται να μη βγάζεις δεκάρα; Βάλε τα λεφτά πάνω στο τραπέζι, το ένα χαρτονόμισμα πάνω στο άλλο. Είναι πολύ δύσκολο; Είναι, βέβαια. Είναι σκληρός ο δρόμος. Αλλά και λεφτά να μην έχεις, είσαι είκοσι χρόνων. Πλήρωσέ με αλλιώς, αχάριστο σκυλί.
Ο Κ’ΑΡΕΛ τον σπρώχνει και τον πετάει στο πάτωμα. Μπαίνει στο δωμάτιό του και κλείνει την πόρτα.