του Φερνάντο Ρενχίφο
Με αφορμή τον Σίσυφο του Καμύ, ο Φερνάντο Ρενχίφο δημιουργεί ένα θεατρικό ποίημα υψηλής αισθητικής, συν-θέτοντας αποσπάσματα από προσωπικά ημερολόγια, μικρές αγγελίες, φιλοσοφικούς στοχασμούς και λυρικές εικόνες. Ένα ηδονικό και συνάμα οδυνηρό ταξίδι από τα αρώματα, τις γεύσεις και τις μνήμες μιας ευτυχισμένης παιδικής ηλικίας ως τη βέβαιη αβεβαιότητα του σύγχρονου ανθρώπου, την αποδοχή και την περιφρόνησή της. Γιατί «δεν υπάρχει μοίρα που να μη νικέται με την περιφρόνηση».
Απόσπασμα του έργου
Φεύγω πτώμα απ’ τη δουλειά, με τα πόδια, δεν ξέρω για ποιον δουλεύω, κανείς δεν ξέρει για ποιον δουλεύει, η πόλη χάος, ο κόσμος βιαστικός, φαρδιές λεωφόροι, πλήθος που αναλώνει και αναλώνεται στο πηγαινέλα με πλαστικές σακούλες στο χέρι/Χτυπάει το ξυπνητήρι, κοιτάω την ώρα, δεν μπορώ να σηκωθώ, στριφογυρίζω στο κρεβάτι, ξανακοιτάω την ώρα/ Περνάω το απόγευμα σ’ ένα καφέ, προσπαθώ να μη σκέφτομαι πολύ, η μουσική μου κάνει συντροφιά και ξεκουφαίνει τις σκέψεις μου, αναμνήσεις από το παρελθόν, γέρνω το κεφάλι και αφήνω τον χρόνο να κυλάει./ Σηκώνομαι, κοιτάζομαι στον καθρέφτη, ανοίγω τα παράθυρα, βάζω το ραδιόφωνο, ακούω τις ειδήσεις, φτιάχνω πρωινό, σήμερα πρέπει να πας για ψώνια, δεν παίρνει αναβολή, δεν έχει καφέ για αύριο, ξυρίζομαι, μπαίνω στο ντους, σκέφτομαι τι έχω να κάνω σήμερα, διαλέγω ένα καθαρό πουκάμισο, ντύνομαι, βγαίνω, αγοράζω εφημερίδα, εξώφυλλο, δεύτερη σελίδα, και από την τελευταία σελίδα στην πρώτη, οι πόλεμοι συνεχίζονται η Αιθιοπία είναι πάντα Αιθιοπία, ανησυχώ για τον πόλεμο στην Τσετσενία σε λίγο μου περνάει. /Άδειος, μισοτελειωμένος, έρημος/Ανώφελος, ανεπαρκής, άσκοπος/ γελασμένος, μπερδεμένος, αλλόκοτος/ Κατοικώ τις μέρες μου λες κι έχουν σημασία/ Μπαίνω σε ένα μπαρ, ζητάω μια μπύρα με ενοχλεί η φασαρία του μπαρ πληρώνω τη μπύρα και φεύγω περπατάω σε στενά δρομάκια βραδιάζει φτάνω στη γωνία του σπιτιού στέκομαι στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου μπαίνω και ξεφυλλίζω βιβλία στην τύχη/ Ώρες ώρες με πιάνει μια παράξενη τεμπελιά δε θέλω να ξυριστώ, δεν απαντάω στην αλληλογραφία, δεν πετάω τα άδεια μπουκάλια, φτιάχνω την τελευταία στιγμή τις βαλίτσες όταν ταξιδεύω. Βιβλιοπωλείο στη γωνία του σπιτιού, περιεχόμενα βιβλίου: o παράλογος συλλογισμός, το παράλογο και η αυτοκτονία, τα παράλογα τείχη, η φιλοσοφική αυτοκτονία, η παράλογη ελευθερία, ο παράλογος άνθρωπος, ο δονζουανισμός, η κωμωδία, η κατάκτηση, η παράλογη δημιουργία, φιλοσοφία και μυθιστόρημα, Κιρίλοφ, η δημιουργία χωρίς μέλλον, ο μύθος του Σίσυφου, παράρτημα: η ελπίδα και το παράλογο στο έργο του Φραντς Κάφκα / Άνδρας, 51 ετών, επιθυμεί να ξαναφτιάξει τη ζωή του/ Γυναίκα ώριμη και γοητευτική αναζητεί σύντροφο/ Ψάχνω μια κοπέλα με ευχάριστο χαρακτήρα για να μοιραστώ μαζί της τη ζωή μου. Είμαι 25 χρονών. Δίνω όσα ζητώ./ Πλοίαρχος, 50 ετών, υπάρχει ένα ταξίδι που δεν μπορώ να κάνω μόνος./ Προσφέρω μια αγάπη δίχως όρια σε όποια γυναίκα θελήσει να μοιραστεί τις μέρες της μαζί μου./ Γυναίκα 40 ετών ψάχνει τον έρωτα της ζωής της./ Ώριμος άνδρας. Αν ψάχνεις αυτό που θα δώσει νόημα στη ζωή σου, είμαι ο σύντροφός σου./ Κύριος, διαζευγμένος, που ζει μόνος, 68 ετών, χωρίς παιδιά, επιθυμεί να γνωρίσει κυρία μόνη, κι αν υπάρχει συνεννόηση, να ζήσουμε μαζί όσα χρόνια μας μένουν. Άνδρας επιθυμεί να βρει την ευτυχία με γυναίκα 55 έως 60 ετών./ Γοητευτικός άνδρας ζητεί γυναίκα έως 50 ετών με σκοπό τη συμβίωση./ Νεαρός εργένης αναζητεί τη γυναίκα που θα μοιραστεί τη ζωή του./ Κυρία αλλοδαπή, μόνη, ψάχνει φίλους και πιθανό σύντροφο./ Νέος 30 ετών, γοητευτικός, θέλει να γνωρίσει νέα 18 έως 40 ετών για σεξ χωρίς δεσμεύσεις./ Κύριος σοβαρός επιθυμεί γνωριμία με ζευγάρι, παντρεμένο ή μη, για τρίο./ Παντρεμένος, ώριμος, επιθυμεί γνωριμία με νεαρό./ Ψάχνω έναν ώριμο άντρα για να γελάω μαζί του./ Είμαι ολομόναχη και ζητώ άνδρα για σχέση φιλίας και τρυφερότητας./ Νεαρός 38 ετών. Θα’θελε να γνωρίσει έναν φίλο για να βγαίνουν παρέα./ Θέλω να γνωρίσω μια φίλη για να κάνουμε βόλτες, να πηγαίνουμε σινεμά, για ποτό, δηλαδή έναν άνθρωπο εμπιστοσύνης./ Συνταξιούχος αναζητεί φίλους/ Κοπέλα ψάχνει να βρει φίλες για να περάσουν μαζί τις καλοκαιρινές διακοπές./ Φτάνω στην αγορά, συναντάω μια γειτόνισσα, τη χαιρετάω, μου χαμογελάει, της χαμογελάω, πλησιάζω το μανάβικο, σωροί φρούτα στοιβαγμένα, ο μανάβης με ρωτάει τι θέλω, βγάζω τη λίστα με τα ψώνια: ζάχαρη, αβγά, αλεύρι, καφέ, πορτοκάλια για φάγωμα, πορτοκάλια για στύψιμο, μήλα, λεμόνια, λάδι, σκόρδα, κρεμμύδια, άσπρο πιπέρι, ρίγανη, μουστάρδα, τυρί τριμμένο και κρασί/. «Οι θεοί καταδίκασαν το Σίσυφο να σπρώχνει αιώνια ένα βράχο ως την κορυφή ενός βουνού, από όπου ο βράχος κατρακυλούσε ξανά λόγω του βάρους του. Σκέφτηκαν, και είχαν δίκιο, πως δεν υπήρχε χειρότερη τιμωρία από μια δουλειά χωρίς σκοπό και προοπτική…»