του Ζουζέπ Μαρία Μπενέτ ι Ζουρνέτ
Το έργο Περιγραφή τοπίου διαδραματίζεται σε μια φανταστική μεσογειακή χώρα. Ύστερα από δέκα χρόνια σκληρής διακυβέρνησης, ο δικτάτορας που τη διοικεί αποφασίζει να προχωρήσει σε κάποια φιλελεύθερα ανοίγματα. Δυο αδελφές, που είχαν αυτοεξοριστεί μετά την επιβολή του δικτατορικού καθεστώτος και τη δολοφονία του πατέρα τους – αντίπαλου του δικτάτορα – επιστρέφουν τώρα στο σπίτι τους. Φοβούνται αυτό που μπορεί να τους συμβεί, αλλά φτάνουν αποφασισμένες να πάρουν την προσωπική τους εκδίκηση, όχι όμως από τον απρόσιτο αρχηγό του κράτους. Ο παλιός εραστής της μικρότερης αδερφής, παντρεμένος τώρα και πατέρας ενός μικρού αγοριού, δέχεται μια πρόσκληση για να τις επισκεφθεί μαζί με την οικογένειά του. Όταν οι δυο αδερφές εκπληρώνουν τον σκοπό τους- σκοτώνουν το παιδί και τυφλώνουν τον πατέρα του – φαίνονται διατεθειμένες να πληρώσουν και το τίμημα. Ένας υπάλληλος τού καθεστώτος παρακολουθεί την επιστροφή τους και μας αναλύει το παρελθόν, το παρόν αλλά και τις προβλέψεις του σχετικά με το μέλλον των δύο γυναικών. Σε όλες θα πέσει έξω. Ούτε ο αρχηγός του κράτους, ο αφέντης του, αντιδρά όπως εκείνος περίμενε, ούτε οι νεοφερμένες θα έχουν την κατάληξη που είχε προβλέψει. Ο απόηχος του ισπανικού εμφυλίου και της μακροχρόνιας δικτατορίας του Φράνκο γίνεται περισσότερο αισθητός από τη σκιά του Ευριπίδη (Εκάβη) που πλανιέται και αυτή στο έργο.
Απόσπασμα του έργου
ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Τέσσερα μοιρολόγια και μια αχτίδα φωτός. Έτσι αρχίζει η ιστορία. Βρίσκομαι στο αεροδρόμιο. Δυο αδελφές επιστρέφουν σήμερα στο σπίτι τους. Φανταστείτε ένα μεσογειακό χειμωνιάτικο πρωινό, ατμόσφαιρα καθαρή και γαλανό ουρανό. Ένα χρυσό, χλιαρό φως χαϊδεύει τα σπίτια αυτής της αρχαίας και κάπως βρόμικης πόλης, μεταξύ της θάλασσας και της ερήμου, με τους λιγοστούς αγέρωχους ουρανοξύστες, αλλά και τα στενά δρομάκια, ανάμεσα σε καφασωτά παράθυρα και λευκούς τοίχους, που οδηγούν σε γοτθικές και ρωμανικές εκκλησίες, ή σε τζαμιά με στριφτούς μιναρέδες. Μια μέρα εξαιρετικά επιλεγμένη για όποιον έρχεται πρώτη φορά εδώ, ή γι’ αυτόν, που, όπως οι γυναίκες που περιμένω, επιστρέφει-καθώς σας έλεγα πριν-μετά από μακροχρόνια απουσία.
ΕΜΙΡΗΣ: Να περάσεις να με δεις και να μου δώσεις λεπτομερή αναφορά για την άφιξη.
ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Ιδού ο κύριός μου, τον οποίο υπηρετώ με ηθελημένη αφοσίωση. Ένας δυνάστης που κυβερνά τη χώρα εδώ και δώδεκα χρόνια. Τον συναρπάζουν οι γυναίκες, τα κοσμήματα και οι θρήνοι των εχθρών του στην αίθουσα των βασανιστηρίων. Ένας κακός για γέλια. Εγώ τον σέβομαι. Όπως διαπιστώσατε ήδη, γιορτάζει την επιστροφή των αδελφών. Αυτό σημαίνει πως δε θα έχουν πρόβλημα στο τελωνείο. Το αεροπλάνο που τις μεταφέρει προσγειώνεται αυτή τη στιγμή στο αεροδρόμιο. Προσγειώνεται στην πίστα και φρενάρει μαλακά. Σταματάει. Κάποιος πηγαίνει τη σκάλα κοντά και η πόρτα ανοίγει: να τες. Τις θαμπώνει ο ήλιος, κι ενώ η μια ενστικτωδώς προστατεύεται, η άλλη ούτε καν το αισθάνεται. Δεν αμφισβητώ την ένταση της στιγμής. Η εξορία τελείωσε. Αυτές έμειναν ακίνητες ή ο χρόνος θέλησε να σταματήσει; Μπορώ έτσι να ελέγξω καλύτερα τις μικρές ρυτίδες στο μέτωπο και στα μάτια. Αρκεί, η εμφάνισή τους είναι καλή. Η μεγάλη είναι τριανταεπτά χρόνων• η μικρή τριανταπέντε.
ΜΠΑΣΙΡ: Οι εφημερίδες δημοσιεύουν φωτογραφία της άφιξης. Δεν έχουν αλλάξει. Η Κάτιλα και η Ζαΐρα, κόρες του δόκτορος Μουνάντιλ. Χαίρομαι που γύρισαν.
ΚΑΤΙΛΑ: Γυρίσαμε.
ΖΑΪΡΑ: Μετά από δέκα χρόνια.
ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Παρατηρήστε τις, κληρονόμησαν τη λεπτότητα του πατέρα τους. Ούτε μια άστοχη χειρονομία καθώς προχωρούν προς την έξοδο, αγνοώντας ότι τις περιμένω.
ΖΑΪΡΑ: Το καταλαβαίνεις; Ζούμε στιγμές-πώς να τις χαρακτηρίσω;-γεμάτες συγκίνηση. Όσα και να πουν τα λόγια, είναι φτωχά. Γυρίσαμε λοιπόν, χώρα των προγόνων μας! Θα έπρεπε να φανεί πως θέλεις να κλάψεις και τότε, εγώ, η πιο μικρή αλλά και η πιο δυνατή από τις δυο, θα σε εμπόδιζα, με μια ήπια και κοφτή χειρονομία που θα ξεσήκωνε χειροκροτήματα.
ΚΑΤΙΛΑ: Μη γίνεσαι σαρκαστική. Σίγουρα θα ’βαζα τα κλάματα, αν δεν ήξερα πως εσύ αμέσως θα μου ’βαζες τις φωνές. Γιατί, πράγματι, γυρίσαμε, και δεν ήμουν πάντα βέβαιη πως θα μπορούσα να ξανάρθω μια μέρα.
ΖΑΪΡΑ: Τι θέλεις; Να γονατίσω και να φιλήσω το χώμα;
ΚΑΤΙΛΑ: Θέλω να μάθω αν θα βρούμε πολύ αλλαγμένη την πόλη. Και δε θέλω να με πικράνεις.
ΖΑΪΡΑ: Δε μπορεί να ’χει αλλάξει πολύ σε δέκα χρόνια.
ΚΑΤΙΛΑ: Περίμενε, αυτός ο άντρας έρχεται προς το μέρος μας. Ποιος να είναι;
ΖΑΪΡΑ: Αστυνομικός.
ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Οι κόρες του δόκτορος Μουνάντιλ;
ΖΑΪΡΑ: Η αδελφή μου είναι η Κάτιλα Μουνάντιλ. Εγώ, η Ζαΐρα Μουνάντιλ. Με ποιον έχουμε την τιμή να μιλάμε;
ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Με έναν απλό υπάλληλο του παλατιού. Το όνομά μου δεν είναι σημαντικό όπως το δικό σας.
ΖΑΪΡΑ: Υπάλληλο του Εμίρη;
ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Έχω την τιμή να τον εκπροσωπώ, αν και δεν το αξίζω. Το πρωτόκολλο τού απαγορεύει να έρθει ο ίδιος, αλλά ελπίζω πως θα θελήσετε να δεχθείτε το καλωσόρισμά του.
ΖΑΪΡΑ: Ο δολοφόνος θα μπορούσε να μας έχει ξεχάσει. Τουλάχιστον την πρώτη μέρα.
ΚΑΤΙΛΑ: Τι λες, Ζαΐρα;
ΖΑΪΡΑ: Ξέρω πως η αστυνομία θα μας ακολουθεί και θα μας ελέγχει. Δεν πιστεύω πως είμαστε ευπρόσδεκτες. Βρίσκεστε εδώ για να μας προειδοποιήσετε ότι πρέπει να δείξουμε καλή συμπεριφορά. Αλλά δεν ήταν απαραίτητο.
ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Κανείς δεν πρόκειται να σας παρακολουθεί. Είστε ελεύθερες να πάτε όπου θέλετε και να συναντήσετε όποιον θέλετε. Τέλος πάντων, αν αμφιβάλλετε για την εγκαρδιότητά μου θα είμαι πιο φειδωλός. Προσωπικά η παρουσία σας με αφήνει αδιάφορο. Οπωσδήποτε όμως, και πέρα από τα καλωσορίσματα, απομένει να σας διαβιβάσω ένα μήνυμα. Μπορείτε να επιστρέψετε στο σπίτι σας. Η κατάσχεση ακυρώθηκε και το οίκημα είναι και πάλι δικό σας, μαζί με τον κήπο.
ΖΑΪΡΑ: Μπορούμε να γυρίσουμε στο σπίτι;
ΚΑΤΙΛΑ: Την αφήσατε άναυδη: συγχωρήστε τη συμπεριφορά της και ευχαριστώ για την είδηση. Προς το παρόν πάμε στο ξενοδοχείο. Το σπίτι θα είναι σε κακή κατάσταση και πριν εγκατασταθούμε θα πρέπει να το συμμαζέψουμε.
ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Όχι και τόσο κακή. Υπάρχει κάποιος άνθρωπος που σας περιμένει εκεί. Και με αυτό αποσύρομαι. Δε μου αρέσει να ενοχλώ.
ΚΑΤΙΛΑ: Έλα τώρα με τα κλαψουρίσματά σου. Αν ήμουν εγώ, θα μου γκρίνιαζες.
ΖΑΪΡΑ: Θα έχουμε ξανά το σπίτι μας. Αυτό δεν το υπολογίζαμε. Δε θέλω να είναι τόσο εύκολη η άφιξή μας.
ΚΑΤΙΛΑ: Γιατί; Ο πατέρας μας θα ήταν ευχαριστημένος, κι εγώ είμαι.
ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ: Γίνεται συχνά αναφορά σε αυτόν τον πατέρα. Θέλω λοιπόν-την ώρα που οι κόρες του καταβάλλουν τεράστιες προσπάθειες και μπερδεύονται μέσα στο πολύβουο και πολύχρωμο χάος της πόλης- να σας κάνω μια σύντομη πρακτική ενημέρωση γι’ αυτόν, ελπίζοντας ότι τα γεγονότα θα συμπληρώσουν τις πληροφορίες μου. Ο δόκτωρ Μουνάντιλ ματαίωσε μια ενδιαφέρουσα καριέρα γιατρού για να αφοσιωθεί στην πολιτική. Ήταν καθηγητής στο παλιό μας Τέμενος της Γνώσης, όπου μυούσε τους μαθητές του σε μια εκφυλισμένη φιλοσοφία. Έγραφε και δημοσιοποιούσε υβριστικές προκηρύξεις εναντίον τς -νέας τότε ακόμη, και όχι απολύτως σταθεροποιημένης- κυβέρνησης του αγαπημένου μας δυνάστη. Συνωμοτούσε με άλλους αργόσχολους σε σκοτεινά υπόγεια και κήρυττε την επιστροφή σε μια κοινωνία δίκαιη, υπέρμαχη της κοινωνικής ισότητας και άλλες χυδαιότητες τέτοιου είδους. Όταν εξερράγη η Επανάσταση, ήταν ένας από τους επικεφαλής της. Ας δοξάζουμε τους θεούς που εξαφανίστηκε κι αυτός, και μαζί μ’ αυτόν και η Επανάσταση. Με συγχωρείτε, παραφέρθηκα. Για δέκα χρόνια, το να εξοργίζεται κανείς όταν γινόταν λόγος στις συζητήσεις για την Επανάσταση ήταν δείγμα καλής ανατροφής. Σήμερα δεν είναι απαραίτητο.Έγιναν αλλαγές, αν και τόσο νεφελώδεις που σχεδόν δεν τις κατανοώ. Δεν πειράζει.
ΖΑΪΡΑ: Θέλω να κάνω περπατώντας το τελευταίο μέρος της διαδρομής.
ΚΑΤΙΛΑ: Θυμάσαι που πηγαίναμε στο παζάρι με την υπηρέτρια όταν ήμασταν μικρές, ή κανένα απόγευμα που το σκάγαμε από το σχολείο για να επισκεφτούμε αρρώστους;
ΖΑΪΡΑ: Μπορεί.
ΚΑΤΙΛΑ: Δε θυμάσαι, ούτε χρειάζεται να θυμηθείς. Πιασμένες χέρι χέρι κατεβαίναμε από το σπίτι ως το κέντρο της πόλης. Τότε δεν υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα. Βλέπω ακόμα τους ψηλούς φοίνικες, τα μοντέρνα σπίτια, τις επίπεδες στέγες της εβραϊκής συνοικίας, τον ίδιο ήλιο, όπως τώρα, δρόμους ίσιους που έφταναν ως τη γραμμή του ορίζοντα. Σχεδόν χανόμουν μέσα τους, και μ’ έσωζε μόνο το χέρι που κρατούσε σφιχτά το δικό μου. Όταν θα μεγάλωνα, ήθελα να λέω πως την ήξερα την πόλη. Κι όμως, σήμερα αισθάνομαι τον ίδιο φόβο, όπως τότε.
ΖΑΪΡΑ: Εγώ αισθάνομαι μόνο περιέργεια.
ΚΑΤΙΛΑ: Ναι, εσύ είσαι διαφορετική. Εμένα κοντεύει να σπάσει το κεφάλι μου. Τόση σιωπή, τόσες σκέψεις. Πού πας; Δεν είναι αυτός ο δρόμος.
ΖΑΪΡΑ: Θα κάνουμε μια παράκαμψη. Θα περάσουμε από την πλατεία Παραδείσου.
ΚΑΤΙΛΑ: Γιατί να πάμε την πρώτη μέρα σ’ έναν τόσο θλιβερό τόπο;
ΖΑΪΡΑ: Λένε πως σήμερα ο Εμίρης έδωσε διαταγή να κρεμάσουν κάποιον εκεί. Μόνο έναν. Λες να ’ναι αλήθεια πως έχουν αλλάξει τα πράγματα; Εκείνο τον καιρό συνήθως δεν έφταναν οι κρεμάλες για όλους τους καταδικασμένους που έπρεπε να εκτελεσθούν δημοσίως.
ΚΑΤΙΛΑ: Υπερβάλλεις. Όπως και να ’ναι, πάντως, έχουν αλλάξει τα πράγματα ναι. Πάμε.
ΖΑΪΡΑ: Όχι. Μου φτάνει έστω κι ένας. Πάμε κοντά.
ΚΑΤΙΛΑ: Τι ζητάς;
ΖΑΪΡΑ: Θέλω να αποδείξω πως δε φοβόμαστε τον θάνατο.
ΚΑΤΙΛΑ: Μην τον αγγίζεις.
ΖΑΪΡΑ: Αν τον φοβόμαστε, θα ήταν προτιμότερο να φύγουμε πάλι. Κοίταξέ τον. Ποιος ήταν; Ένας κοινός εγκληματίας ή κάποιος ανυπότακτος στην εξουσία;
ΚΑΤΙΛΑ: Δεν κρεμάνε πια τους ανυπότακτους στην εξουσία.
ΖΑΪΡΑ: Δύσκολο να διακρίνεις τη διαφορά. Δε μυρίζει, ακόμα. Δε μ’ αρέσει. Εσένα;
ΚΑΤΙΛΑ: Άσ’ το.
ΖΑΪΡΑ: Πλησίασε. Φοβάσαι, έτσι; Τον λυπάσαι, σίγουρα. Δώσ’ μου το χέρι.
ΚΑΤΙΛΑ: Μήπως θες και να τον αγγίξω; Όχι, θα ’θελες ακόμα περισσότερα. Θα ’θελες, έτσι όπως είναι πεθαμένος, να τον έφτυνα κατάμουτρα για να αποδείξω πως είμαι δυνατή και μπορώ να φτάσω ως το τέλος. Δε μ’ εμπιστεύεσαι. Γιατί είσαι τόσο κουτή; Θα κάνω κάτι άλλο. Είσαι πιο ήσυχη τώρα;
ΖΑΪΡΑ: Εγώ δε θα τον φιλούσα.