του Σέρτζι Μπελμπέλ
Μια ομάδα τρομοκρατών έχει απαγάγει τη γυναίκα ενός υπουργού. Κάθε 10 ώρες κόβει ένα μέλος της και το στέλνει μέσα σε ένα πακέτο, σε δυο παιδιά στο πάρκο (το δάχτυλο), στην αστυνομία (το αυτί), στην ερωμένη του υπουργού (το πόδι) και τέλος το κεφάλι. Ένα σκληρό αλλά υπέροχο έργο, που εστιάζει στη σχέση η οποία αναπτύσσεται ανάμεσα στην απαχθείσα και το μικρό κοριτσάκι που τη φυλάει, σύμβολο της δίχως στοργή, ορφανής και τιμωρημένης παιδικής ηλικίας, μοναδική επιζήσασα μιας τραγωδίας. Ο συγγραφέας θίγει θέματα όπως η πολιτική εξουσία, το αίμα, που υπονομεύει την ικανότητα της ανθρώπινης λογικής, η καταπιεστική επβολή της ομάδας στο άτομο που χάνει την προσωπικότητά του, οι σχέσεις στοργής ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά ή ο ηγεμονικός ρόλος της σύγχρονης γυναίκας.
Απόσπασμα του έργου
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Μικρός εσωτερικός χώρος, σκοτεινός, κλειστοφοβικός. Κάποιο διάστημα σιωπής. Ξαφνικά, ο ήχος μιας πόρτας που ανοίγει, στο πλάι του δωματίου. Μια αδύναμη δέσμη φωτός. Εμφανίζεται, σπρωγμένο βίαια από κάποιον, ένα σώμα με τα μάτια δεμένα και τα χέρια δεμένα πισώπλατα. Πέφτει στο πάτωμα. Η πόρτα κλείνει. Σκοτάδι. Ακινησία. Ύστερα από μια μεγάλη παύση, αρχίζει να κάνει πολύ μικρές κινήσεις. Μοιάζει να είναι γυναίκα. Ακούγεται μια αντρική φωνή από το βάθος του δωματίου που είναι εντελώς σκοτεινό.
ΦΩΝΗ: Φτάσατε. (Παύση) Με ακούτε;
Η γυναίκα κάνει μικρές κινήσεις. Μεγάλη σιωπή.
ΦΩΝΗ: Είστε καλά;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Πού βρίσκομαι;
ΦΩΝΗ: Όχι ερωτήσεις.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Πονάει όλο μου το σώμα.
ΦΩΝΗ: Θα σας περάσει, γρήγορα.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Γιατί μου δέσατε τα μάτια;
ΦΩΝΗ: Σας είπα να μην κάνετε ερωτήσεις.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν μπορώ να κουνηθώ. Με δέσανε πολύ σφιχτά.
ΦΩΝΗ: Μην ανησυχείτε. Θα σας λύσουμε αμέσως.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ευχαριστώ. (Παύση) Να μην ανησυχώ;
ΦΩΝΗ: (Ύστερα από μια παύση) Δεν μπορείτε να σηκωθείτε;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Νομίζω πως μπορώ. (Παύση) Όχι.
Από μια σκοτεινή γωνιά, εμφανίζεται μια σιλουέτα που πλησιάζει τη γυναίκα. Είναι ο άντρας που τη φωνή του ακούγαμε προηγουμένως, η εμφάνισή του είναι κανονική. Σκύβει και λύνει το πανί που έδενε τα μάτια της γυναίκας. Σηκώνεται. Η γυναίκα γυρίζει το κεφάλι της και προσπαθεί να τον κοιτάξει.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τα χέρια.
ΑΝΤΡΑΣ: Όχι ακόμα.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Γνωριζόμαστε; (Παύση) Όχι ερωτήσεις. (Παύση) Είναι πολύ σκοτεινά.
ΑΝΤΡΑΣ: Θέλετε να ανάψω το φως; Θα σας τυφλώσει.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω να δω καλύτερα το πρόσωπό σας.
ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί; Είναι ένα πρόσωπο σαν όλα τ’άλλα. Όχι, δε γνωριζόμαστε καθόλου. Πρώτη φορά συναντιόμαστε.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Η φωνή σας.
ΑΝΤΡΑΣ: Μια φωνή σαν όλες τις άλλες. Όλες οι φωνές μοιάζουν.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Όχι. Μπορεί εσείς να μην τις προσέχετε. (Παύση.) Θα ’θελα να καθίσω.
ΑΝΤΡΑΣ: Μια στιγμή.
Ο άντρας επιστρέφει στη γωνιά του. Εξαφανίζεται στο σκοτάδι. Εκείνη κοιτάζει δεξιά κι αριστερά τρομαγμένη. Προσπαθεί να σηκωθεί. Δεν τα καταφέρνει. Της πονάει το πόδι. Ξαφνικά σταματάει. Νομίζει πως είναι μόνη.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ε! (Παύση) Φύγατε; (Παύση) Με συγχωρείτε που συνεχίζω να κάνω ερωτήσεις αλλά… φύγατε; (Παύση) Να πάρει. (Παύση) Μου φαίνεται πως έσπασα το πόδι…μου σπάσανε το πόδι, οι άντρες σας μου σπάσανε το πόδι. Με ακούτε; Πού είστε; Κύριε! Γυρίστε πίσω! Δεν πιστεύω να μ’αφήσετε εδώ σ’αυτή την κατάσταση, έτσι;
ΦΩΝΗ ΑΝΤΡΑ: (έπειτα από μια παύση) Γιατί είπατε «οι άντρες σας»;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Α, εδώ είστε;
Ο άντρας προβάλλει από το σκοτάδι με μια καρέκλα. Την αφήνει στη μέση του δωματίου, στο πιο φωτεινό μέρος. Πλησιάζει τη γυναίκα και λύνει το σκοινί από τους καρπούς της.
ΑΝΤΡΑΣ: Καθήστε.
Η γυναίκα σηκώνεται με μεγάλη προσπάθεια. Κρατάει το πόδι με τα χέρια της. Κατευθύνεται προς την καρέκλα. Πέφτει. Ξανασηκώνεται όπως μπορεί. Φτάνει στην καρέκλα, σέρνοντας το πόδι της και κρατώντας το με τα χέρια. Κάθεται. Αρχίζει να κλαίει βουβά, παρά την προσπάθεια που έκανε ως τώρα να συγκρατηθεί.
ΑΝΤΡΑΣ: Μην κλαίτε.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Με πονάει.
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν έσπασε τίποτα.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Πώς το ξέρετε;
Ο άντρας την πλησιάζει. Σκύβει προς το μέρος της και της πιάνει προσεκτικά το πόδι. Το πασπατεύει. Εκείνη είναι κατατρομαγμένη, αλλά δεν κάνει καμιά κίνηση να απαλλαγεί απ’αυτόν.
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν έσπασε τίποτα.
Η γυναίκα κοιτάζει τον άντρα. Τώρα μπορεί να δει το πρόσωπό του. Τρομάζει που βλέπει πως δε φοράει κουκούλα.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Θα με σκοτώσετε;
Σιωπή. Ο άντρας σηκώνεται και μένει ακίνητος, κοιτάζοντας τη γυναίκα, χωρίς να λέει τίποτα. Εκείνη τον κοιτάζει στα μάτια. Για ένα διάστημα μένουν έτσι, κοιτάζονται. Εκείνος βάζει το χέρι του στη μέσα τσέπη του μπουφάν του και βγάζει ένα κινητό τηλέφωνο. Κοιτάζει να δει αν έχει σήμα. Βγάζει ένα χαρτάκι από άλλη τσέπη. Επαληθεύει τον αριθμό του τηλεφώνου. Τον σχηματίζει. Δίνει το τηλέφωνο στη γυναίκα.
ΓΥΝΑΙΚΑ: (στο τηλέφωνο) Εγώ είμαι. (Παύση) Είμαι καλά… (Παύση) Όχι, δε μου έκαναν τίποτα. Ακόμη. (Παύση) Η αστυνομία το ξέρει; Καλά. Ναι. Εντάξει. (Παύση) Δώσ’ τους όσα σου ζητήσουν, σε παρακαλώ. (Ο άντρας κάνει μια κίνηση που δείχνει ότι θέλει να της πάρει το τηλέφωνο. Γρήγορα:) Προσπάθησε να μην καταλάβει τίποτα το παιδί.
Ο Άντρας της παίρνει το τηλέφωνο και κλείνει.
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν είναι εύκολο. Πόσων χρόνων είναι;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Εννιά.
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν είναι εύκολο. (Κοιτάζει το ρολόι) Την είδηση θα τη λένε τώρα παντού. (Παύση) Εννιά χρόνων. Δεν είναι πια μωρό. (Παύση) Πώς το λένε;
ΓΥΝΑΙΚΑ: (αγχωμένη) Γιατί δεν είναι καλυμμένο το πρόσωπό σας; (Παύση) Τόση ώρα με δεμένα μάτια, τόσο σκοτάδι, οι κόρες των ματιών μου μεγάλωσαν, τώρα βλέπω καθαρά το πρόσωπό σας. Πολύ καθαρά. (Παύση) Καλύτερα να μην το ’βλεπα. (Παύση) Γιατί είστε μαζί μου συνέχεια; (Παύση) Πόση διορία του δώσατε; (Παύση) Πόσα ζητήσατε; (Παύση) Μπορεί να έκανα λάθος, να μην είστε εσείς ο επικεφαλής. Ίσως να μην είστε εσείς ο αρχηγός. (Παύση) Είστε ο αρχηγός;
ΑΝΤΡΑΣ: Πεινάτε;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Εσείς θα με σκοτώσετε;
ΑΝΤΡΑΣ: Διψάτε; Θέλετε να πιείτε κάτι;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ήθελα να μιλήσω με τον άντρα μου για να ξέρει πως είμαι ζωντανή. (Παύση) Πως είμαι ζωντανή ακόμα.
ΑΝΤΡΑΣ: Θα έρθει κάποιος να σας δει.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ο «εγκέφαλος»;
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν έχουμε εγκέφαλο.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Και βέβαια δεν έχετε, χα χα. (Παύση) Συγγνώμη.
ΑΝΤΡΑΣ: Αν ήμουνα στη θέση σας, εγώ θα έτρωγα πριν.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Πριν; (Παύση) Πριν από τι; (Παύση) Από τι; (…)