ΟΔΗΓΟΣ (…): Όλα άρχισαν όταν η γυναίκα τού γέρου έφυγε απ’ το χωριό και πήγε για ένα διάστημα στην πόλη. Εγώ ήμουνα πολύ μικρός, αλλά θυμάμαι πως όταν γύρισε, μετά από μήνες, κανείς δεν ήξερε τι γινόταν σ’ εκείνο το σπίτι, το μόνο σίγουρο είναι πως παρά λίγο να σκοτωθούν μεταξύ τους αυτοί οι τρεις. Οι χωριανοί έφτασαν στο αμήν. Ακούγονταν πολλά γι’ αυτούς, παράξενα πράγματα, εμένα δε μου τα ’λεγαν γιατί ήμουν ακόμα πολύ μικρός, αλλά οι άλλοι θύμωναν πολύ. Ένα βράδυ, όλο το χωριό μαζεύτηκε έξω απ’ την πόρτα τους… και… όλοι μαζί… όλοι μαζί τούς διώξαμε απ’ το χωριό. Ακόμα τους θυμάμαι ν’ ανεβαίνουν και οι τρεις το βουνό, τρέχοντας, ενώ το χωριό ολόκληρο, ακόμα και τα μωρά, τους κυνηγούσαμε και τους πετάγαμε πέτρες στο κεφάλι. Πέτρες, ξύλα, και ό,τι άλλο έπεφτε στα χέρια μας. Στη βδομάδα πάνω κατέβηκε η γυναίκα του γέρου και ζήτησε να τη βοηθήσει κάποιος ν’ ανεβάσει μερικά πράγματα. Ο πατέρας μου της έκανε τη χάρη.
Τα έβαλαν όλα σε κούτες και τα κουβάλησαν εκεί πάνω. Έκαναν δρομολόγια όλη μέρα, μ’ αυτό το φορτηγάκι που βλέπεις. Κανείς από τους τρεις δεν ξανακατέβηκε. Ποτέ. Όλα αυτά βέβαια έγιναν τουλάχιστον πριν είκοσι χρόνια. Τι να ’γινε εκεί πάνω, κανείς δεν ξέρει να σου πει στα σίγουρα. Η γυναίκα τού γέρου σταμάτησε να προσεύχεται, η Ιέρμπας έχασε το πόδι της, ο θάμνος εξαφανίστηκε κι άρχισαν να μοιράζουν το σπίτι. Αυτό είναι όλο. Προς το παρόν, ο μόνος που τολμάει ν’ ανέβει εδώ πάνω είμαι εγώ. Εγώ, και τώρα εσύ. Ο κόσμος πιστεύει πως τελικά θα σκοτωθούν μεταξύ τους. Αν και, άμα το καλοσκεφτείς, μου φαίνεται πως… Συγγνώμη που γελάω, αλλά μπορεί να το ’κανε επίτηδες. Το να έχεις μόνο ένα πόδι έχει και τα καλά του. Σε ορισμένες στάσεις τουλάχιστον, το άλλο εμποδίζει, συμφωνείς; Με πιστεύεις τώρα, έτσι; Άμα θες, σε κατεβάζω με το φορτηγάκι. Αν θες να πάρεις τα πράγματά σου, μπορώ να σε περιμένω. Θα κάνω πολλές μέρες να ξανάρθω. Δεν θα στο ξαναπώ. Κοίταξε τι θα κάνεις. Έλα, πάρε τις φωτογραφίες σου. Και μην ξεχάσεις να τους πεις για τα λεφτά. Αυτή τη φορά το λέω σοβαρά. Να προσέχεις.