του Σέρτζι Μπελμπέλ
Η μετάφραση του έργου στην ελληνική γλώσσα από τη Μαρία Χατζηεμμανουήλ τιμήθηκε το 2015 με το Βραβείο Eurodram του Maison d’ Orient.
Μια κωμωδία υψηλού κινδύνου για την οικογένεια, το ποδόσφαιρο και την οικονομική κρίση. Ο 82χρονος Ζουζέπ, ζει στο σπίτι του με τον Ρίκυ, τον νοτιοαμερικανό γηροκόμο του. Η κόρη τού Ζουζέπ, η Άννα, και ο σύζυγός της Πολ, βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση λόγω της οικονομικής κρίσης, της κρίσης που περνάει ο γάμος τους, αλλά και της επιθυμίας τους να στείλουν τη 18χρονη κόρη τους Λίζα για σπουδές στις ΗΠΑ.
Καθώς η απειλή για το μέλλον της οικογένειας μεγαλώνει, η Άννα διαπιστώνει σύντομα πως η μόνη λύση για να χρηματοδοτηθούν οι σπουδές της κόρης της είναι να φύγει από τη μέση ο πατέρας της, να μπει σε ένα δημόσιο γηροκομείο, ώστε να εξοικονομήσουν τα χρήματα που στοιχίζει ο οικιακός βοηθός και να κερδίσουν κι άλλα ενοικιάζοντας το σπίτι του. Αυτό όμως είναι πολύ δυσκολότερο απ’ όσο φαίνεται, και όταν πια η απόγνωση κορυφώνεται… όλα είναι πιθανόν να συμβούν!
Το έργο έχει μεταφραστεί στην ισπανική, τη δανική και την αγγλική γλώσσα.
Η μετάφραση του έργου στην ελληνική γλώσσα από τιμήθηκε το 2015 με το Βραβείο Eurodram του Maison d’ Orient.
Απόσπασμα του έργου από την 7η σκηνή.
ΠΟΛ: Δεν ξέρω τι να κάνω για να τον βοηθήσω.
ΛΙΖΑ: Μια ζωή τον βοηθούσες.
ΠΟΛ: Τώρα όμως με χρειάζεται περισσότερο από ποτέ. Η Λάουρα τον παράτησε. Ω. Ω.
ΛΙΖΑ: Τι είναι;
ΠΟΛ: Σκέφτομαι πως θα μπορούσε να’ χε συμβεί σε μένα. Για έναν χρόνο και κάτι…
ΛΙΖΑ: Για έναν χρόνο… τι;
ΠΟΛ: Ο Ζαν μόλις έκλεισε τα πενήντα πέντε. Εγώ πόσο είμαι;
ΛΙΖΑ: Πενήντα τρία;
ΠΟΛ: Τον άλλο μήνα κλείνω τα πενήντα τέσσερα. Για έναν χρόνο και κάτι, τη γλύτωσα.
ΛΙΖΑ: Θα παίρνει όμως μια σύνταξη. Θα μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Ν’ αφιερώνει τον χρόνο του σε ό,τι πραγματικά του αρέσει. Εξαρτάται πώς το βλέπεις, μπορεί να είναι και τύχη.
ΠΟΛ: Η σύνταξη δεν είναι ούτε το σαράντα τοις εκατό του μισθού του. Δεν θα μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, αλλά ό,τι του επιτρέπει η μίζερη σύνταξη που του αναλογεί. Είναι απίστευτο, πενήντα πέντε χρόνων, με ένα σώμα υγιές και δυνατό ακόμα, να σου μένει πάνω απ’ το ένα τρίτο της ζωής για να ζήσεις, και μια παγκόσμια κωλοκατάσταση, που την έχουν φτιάξει όσοι κινούν τα γρανάζια αυτής της σκατομηχανής, να σε καταδικάζει σε θάνατο. Το ένα τρίτο της ζωής σου το περνάς κοιμισμένος, το άλλο ένα τρίτο σπουδάζοντας και δουλεύοντας και το τελευταίο αργοπεθαίνοντας. Και τα τρία τρίτα τα περνάς προσπαθώντας να καταλάβεις ποιο είναι το νόημα σε όλο αυτό. Ω. Ω.
ΛΙΖΑ: Τα βλέπεις όλα κατάμαυρα. Τι έχεις πάλι, μπαμπά;
ΠΟΛ: Δεν ξέρω πώς να το πω στη μητέρα σου…
ΛΙΖΑ: …;
ΠΟΛ: Έδωσα ένα δάνειο στον Ζαν. Με την πρόωρη σύνταξη και το διαζυγιο, έχει διαλυθεί. Προτού, λοιπόν, αποπειραθεί ξανά…
ΛΙΖΑ: Αποπειραθεί ξανά, τι;
ΠΟΛ: Τίποτα…
ΛΙΖΑ: Πόσα του έδωσες;
ΠΟΛ: Όλες τις οικονομίες μου.
ΛΙΖΑ: Μπαμπά.
ΠΟΛ: Ένιωθα… Ο Ζαν ήταν ο καλύτερος υπάλληλος της εταιρείας. Καλύτερος κι από μένα, κι από όλους αυτούς τους αλαζόνες πιτσιρικάδες με τα σπουδαία βιογραφικά που ήρθαν τελευταία. Είναι άδικο. Σώθηκα παρά ένα χρόνο και κάτι. Κι εκείνος καταδικάστηκε, για μερικούς μήνες παραπάνω. Ένιωσα… ένοχος. Πώς μπορεί να καταλάβει κανείς ένα πράγμα τόσο παράλογο;
ΛΙΖΑ: Η κρίση. Μας οδηγεί σε ενέργειες τρελές, αλλά απαραίτητες, φαντάζομαι. Το ερώτημα είναι, αν ήταν απόλυτα αναγκαίο να δώσεις όλες τις οικονομίες σου στον Ζαν, τώρα που, εκτός των άλλων, σου έκαναν και περικοπές στον μισθό.
ΠΟΛ: Ήταν. Είναι.
ΛΙΖΑ: Για να συνεχίσει να σε θεωρεί τον καλύτερό του φίλο, μπορεί.
ΠΟΛ: Τι θα πει η μαμά όταν το μάθει;
ΛΙΖΑ: Θα βάλει τις φωνές, μάλλον. Θα σε στολίσει με όλα τα κοσμητικά. Θα σου πει πως, για τον καλύτερό σου φίλο, κάνεις πράγματα που δεν κάνεις για την οικογένειά σου. Πως είσαι κακός σύζυγος και κακός πατέρας.
ΠΟΛ: Το σκέφτεσαι κι εσύ αυτό;
ΛΙΖΑ: Πως είσαι κακός σύζυγος; Δεν το ξέρω. Πως είσαι κακός πατέρας, ναι. Μερικές φορές.
ΠΟΛ: Πότε, ας πούμε;
ΛΙΖΑ: Τώρα. Αυτή τη στιγμή.