21ος αιώνας
Στο σαλόνι, η ΚΟΡΗ, ο ΕΓΓΟΝΟΣ, με το ηλεκτρονικό παιχνίδι, η ΥΠΗΡΕΣΙΑ και ο ΠΑΤΕΡΑΣ, που έχει βγει από το δωμάτιο και στηρίζεται στο μπαστούνι του. Η μουσική από πάνω, στη διαπασών. Ακούγονται φωνές.
ΠΑΤΕΡΑΣ: Γιατί ήρθες;
ΚΟΡΗ (στον ΕΓΓΟΝΟ): Αυτός είναι ο παππούς σου. (Παύση.) Δώσ’ του ένα φιλί. (Στον ΠΑΤΕΡΑ.) Είναι ο μικρός. Οι άλλοι τρεις… δεν μπόρεσαν να έρθουν.
Ο ΕΓΓΟΝΟΣ σηκώνεται κακόκεφος και πλησιάζει τον ΠΑΤΕΡΑ. Του δίνει το χέρι.
ΠΑΤΕΡΑΣ: Γεια σου. (Δεν δίνει το χέρι του.) Όχι. Δεν χρειάζεται. (Παύση.) Όταν ήμουν μικρός σιχαινόμουν κι εγώ να φιλάω τους γέρους. Η μυρωδιά έμενε στη μύτη μου όλη τη μέρα και η επαφή με το πλαδαρό, ιδρωμένο δέρμα μου έφερνε αναγούλα. Το ίδιο δεν νιώθεις κι εσύ; Το καταλαβαίνω, το καταλαβαίνω, (Παύση.) Έλα, έλα, κάθισε.
ΕΓΓΟΝΟΣ: Όπως θες. Εσύ αποφασίζεις. (Παύση.) Τα αδέρφια μου σου στέλνουν πολλά χαιρετίσματα.
ΠΑΤΕΡΑΣ: Πώς μπορεί να μου στέλνουν χαιρετίσματα αφού δεν με γνωρίζουν; (Παύση.) Ο πατέρας σου, δεν μου στέλνει;
ΕΓΓΟΝΟΣ (Παύση.): Έχω χρόνια να τον δω.
ΠΑΤΕΡΑΣ: A. (Σιωπή. Η ΥΠΗΡΕΣΙΑ πλησιάζει τον ΠΑΤΕΡΑ.) Καλά είμαι.
ΚΟΡΗ: Μπορούμε να μιλήσουμε… μόνοι μας;
ΠΑΤΕΡΑΣ: Γι’ αυτήν το λες; Ζει σ’ αυτό το σπίτι. Μπορεί να ακούσει τα πάντα.
ΥΠΗΡΕΣΙΑ: Πρέπει να πάω για ψώνια.
ΠΑΤΕΡΑΣ: Όχι τώρα. (Παύση.) Γιατί ήρθες;
ΚΟΡΗ: (Παύση.) Πεθαίνω.
ΠΑΤΕΡΑΣ: (Τεταμένη παύση.) Κι εγώ.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ πηγαίνει στο δωμάτιό του. Η μουσική των από πάνω σταματάει απότομα. Ακούγονται μόνο βήματα. Ο ΠΑΤΕΡΑΣ στο δωμάτιό του και η ΚΟΡΗ στο σαλόνι, κλαίνε σιωπηλά. Σκοτάδι.