Του Φάμπιο Μάρρα
Το έργο “Μαζί”, αντιμετωπίζει ένα παγκόσμιο αλλά άγνωστο θέμα: την “κανονικότητα”. Υπάρχει “κανονικότητα”; Τι σημαίνει να είσαι “φυσιολογικός”;
Η Ιζαμπέλα είναι αποφασισμένη να ζήσει μαζί με τον 35χρονο αφελή, παρορμητικό και γενναιόδωρο γιο της Μικέλε. Η κόρη της Σάντρα επιστρέφει μετά από δέκα χρόνια απουσίας με σκοπό να προσκαλέσει τη μητέρα της στο γάμο της, όχι όμως και τον αδελφό της Μιγκέλ για τον οποίο ντρέπεται.
Τι συμβαίνει σήμερα όταν κάποιος μας χρειάζεται επειδή δεν ταιριάζει στον κόσμο μας; Υπάρχουν ζωές που δεν αξίζει να τις ζήσουν όσοι τις έχουν; Σε αυτή την περίπτωση, ποιος θα αποφασίσει ποιες είναι αυτές οι ζωές; Είμαστε διατεθειμένοι να αποδεχθούμε το διαφορετικό;
Ο Φάμπιο Μάρρα είναι ένας Ιταλός (Ναπολιτάνος) στην καταγωγή συγγραφέας που γράφει σε τρεις γλώσσες, ιταλικά, ισπανικά κια γαλλικά. Το έργο έκανε πρεμιέρα στη γαλλία όπου και απέσπασε δυο υποψηφιότητες για τα βραβεία Moliere, μία για το έργο και μία για την πρωταγωνίστρια Catherine Arditi που ερμήνευσε τον ρόλο της μητέρας. Στη συνέχεια το έργο ανέβηκε στην Ισπανία, σε σκηνοθεσία του γνωστού στην Ελλάδα συγγραφέα Χουάν Κάρλος Ρούμπιο (Αριζόνα, Οι πληγές του ανέμου, Tres) και γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Τον ρόλο τη μητέρας ερμήνευσε στην ισπανική εκδοχή του έργου η Κίτι Μάνβερ (ίσως τη θυμούνται κάποιοι από το La casa de papel όπου ερμηνεύει τον ρόλο της μητέρας της πρωταγωνίστριας αστυνομικού Ρακέλ, η οποία πάσχει από άνοια).
Απόσπασμα του έργου
ΣΚΗΝΗ 1
(Το σπίτι της Ιζαμπέλα. Η κουζίνα ενός φτωχικού διαμερίσματος σ’ ένα κτίριο της παλιάς πόλης στη Νάπολη. Στο βάθος ένα παράθυρο και η πόρτα εισόδου. Η Ιζαμπέλα ανοίγει την πόρτα. Μπαίνει.)
Ιζαμπέλα: Μικέλε! Γρήγορα! Θ’ ανέβεις επιτέλους; Πρόσεχε τις σακούλες! Μην τις χτυπάς στα κάγκελα, θα σπάσουν τ’ αυγά!
(Μπαίνει ο Μικέλε. Σε κάθε χέρι του κρέμεται μια σακούλα με τα ψώνια.)
Μικέλε: Έσπασαν.
Ιζαμπέλα: Το ‘ξερα! Γι’ αυτό σου είπα, δώσε μου εμένα τις σακούλες, να τις κουβαλήσω εγώ. Ορίστε τώρα! Τ’ αγόρασα για να τα πετάξω! (Ο Μικέλε αφήνει τις σακούλες που πέφτουν στο πάτωμα) Πρόσεχε! Ουφ! Ξέρεις τι ξεχάσαμε;
Μικέλε: Τι ξεχάσαμε;
Ιζαμπέλα: Κάναμε ολόκληρο γύρο για να περάσουμε από μπροστά και τελικά ορίστε, το ξεχάσαμε. (Ανοίγει την τσάντα της, βγάζει το πορτοφόλι.) Έλα, πετάξου μια στιγμή, πήγαινε στο περίπτερο να μου πάρεις μερικά σταυρόλεξα κι ένα Ξυστό. Αλλά μην πας στο περίπτερο εδώ από κάτω, δεν μου αρέσει ο Φεδερίκο, είναι κωλόπαιδο, πήγαινε στο άλλο, αυτό που είναι δίπλα στο σχολείο, από εκεί που περάσαμε. Άντε, πήγαινε!
Μικέλε: Πάω.
Ιζαμπέλα: Πού πας;
Μικέλε: Πού πας;
Ιζαμπέλα: Ναι, πού πας;
Μικέλε: Πάω ν’ αγοράσω τα σταυρόλεξα κι ένα Ξυστό.
Ιζαμπέλα: Και πώς θα τα πληρώσεις;
Μικέλε: Και πώς θα τα πληρώσεις;
Ιζαμπέλα: Πού πας χωρίς λεφτά;
Μικέλε: Πού πας χωρίς λεφτά;
Ιζαμπέλα: Μην επαναλαμβάνεις ό,τι λέω και κούμπωσε το σακάκι σου.
Μικέλε: Όχι.
Ιζαμπέλα: Κούμπωσε το σακάκι σου, είπα. Τι το φοράς αφού το έχεις πάντα ξεκούμπωτο; (Κουμπώνει το σακάκι του Μικέλε.)
Μικέλε: Α!
Ιζαμπέλα: Μη γκρινιάζεις, ούτε που σε ακούμπησα!
Μικέλε: Mμ, μμ.
Ιζαμπέλα: Πάρε. ( Του δίνει ένα χαρτονόμισμα των 5 ευρώ.)
Άντε, γρήγορα.
Μικέλε: Πάω.
Ιζαμπέλα: Μικέλε, μην τρέχεις!
Μικέλε: Και πώς θα πάω γρήγορα άμα δεν τρέξω;
Ιζαμπέλα: Βρες τον τρόπο.
Μικέλε: Mμ, μμ.
(Ο Μικέλε βγαίνει.)
Ιζαμπέλα: Κάναμε το γύρο για να περάσουμε μπροστά από το άλλο περίπτερο και το ξέχασα… και σαν να μην έφτανε αυτό, έσπασε και τ’ αβγά, τα ‘σπασε! (αρχίζει να βγάζει τα ψώνια από τις σακούλες και τα ακουμπάει πάνω στο τραπέζι. Αφήνει το χαρτί υγείας πάνω σε μια καρέκλα και τις άδειες σακούλες από πάνω.) Βέβαια, αφού μας περισσεύουν τα λεφτά, τα πετάμε. Τι είναι μισή ντουζίνα αβγά; Τίποτα! Και είπα να την κάνω τη θυσία και να πάρω ελευθέρας βοσκής, που είναι πιο ακριβά. Δεν πρέπει να αγοράζουμε αυγά πτηνοτροφείου, του Χριστού τα πάθη τραβάνε οι καημένες οι κότες, πρέπει να αγοράζουμε αβγά από κότες ελευθέρας βοσκής, και πάει αυτός και μου τα σπάει! Για να δω, μήπως σώθηκε κανένα… ( ανοίγει το κουτί με τα αβγά και κοιτάζει μέσα.) Δεν έσπασαν! Με δουλεύει! Κοίτα τα, μια χαρά είναι, σώα και αβλαβή. Μέχρι να γυρίσει να του τα σπάσω στο κεφάλι. (Παίρνει την απόδειξη από τα ψώνια.) Λοιπόν, έχουμε και λέμε, τις ντομάτες τις έβαλε, τα μακαρόνια τα έβαλε, τα κρεμμύδια, το χαρτί υγείας… (ψάχνει το χαρτί υγείας, δεν το βρίσκει. Σηκώνει τις σακούλες και βλέπει το χαρτί υγείας.) Εδώ είναι. Το γάλα, ένα μπουκάλι, το λάδι, δύο μπουκάλια. Τι; Το χτύπησε δύο φορές; Επίτηδες το έκανε! Δύο μπουκάλια λάδι από 4 ευρώ, είναι 8 ευρώ, τον κλέφτη! Τι κλέφτης! Δεν είναι να ‘χεις εμπιστοσύνη σε κανέναν. Πώς να έχεις; Πώς; Λίγο ν’ αφαιρεθείς, σ’ έκλεψε… (Παίρνει μολύβι και χαρτί. ) Κατεβαίνω τώρα αμέσως και θα δεις τι έχει ν’ ακούσει ο παλιοκλέφτης!