του Σέρχιο Μπλάνκο
Μετάφραση σε συνεργασία με τον Δημήτρη Ψαρρά
Στο Kiev, ο συγγραφές επιλέγει ως σημείο εκκίνησης τον Βυσσινόκηπο, όπου ο Τσέχοφ μάς εκθέτει την αμείλικτη επέλαση του αστικού και οικοδομικού εγχειρήματος του Ερμολάι Λοπάκιν, ο οποίος αποβλέποντας σ’ ένα καλύτερο και πιο κερδοφόρο μέλλον, αποφασίζει να ισοπεδώσει έναν ολόκληρο βυσσινόκηπο και να χτίσει εξοχικές κατοικίες για την αναδυόμενη αστική τάξη εκείνης της εποχής. Έχει περάσει ένας αιώνας από τότε και το Kiev, δίκην απολογισμού όλου του προηγούμενου αιώνα, προτείνει την επίσκεψη εκατό χρόνια μετά σε ένα απ’ αυτά τα εξοχικά σπίτια, χτισμένα πάνω στο πτώμα των ισοπεδωμένων βυσσινιών, για να μας φέρει σε επαφή με τα πρόσωπα που το κατοικούν σήμερα. Σιγά-σιγά, και με σημείο αναφοράς μια μυστηριώδη πισίνα που καλεί τα πρόσωπα του έργου να βουτήξουν μέσα στα ταραγμένα νερά ενός σκοτεινού παρελθόντος, θα αρχίσουν να αντηχούν οι ανείπωτες κραυγές μιας σειράς από εγκλήματα, δολοφονίες και εξαφανίσεις, κραυγές που γίνονται όλο και πιο ενοχλητικές για τη μνήμη όλων αυτών των ανθρώπων. Ένας-ένας, θ’ ανακαλύψουν πως ο μόνος τρόπος για να επιβιώσουν είναι να καλύψουν μ’ ένα πέπλο σιωπής το παρελθόν που τους συνδέει, για να μπορέσουν κάποια στιγμή να αρνηθούν ακόμα και την ίδια του την ύπαρξη.
ΈΙΡΕΝ, τον διακόπτει. Μην ανησυχείς. Τον ξέρεις καλά. Χαμηλώνει τη φωνή. Πού είναι;
ΕΣΒΑΛΝΤ, στο αυτί. Στην άλλη πλευρά της πισίνας. Δείχνει προς το βάθος του κήπου όπου βρίσκεται ο ΑΛΝΤΕΝ με την πλάτη γυρισμένη σ’ αυτούς.
ΈΙΡΕΝ. Πρέπει να το καταλάβουμε. Χαμηλώνει κι άλλο τον τόνο της φωνής της. Δεν είναι εύκολο γι’ αυτόν.
ΕΣΒΑΛΝΤ. Ούτε για μένα. Για κανέναν δεν είναι.
ΈΙΡΕΝ. Γι’ αυτόν όμως είναι χειρότερα. Η ζωή του είναι ένα τηλεκοντρόλ, Έβι. Κάνει με το κεφάλι της νεύμα προς το μέρος όπου βρίσκεται ο ΑΛΝΤΕΝ. Τον βλέπω εκεί. Σ’ αυτό το καροτσάκι. Μ’ αυτόν τον ανυπόφορο θόρυβο κάθε φορά που πάει απ’ τη μια μεριά στην άλλη. Φρίκη. Καμιά φορά μάλιστα αναρωτιέμαι, γιατί δεν έπεσε αυτός αντί για τον Μίκα στην πισίνα.
ΕΣΒΑΛΝΤ, ανήσυχος μήπως τους ακούσει ο ΑΛΝΤΕΝ. Έιρεν!
ΈΙΡΕΝ. Εντάξει. Το ξέρω.
ΕΣΒΑΛΝΤ, της κάνει νόημα να χαμηλώσει τη φωνή της. Μπορεί να σ’ ακούσει.
ΈΙΡΕΝ, χαμηλώνει τον τόνο της φωνής της. Είναι φρικτό που το λέω. Αλλά έτσι νιώθω. Και όσο περνάνε τα χρόνια χειροτερεύει. Όταν ήταν πιο μικρός τον λυπόμουν που τον έβλεπα στο καροτσάκι. Τώρα που είναι ολόκληρος άντρας, Έβι, με εξοργίζει.
ΕΣΒΑΛΝΤ. Έιρεν!
ΈΙΡΕΝ. Αλήθεια σου λέω. Οργή μαζί με αποστροφή. Βάζει το χέρι της στο μέτωπο. Η κατάσταση όλο και χειροτερεύει.
ΕΣΒΑΛΝΤ, εξακολουθεί να ελέγχει την ένταση της φωνής. Οι γιατροί; Τι λένε;
ΈΙΡΕΝ. Ότι θα χειροτερεύει όσο περνάει ο καιρός. Σιγά-σιγά, το σώμα αποκοιμιέται. Είναι σαν να αργοπεθαίνεις ζωντανός, Έβι. Δεν μπορεί ούτε τα χέρια του να κουνήσει πια..
ΕΣΒΑΛΝΤ. Κανένα;
ΈΙΡΕΝ. Με δυσκολία το αριστερό για να χειρίζεται το κοντρόλ. Τα χειρότερα όμως δεν ήρθαν ακόμα. Οι γιατροί λένε πως σε λίγο καιρό θα πρέπει να του βάλουν αναπνευστήρα.
ΕΣΒΑΛΝΤ. Από τώρα;
ΈΙΡΕΝ, γνέφει “ναι” με το κεφάλι. Τον προηγούμενο μήνα είχε δυο κρίσεις. Είναι τρομακτικό. Δεν περνάει ο αέρας. Οι αναπνευστικοί μύες των πνευμόνων, με τον καιρό αδρανούν κι αυτοί εντελώς.
ΕΣΒΑΛΝΤ. Και τι κάνατε;
ΈΙΡΕΝ. Τηλεφωνήσαμε σε μια νύχτα τέσσερις φορές στα επείγοντα. Έπρεπε να τον έβλεπες κάτω στο πάτωμα σαν το σκυλί, με αφρούς στο στόμα. Ο ΕΣΒΑΛΝΤ τής κάνει νόημα να χαμηλώσει τον τόνο της φωνής. Πραγματικά τρομακτικό.
ΕΣΒΑΛΝΤ. Το φαντάζομαι.
ΈΙΡΕΝ. Ευτυχώς έχω τη Δάφνη, που με βοηθάει. Μόνη μου δε θα άντεχα. Και το χειρότερο είναι πως μπορεί να ζήσει για χρόνια έτσι, Έβι. Σκέτη φρίκη.
Ο ΑΛΝΤΕΝ πλησιάζει στην πισίνα χωρίς εκείνοι να το αντιληφθούν.
ΕΣΒΑΛΝΤ, χαμηλόφωνα. Και δε γίνεται…; Σταματάει.
ΈΙΡΕΝ, γνέφει “όχι” με το κεφάλι. Δε θέλω να το σκέφτομαι αυτό. Τουλάχιστον για την ώρα.
ΕΣΒΑΛΝΤ. Ίσως είναι το καλύτερο
ΈΙΡΕΝ. Όταν έρθει η στιγμή θα το δούμε.
ΕΣΒΑΛΝΤ. Το καλύτερο για όλους. Γι’ αυτόν. Για σας. Για όλους.
ΈΙΡΕΝ. Ίσως.
ΕΣΒΑΛΝΤ. Εγώ μπορώ να αναλάβω να…
ΈΙΡΕΝ, τον διακόπτει. Αργότερα. Σκουπίζει το μέτωπό της με το μαντήλι. Κάνει πολλή ζέστη απόψε. Τι ώρα είναι;
ΆΛΝΤΕΝ, απ’ την άλλη μεριά της πισίνας. Σχεδόν εννιά.
ΈΙΡΕΝ, ανήσυχη στη σκέψη ότι μπορεί ο ΑΛΝΤΕΝ να άκουσε τη συζήτηση. Άλντεν!
ΆΛΝΤΕΝ. Κάνει αφόρητη ζέστη.
ΈΙΡΕΝ. Δεν σε είχα δει.
ΆΛΝΤΕΝ. Είναι όλη μου η πλάτη μούσκεμα. Έχει αρχίσει να με τρώει παντού. Πλησιάζει την ΕΙΡΕΝ. Πρέπει να με σκουπίσεις με κάτι.
ΈΙΡΕΝ. Δεν είναι φυσιολογική αυτή η ζέστη, τέτοια εποχή.
(…)
ΕΣΒΑΛΝΤ, κοιτάζει τον ουρανό. Λένε πως αύριο θα χειροτερέψει.
ΈΙΡΕΝ. Πόσο;
ΕΣΒΑΛΝΤ. Δεν άκουσα καλά. Άκουσα μόνο πως προβλέπουν ένα πολύ καυτό σαββατοκύριακο. Καύσωνα.
ΈΙΡΕΝ. Είναι βαρύς ο αέρας.
ΕΣΒΑΛΝΤ. Δεν είναι και πολύ φυσιολογικό τέτοια εποχή, για να λέμε την αλήθεια.
ΆΛΝΤΕΝ, δείχνει το μπράτσο της αναπηρικής του καρέκλας. Το χειριστήριο, κάνει πάλι τα δικά του.
ΈΙΡΕΝ. Ξανά;
ΆΛΝΤΕΝ. Η όπισθεν.
ΈΙΡΕΝ, εξακολουθεί να τον σκουπίζει. Πριν δεκαπέντε μέρες το κοίταξαν και είπαν πως ήταν μια χαρά.
ΆΛΝΤΕΝ. Πρέπει ν’ αγοράσουμε καινούργιο.
(…)
ΈΙΡΕΝ, κοιτάζει τις ρόδες. Μήπως φταίνε οι ρόδες;
ΆΛΝΤΕΝ. Σου λέω πως φταίει το μοτέρ.
ΈΙΡΕΝ. Δεν καταλαβαίνω τότε γιατί μας είπαν πως δεν είχε πρόβλημα.
ΆΛΝΤΕΝ. Είμαι πια βαρύς γι’ αυτό το μοτέρ.
ΈΙΡΕΝ. Δεν έχει σχέση.
ΆΛΝΤΕΝ. Έπρεπε να το έχουν αλλάξει τουλάχιστον πριν από δύο χρόνια. Χρειάζομαι καινούργιο.
ΈΙΡΕΝ, κοιτάζει τον ΕΣΒΑΛΝΤ. Αύριο, θα το κοιτάξει ο Έβι.
ΕΣΒΑΛΝΤ, γνέφει “ναι” με το κεφάλι. Στο γκαράζ υπάρχουν χιλιάδες εργαλεία.
ΈΙΡΕΝ, παίρνει μια ανάσα. Δεν μπορείς να πάρεις ανάσα.
ΑΛΝΤΕΝ. Και να έχεις και πρόβλημα με την πισίνα.
ΈΙΡΕΝ. Σαν να μην υπάρχει αέρας.
ΆΛΝΤΕΝ. Πάντως, αν το νερό ήταν εντάξει, θα μπορούσατε να κάνετε μπάνιο.
(…)
ΕΣΒΑΛΝΤ. Αύριο θα λυθεί το πρόβλημα. Καθώς κατευθύνεται προς το εσωτερικό του σπιτιού. Πάω να φέρω κάτι δροσερό να πιούμε.
ΆΛΝΤΕΝ. Αν ήταν εντάξει το νερό, ακόμα κι ο αέρας θα ήταν διαφορετικός.
ΕΣΒΑΛΝΤ. Έχει δίκιο, Έιρεν. Ο αέρας θα ήταν πιο δροσερός.
Ο ΕΣΒΑΛΝΤ μπαίνει στο σπίτι.
ΈΙΡΕΝ. Άλντεν, για όνομα του Θεού!
ΆΛΝΤΕΝ. Τι συμβαίνει;
ΈΙΡΕΝ. Καλύτερα να τελειώσει η κουβέντα για την πισίνα.
ΆΛΝΤΕΝ. Είναι έτσι εδώ και μέρες, μαμά.
ΈΙΡΕΝ. Δεν είναι κάτι σοβαρό.
ΆΛΝΤΕΝ, καθώς κατευθύνεται προς την άκρη της πισίνας. Εδώ και εβδομάδες. Μήνες. Χρόνια.
ΈΙΡΕΝ. Τι λες;
ΆΛΝΤΕΝ. Το νερό είναι εντελώς βαλτωμένο.
ΈΙΡΕΝ. Πώς το ξέρεις;
ΆΛΝΤΕΝ, κάνει ένα νεύμα προς το εσωτερικό της πισίνας. Δεν τη βλέπεις;
ΈΙΡΕΝ. Ποια;
ΆΛΝΤΕΝ. Την κρούστα στην επιφάνεια.
ΈΙΡΕΝ, χωρίς να θέλει να πλησιάσει στην πισίνα. Εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’ αυτά.
ΆΛΝΤΕΝ. Το νερό δεν είναι απλώς μολυσμένο.
ΈΙΡΕΝ. Τι θες να πεις;
ΆΛΝΤΕΝ. Το νερό είναι εντελώς σάπιο.
ΈΙΡΕΝ, έκπληκτη. Σάπιο;
(…)
ΆΛΝΤΕΝ, κοιτάζει αν ο ΕΣΒΑΛΝΤ έρχεται στον κήπο. Γιατί κάτι μας κρύβει.
ΈΙΡΕΝ. Τι είναι αυτά που λες;
ΆΛΝΤΕΝ. Αυτό που ακούς.
ΈΙΡΕΝ. Σαν τι θέλει να μας κρύψει δηλαδή;
ΆΛΝΤΕΝ. Κάτι.
ΈΙΡΕΝ. Κάτι, τι;
ΆΛΝΤΕΝ. Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να το ξέρω.
ΈΙΡΕΝ. Άλντεν, γιατί πάντα σού καρφώνονται τέτοιες ιδέες στο κεφάλι;
ΆΛΝΤΕΝ. Γιατί είναι αλήθεια.
ΈΙΡΕΝ. Ο θείος σου δε μας κρύβει τίποτα.
ΆΛΝΤΕΝ. Υπάρχει κάτι περίεργο σε όλη αυτή την ιστορία.
ΈΙΡΕΝ. Κάτι περίεργο. Κάτι περίεργο. Όχι, Άλντεν. Δεν υπάρχει τίποτα περίεργο σε όλα αυτά. Στο μυαλό σου είναι. Το νερό έχει βρωμίσει κι αυτό είναι όλο. Δεν υπάρχει λόγος να φανταζόμαστε πολύπλοκα πράγματα.
(…)
ΆΛΝΤΕΝ. Πώς γίνεται να μην το βλέπεις ότι κάτι μας κρύβει;