skip to Main Content

του Ζουζέπ Μαρία Μιρό

Μονόλογος (με επτά φωνές) για έναν/μια ηθοποιό, το φύλο, η ηλικία και η σωματική διάπλαση του οποίου δεν ενδιαφέρει.

Περίληψη

Το σώμα ενός δεκαεπτάχρονου αγοριού, του Αλμπέρτ, βρίσκεται νεκρό σε ένα χωράφι, με ένα κόκκινο μαγιό και αθλητικά παπούτσια. Η ανακάλυψη του πτώματος είναι η αρχή αυτού του έργου που έχει γραφτεί για έναν/μία μόνο ηθοποιό. Ένας μονόλογος για επτά φωνές, σαν τελετουργία εξορκισμού, που  εμβαθύνει στο τραγικό γεγονός  με φόντο το όμορφο αγροτικό τοπίο ενός μικρού χωριού. Ενός χωριού στο οποίο δεν συμβαίνει ποτέ τίποτα. Θα γνωρίσουμε μερικούς από τους κατοίκους του, τα μυστικά που κρύβονται  στις σχέσεις τους και κυρίως τη φιγούρα του πατέρα του νεκρού, του Ράμις, που πέθανε πριν από μια δεκαετία και αποτελεί ένα αποφασιστικό κομμάτι για την ολοκλήρωση αυτού του τραγικού παζλ.

Το έργο τιμήθηκε με το σπουδαίο Βραβείο Born το 2020, με το οποίο ο συγγραφέας του τιμάται για τρίτη φορά, και είναι ο μοναδικός καταλανός συγγραφέας που έχει φτάσει 3 φορές σε αυτή την κορυφαία τιμητική διάκριση. Τον Οκτώβριο του 2022 τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο Δραματουργίας της Ισπανίας.

Το πιο όμορφο σώμα... έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Τεμποράδα Άλτα της Τζιρόνα το 2021 σε σκηνοθεσία Ξαβιέρ Αλμπερτί, με πρωταγωνιστή τον Pere Arquillué και απέσπασε διθυράμβους από κοινό και κριτικούς.

Στη φωτογραφία το εξώφυλλο από την πρώτη έκδοση του έργου, ένα τοπίο από τη γενέτειρα του συγγραφέα, σύμφωνα με τον οποίο αυτό θα μπορούσε να είναι το μέρος όπου βρέθηκε το πτώμα του νεαρού Αλμπέρτ.

Στο απόσπασμα του έργου που ακολουθεί, ο/η Ελισέου, που το έχει σκάσει από το χωριό μόλις βρίσκουν το πτώμα του Αλμπέρτ, γιατί ξέρει ότι θα τον αναζητήσει η αστυνομία (να συλληφθούν οι συνήθεις ύποπτοι), περιγράφει το όνειρο που είδε. Στην ουσία, ο ΖΜ Μιρό περιγράφει το πρώτο λοκντάουν της πανδημίας.

“Στο ύπαιθρο, προστατευμένη από τα αστέρια και τα νυχτοπούλια, ονειρεύτηκα το χωριό. Κάποια δύναμη δεν άφηνε τους ανθρώπους να βγουν από τα σπίτια τους. Όσο κι αν προσπαθούσαν, δεν μπορούσαν. Έξω, η φύση έκανε κατάληψη στους χώρους που ήταν πρώτα δικοί τους. Τους θύμιζε ότι ποτέ δεν τους ανήκε τίποτα απ’ αυτά. Ήταν απλώς ένας αντικατοπτρισμός. Ένα δάνειο. Προσωρινό. Οι στέγες γέμισαν πουλιά που δεν άφηναν να φανούν ούτε τα κεραμίδια. Μια γραμμή, ελαφρώς καμπύλη, από σπουργίτες, κοτσύφια, σπίνους, γεράκια και ψαρόνια είχε εξαφανίσει τα σκοινιά που απλώνουμε τα ρούχα. Στους δρόμους και τις πλατείες κυκλοφορούσαν ελάφια, αλεπούδες, κουνέλια, πέρδικες… ό,τι είδους ζώα μπορείς να φανταστείς. Ακόμα και κάποια παράξενα. Μυθολογικά. Αδιανόητα. Ενός ανύπαρκτου εξωτισμού. Επινοημένα ίσως. Όνειρο ήταν. Το έχουν αυτό τα όνειρα. Στο χωριό μου ονειρευόμαστε περισσότερο από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου. Κανονικά, βλέπουμε κυρίως εφιάλτες. Εγώ έχω ένα χάρισμα με τα όνειρα. Θα στο πω. Μπορεί. Οι ρίζες άρχισαν να σηκώνουν τα τσιμέντα και τα λιθόστρωτα. Μια ομορφιά…τρομακτική. Σιγά σιγά γινόταν αδύνατον πια να ανοίξεις τις πόρτες γιατί η φύση τυλιγόταν γύρω από τα σπίτια και τα έτρωγε. Κλεισμένοι εκεί μέσα, τώρα, μπορούσαν να δουν μόνο τους εαυτούς τους. Δεν τους άρεσε. Τους φαινόταν ανυπόφορο. Όσοι ζούσαν μόνοι… κάποιοι έκαναν εμετό ή έπεφταν κάτω με σπασμούς. Άλλοι χτυπούσαν το κεφάλι τους στους τοίχους. Στις πόρτες. Στα τζάμια των παραθύρων. Το έσπαγαν. Κεφάλια σαν καρπούζια. Προσπαθούσαν να βγάλουν τα νύχια τους. Δάκτυλα σαν χειροβομβίδες. Όσοι ζούσαν με παρέα χτυπούσαν ο ένας τον άλλον. Έβγαζαν ο ένας τα μάτια και τα μαλλιά του άλλου. (Παύση. Χαμογελάει.) Δεν ξέρω τι άλλο συνέβαινε… Τι έπρεπε να συμβεί; (Παύση.) Τα όνειρα πεθαίνουν όποτε θέλουν, συνήθως στο πιο ενδιαφέρον σημείο. Μπορεί τελικά το χωριό να εξοντώθηκε. Μπορεί να σώθηκε κάποιος. Μπορεί να μην έμεινε κανένα ίχνος του και κανείς να μη θυμόταν ποτέ πια τίποτα. Μπορεί, αν επιζούσε κάποιος, να χρειαζόταν να τα ξαναφτιάξει όλα απ’ την αρχή, σαν να μην υπήρξε ποτέ τίποτα. Μπορεί να είναι το καλύτερο, έτσι;”
Back To Top