skip to Main Content

Του Τζόρντι Γκαλθεράν 

 

Τέσσερις αλπινίστριες, η ΑΝΝΑ (40 ετών), η ΤΖΟΥΛΙΑ (35 ετών), η KATIA(40 ετών) και η ΛΑΟΥΡΑ (25 ετών) βρίσκονται στο Φιτζ Ρόυ, ένα βουνό ύψους 3.405 μέτρων, στο παγοπέδιο της Νότιας Παταγονίας, μεταξύ Αργεντινής και Χιλής. Οι τρεις μεγαλύτερες γνωρίζονται πολλά χρόνια μεταξύ τους αλλά και με τη Λάουρα, τη μικρότερη, έχουν κάνει ήδη πολλές αναρριχήσεις μαζί. Την ώρα που αρχίζει το έργο βρίσκονται σε ένα σημείο για ξεκούραση των αλπινιστών, που ονομάζεται Το κάθισμα των Γάλλων, στα 2800 μέτρα ύψος, από όπου αρχίζει η τελική ανάβαση προς την κορυφή. Ο καιρός είναι ευνοϊκός για την ανάβαση, όπως τις πληροφορεί από τον ασύρματο (από τη Βαρκελώνη) ο Σέρτζι, σύζυγος της Άννας, και έχουν μπροστά τους πολλές ώρες καλοκαιρίας, αρκετές για να ανέβουν στην πολυπόθητη κορυφή και να κατέβουν.  Μια ξαφνική αδιαθεσία της Τζούλιας όμως, ανατρέπει τα δεδομένα και πυροδοτεί μια χιονοστιβάδα αποκαλύψεων, μεγαλύτερη από οποιαδήποτε θα μπορούσε να απειλήσει τη ζωή τους στο χιονισμένο ΦιτζΡόι. Η σχέση όλων τους μπαίνει σε δοκιμασία. Τι κάνεις όταν όλα τα άπλυτα βγαίνουν στη φόρα στα 2.800 μέτρα και δεν υπάρχει δυνατότητα διαφυγής;

Ο Γκαλθεράν, μαέστρος της ανατροπής, φτιάχνει μια κωμωδία για τη γυναικεία αλληλεγγύη και μέχρι την τελευταία σκηνή κρατάει σε αγωνία τον θεατή, όπως πολύ καλά ξέρουμε ότι μπορεί να κάνει και από τα άλλα έργα του (Το δάνειοFuga, Η μέθοδος Γκρόνχολμ κλπ)

Απόσπασμα

ΑΝΝΑ
Στεκόμουν στην ουρά για να μπω στις εξετάσεις, Σάββατο πρωί, γύρω στις επτάμιση, τέλη Οκτωβρίου, το έδαφος ήταν γεμάτο πλατανόφυλλα, και ο τύπος που ήταν μπροστά μου, αυτός δηλαδή, κλοτσούσε τα φύλλα για να τα βγάλει απ’ τον δρόμο του, άνοιγε δρόμο, έτσι, χαριτωμένα. Ξαφνικά, γυρίζει και μου λέει: “και δεν μου λες εσύ, γιατί θες να μπεις στην πυροσβεστική; ” Έτσι, χωρίς να πει ούτε γεια, ούτε καλημέρα, τίποτα. “δεν μου λες εσύ, γιατί θες να γίνεις πυροσβέστρια;” Κι εγώ τον κοιτάζω να στέκεται εκεί μ’ αυτό το χαμόγελο σαν να λέει “ή θα την πάρω σπίτι μου ή θα της ρίξω χαστούκι”, και λέω μέσα μου: “ρε μαλάκα, πάω να δώσω εξετάσεις όπως εσύ, που θα πει ότι θέλω να μπω στην πυροσβεστική για να δουλέψω, για να έχω μια δουλειά, γιατί είμαι καλή όσο κι εσύ και μπορώ να γίνω πυροσβέστης όπως εσύ, άμα γουστάρω…”

ΤΖΟΥΛΙΑ
Δεν του είπες όμως αυτό.

ΑΝΝΑ
Όχι, μου ήρθε η επιφοίτηση κι αυτό που βγήκε τελικά ήταν: “Αγόρι μου, εγώ δεν θέλω να γίνω πυροσβέστρια, θέλω να γίνω πυροσβέστης.” Και του σβήστηκε το χαμόγελο, αμέσως όμως, λες και του έσβησες το φως, και το βλεμματάκι του τώρα έλεγε: “μάλιστα, κι άλλη λεσβία”. Άνοιξα το στόμα μου για να του πω κάτι, αλλά εκείνη τη στιγμή άνοιξαν κι οι πόρτες και μπήκαμε όλοι για τις εξετάσεις. Κάθισε στην άλλη πλευρά και δεν τον ξαναείδα. Έγραψα το διαγώνισμα. Ήταν πολύ εύκολο. Βγήκα από τις πρώτες…

ΤΖΟΥΛΙΑ

Και περίμενες.

ΑΝΝΑ

Και βέβαια περίμενα. Περίμενα και μόλις τον είδα να βγαίνει έκανα τάχα ότι κοιτάω το κινητό κι όταν πέρασε από μπροστά μου του λέω: “Τι έγινε, πώς πήγες, θα γίνεις πυροσβέστης;” Τότε λοιπόν φοράει πάλι αυτό το χαμόγελο του επαγγελματία που έχει, και μου λέει: “Πολύ καλά πήγα, αλλά δεν θα γίνω πυροσβέστης, εγώ για σένα θα γίνω πυροσβέστρια”. Κι εκεί μ’ έριξε. Φάγαμε, πηδηχτήκαμε και σε τρεις μήνες ζούσαμε μαζί.

Back To Top