H Όλγα, δημοσιογράφος, και ο Χαβιέ, καθηγητής πανεπιστημίου, τρώνε ήσυχα ένα βράδυ στο σπίτι τους την ώρα που χτυπάει το κινητό τηλέφωνο της Λουθία, της κοπέλας που καθαρίζει το σπίτι, η οποία το ξέχασε φεύγοντας. Η Όλγα το σηκώνει και ακούει μια αντρική φωνή που βρίζει και απειλεί. Πιστεύοντας πως κάνει το σωστό, η Όλγα ενημερώνει τη Λουθία γι’ αυτά που άκουσε. Όταν όμως η Λουθία αρνείται ότι υφίσταται οποιαδήποτε κακοποίηση και ωστόσο εμφανίζεται με το χέρι στον γύψο, την Όλγα την πνίγουν οι αμφιβολίες. Πρέπει να βοηθήσει κάποιον που αρνείται τη βοήθεια; Ή πρέπει να μείνει στο περιθώριο, όπως προτείνει ο Χαβιέ;
Αρχίζει έτσι ένα θρίλερ, στο οποίο η Όλγα, προσπαθώντας να βοηθήσει τη Λουθία, χωρίς να πει τίποτα στον Χαβιέ, θα περιπλανηθεί σε ένα δίκτυο από ψέματα και μισές αλήθειες που στήνει η Λουθία για να καλύψει ένα εκπληκτικό και ανέλπιστο μυστικό, οι συνέπειες του οποίου θα είναι μη αναστρέψιμες για όλους.
Απόσπασμα του έργου
Ο άντρας βγαίνει. Η Όλγα επιστρέφει στο σαλόνι. Μπαίνει ο Χαβιέ με μια σφουγγαρίστρα.
ΧΑΒΙΕ: – Τι παράξενος τύπος, ε;
ΟΛΓΑ: – Παράξενος; Απλώς τα είχε κοπανήσει για τα καλά. Και δεν είναι ο πατέρας της Λουθία.
ΧΑΒΙΕ: – Μα, τι είναι αυτά που λες;
ΟΛΓΑ: – Δηλαδή εσένα δεν σου βρώμαγε το χνώτο του;
ΧΑΒΙΕ: – Τι θα πει δεν είναι ο πατέρας της;
ΟΛΓΑ: – Αυτός ο τύπος δεν έχει ιδέα ποια είναι η Λουθία.
ΧΑΒΙΕ: – Μην αρχίσεις τώρα τις ιστορίες σου…
Η Όλγα παίρνει την τσάντα της Λουθία που είναι ακόμα στον καναπέ.
ΟΛΓΑ: – Τι είναι αυτό;
ΧΑΒΙΕ: – Αμάν, η τσάντα της Λουθία, την άφησε εδώ!
ΟΛΓΑ: – Όχι, δεν την άφησε. Απλώς δεν είχε ιδέα πως η Λουθία την είχε ξεχάσει. Αυτός ο τύπος ερχόταν για το κινητό.
ΧΑΒΙΕ: – Όλγα, μην αρχίζεις να φτιάχνεις σενάρια…
ΟΛΓΑ: – Γιατί δεν την αναγνώρισε; Επί ένα τέταρτο καθόταν ακριβώς δίπλα της!
ΧΑΒΙΕ: – Καλά, νομίζεις πως εμείς οι άντρες προσέχουμε τις τσάντες των γυναικών;
ΟΛΓΑ: – Δεύτερον: τι είναι αυτό;
Η Όλγα ανοίγει την τσάντα της Λουθία και βγάζει κάποια κλειδιά.
ΧΑΒΙΕ: – Τα κλειδιά του σπιτιού της;
ΟΛΓΑ: – Αφού λοιπόν είχε αφήσει εδώ τα κλειδιά της, πως μπορεί να βρισκόταν χθες η Λουθία μέσα στο σπίτι που μένουν, μιλώντας σαν να μην τρέχει τίποτα στο σταθερό τηλέφωνο, όταν έφτασε αυτός;
ΧΑΒΙΕ: – Θα της άνοιξε καμιά γειτόνισσα, ή ο κλειδαράς, ξέρω ‘γώ;
ΟΛΓΑ: – Ο τύπος απλώς έλεγε “ναι” σε ό,τι τον ρωτούσα. Του πέταξα το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό, πως η Λουθία δεν ήρθε την περασμένη βδομάδα, πως μου είπε τα πάντα για τη μητέρα της…
ΧΑΒΙΕ: – Τι έχει η μητέρα της;
ΟΛΓΑ: – Δεν έχω ιδέα. Η Λουθία δεν μου μίλησε ποτέ για την οικογένειά της, νόμιζα μάλιστα ότι ζούσε μόνη της, ποτέ δεν μου είπε ότι ζούσε με τον πατέρα της…
ΧΑΒΙΕ: – Και γιατί του είπες αυτά τα ψέματα;
ΟΛΓΑ: – Και τα’ χαψε όλα! Για όλα μου έλεγε πως εκείνη του τα είχε ήδη πει.
ΧΑΒΙΕ: – Δεν ήθελε να σου φέρει αντίρρηση ο άνθρωπος…
ΟΛΓΑ: – Αυτό που ήθελε ήταν να αρπάξει το κινητό και να φύγει τρέχοντας.
ΧΑΒΙΕ: – Δεν φαντάζομαι να πιστεύεις πως εκείνος της τηλεφώνησε χθες!
ΟΛΓΑ: – Και γιατί να μην το σκεφτώ;
ΧΑΒΙΕ: – Γιατί ο τύπος είναι πενήντα χρονών και για δέσιμο.
ΟΛΓΑ: – Ή γίνεται τύφλα και της τηλεφωνεί για να την τρομάξει.
ΧΑΒΙΕ: – Μα πώς είναι δυνατόν να την κυνηγάει αυτός ο τύπος;
ΟΛΓΑ: – Πάντα είναι κάποιος που δεν του το ‘χεις.
ΧΑΒΙΕ: – Και γιατί της τηλεφώνησε κι εκείνη σου είπε να του το δώσεις;
ΟΛΓΑ: – Από φόβο. Είναι προφανές πως χρειάζεται βοήθεια.
ΧΑΒΙΕ: – Χθες δεν ήθελες να ανακατευτείς πουθενά και σήμερα είσαι έτοιμη να της σώσεις τη ζωή!
ΟΛΓΑ: – Χθες δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτή την ιστορία.
ΧΑΒΙΕ: – Και σήμερα τι ξέρεις;
Η Όλγα διστάζει ένα λεπτό πριν απαντήσει.
ΧΑΒΙΕ: – Δεν φαντάζομαι να τηλεφώνησαν ξανά και να το άκουσες;
ΟΛΓΑ: – Όχι… όχι.
ΧΑΒΙΕ: – Είσαι σίγουρη;
ΟΛΓΑ: – Ναι.
ΧΑΒΙΕ: – Δεν φαντάζομαι να πας να μπλέξεις πουθενά, ε;
ΟΛΓΑ: – Σου είπα ποτέ ψέματα;