skip to Main Content

Του Σαντιάγκο Κάρλος Όβες (Αργεντινή)

Θεατρική διασκευή: Τζόρντι Γκαλθεράν

Περίληψη

Η μαμά είναι ογδόντα δύο ετών και ο γιος της ο Χάιμε, πενήντα.

Οι δυο τους ζουν σε πολύ διαφορετικούς κόσμους.

Ο Χάιμε έχει γυναίκα, δύο παιδιά, ένα πανέμορφο σπίτι, δύο αυτοκίνητα και μια πεθερά που μένει μαζί τους. Η μαμά τα βγάζει πέρα μόνη της και αντιμετωπίζει τα γεράματα με αξιοπρέπεια.

Μια μέρα όμως συμβαίνει το απροσδόκητο. Η εταιρεία στην οποία δουλεύει ο Χάιμε τον απολύει λόγω της κρίσης. Η δύσκολη οικονομική κατάσταση στην οποία περιέρχεται, τον οδηγεί σε αποφάσεις δραστικές για να μπορέσει να κρατήσει εν μέρει τη ζωή που είχε. Θέλει να πουλήσει το σπίτι στο οποίο μένει η μητέρα του (ανήκει στον ίδιο και τη σύζυγό του) κι εκείνη πρέπει να πάει να μείνει μαζί του, με τη γυναίκα του και την πεθερά του (τις οποίες αντιπαθεί). Η μαμά αρνείται αυτή τη λύση γιατί εκτός των άλλων  του λέει ότι δεν μπορεί να αφήσει τον αγαπημένο της, τον Γκρεγκόριο, έναν Αργεντινό συνταξιούχο 13 χρόνια μικρότερό της με τον οποίο έχει σχέση εδώ και έναν χρόνο και σκέφτονται να συγκατοικήσουν. Ο Χάιμε, άναυδος μπροστά στις απρόσμενες αποκαλύψεις, ξεσπάει και της περιγράφει τη ζωή του, που λέει ότι είναι μια κόλαση. Η γυναίκα του δεν τον αγαπάει, τα παιδιά του δεν τον σέβονται και νιώθει εντελώς μόνος αντιμέτωπος με όλα τα οικονομικά επακόλουθα της απόλυσής του.

Απόσπασμα του έργου

ΧΆΙΜΕ: Το πρόβλημα είσαι εσύ… πρέπει να κάνουμε κάτι με αυτό το καταραμένο το διαμέρισμα…

MAMA: Δηλαδή τι να κάνετε;! Αυτό που θέλετε όλοι είναι να μου δώσετε μια κλοτσιά! Να με πετάξετε στο δρόμο!

ΧΆΙΜΕ: Σου είπα να έρθεις να μείνεις μαζί μας!

MAMA: Μου το λες σοβαρά;

ΧΆΙΜΕ: Πολύ σοβαρά, μαμά.

MAMA: Τότε πρέπει να είσαι πιο τρελός από ό,τι νόμιζα…

ΧΆΙΜΕ: Θα τρελαθώ σίγουρα… αλλά δεν τρελάθηκα ακόμα…

MAMA: Αυτό νομίζεις εσύ…

ΧΆΙΜΕ: Κι εσύ ποιος είσαι; Ο δόκτωρ Φρόιντ;

MAMA: Όχι. Εγώ είμαι μια από κείνες που επινόησαν τον δόκτορα Φρόιντ, γιατί είμαι μητέρα… Χωρίς τις μητέρες, εκείνος δεν θα είχε κάνει τίποτα… Είσαι τρελός, Χάιμε, ξέρω καλά τι σου λέω. Δεν καταλαβαίνεις ούτε για ποιο πράγμα μου μιλάς…

ΧΆΙΜΕ: Μα είναι κακό να έρθεις να μείνεις στο σπίτι μου;

MAMA:(Έπειτα από μια παύση) Η γυναίκα σου σκέφτεται ότι της έκλεψα το διαμέρισμα, έτσι;

ΧΆΙΜΕ:(Το σκέφτεται) Καλά τώρα… όχι, δεν…

MAMA: Έκανα λάθος, δεν το σκέφτεται· στο έχει πει ήδη.

ΧΆΙΜΕ: Εντάξει…, ναι, το είπε, αλλά αυτό μπορώ να το τακτοποιήσω…

MAMA: Όχι, αυτό δεν πρόκειται να το τακτοποιήσεις έστω κι αν την πηδήξεις, Χάιμε, γιατί εκτός αυτού υπάρχει η πεθερά σου, υπάρχουν και τα παιδιά σου που δεν νοιάζονται καθόλου για μένα και επιπλέον θέλεις να με βάλεις στο δωμάτιο της Γκλάντις που τη διώξατε, και επειδή τη διώξατε σίγουρα θα έχει αφήσει στον χώρο αυτό κακή ενέργεια για να μείνω σέκος το πρώτο βράδυ που θα πέσω να κοιμηθώ.

ΧΆΙΜΕ: Κι αν σου αλλάξω δωμάτιο;

MAMA: Θα είναι χειρότερα. Ποιο θα μου δώσεις; Το δωμάτιο των παιδιών; Την κρεβατοκάμαρά σου; Το γκαράζ;.. (Παύση) Θα με βάλεις στο γκαράζ, Χάιμε;

ΧΆΙΜΕ: Άσε με να το σκεφτώ, μαμά…

MAMA: Δεν έχεις να σκεφτείς τίποτα. Εγώ ξέρω ήδη πώς θα τελειώσουν όλα αυτά.

ΧΆΙΜΕ: Πώς;

MAMA: Δεν θα μπορείς να πληρώσεις το δάνειο, θα αναγκαστείτε να μετακομίσετε σε ένα μικρό διαμέρισμα κι εμένα θα με βάλετε στο γηροκομείο.

ΧΆΙΜΕ: Στο γηροκομείο; Τι εννοείς;

MAMA: Γηροκομείο: Ένα μέρος όπου πετάνε τους γέρους…

ΧΆΙΜΕ: Ξέρω τι είναι το γηροκομείο, μαμά…

MAMA: Όχι, αγόρι μου, δεν έχεις ιδέα… Θα είναι σαν να με στείλεις στη φυλακή… (Παύση)  Εγώ τώρα τα βγάζω πέρα μόνη μου, ή μάλλον, τα βγάζω πέρα με τη βοήθεια του Γκρεγκόριο… Έχω κάποιον να μιλήσω, και, έστω κι αν μερικές φορές δεν λέμε τίποτα, είμαι μια χαρά…

ΧΆΙΜΕ: Τι θες να πεις; Συζείτε ήδη;

MAMA: Και πού θέλεις δηλαδή να τον αφήσω; Στον δρόμο; Δίπλα στο δέντρο που του άφηνα τη σακούλα με το φαγητό;

ΧΆΙΜΕ: Τον έβαλες στο διαμέρισμά μου;!

MAMA: Είναι ένας άνθρωπος αξιοπρεπής… Τι πρόβλημα υπάρχει;

ΧΆΙΜΕ: Και τώρα πώς θα τον βγάλω;!

MAMA: Σκέψου λοιπόν και πώς θα βγάλεις εμένα!

Ο ΧΆΙΜΕ βάζει τα χέρια του στο κεφάλι του. Παρατεταμένη σιωπή.

 MAMA: Τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, έχω ξανά κάποιον να με περιμένει στην πόρτα… Κάθε βράδυ κατεβαίνω και τον περιμένω … (…).

ΧΆΙΜΕ: Και τι δουλειά κάνει αυτός… ο Γκρεγκόριο όλη μέρα;

MAMA: Διαδηλώνει.

ΧΆΙΜΕ: Τι;

MAMA: Θα του άρεσε να συνεχίσει να δουλεύει… Είναι από εκείνους που ξέρουν να κάνουν τα πάντα. Αλλά είναι 69 χρόνων… Φαίνεται πως κανείς πια δεν πιστεύει σε έναν άντρα 69 χρόνων… Βγαίνει λοιπόν να διαδηλώσει. Πηγαίνει στην πλατεία και διαδηλώνει μόνος του… Εκτός από την Τετάρτη το απόγευμα που παίζει ντόμινο… Εμένα μου αρέσει που είναι έτσι ο Γκρεγκόριο· σου μοιάζει, όταν πήγαινες στο Πανεπιστήμιο…

Back To Top