της Μάρτα Μπουτσάκα
3 πρόσωπα, δύο γυναίκες και ένας άνδρας, δεν προσδιορίζονται σαφώς οι ηλικίες αλλά σίγουρα όλοι πάνω από 32-35
Περίληψη
Τι είμαστε διατεθειμένοι να ανεχθούμε σε μια σχέση;
Ο Πάμπλο είναι μυθιστοριογράφος και η Εύα δουλεύει στον εκδοτικό οίκο που εκδίδει τα μυθιστορήματά του. Είναι ζευγάρι εδώ και επτά χρόνια. Μια μέρα καυγαδίζουν, ο Πάμπλο τη σπρώχνει και η Εύα πέφτει και σπάει το χέρι της. Ο πατέρας της καταγγέλλει τον Πάμπλο στην αστυνομία. Η Εύα ισχυρίζεται ότι αυτή η βίαιη συμπεριφορά του ήταν μόνο μια φορά. Τώρα κανένας από τους δύο δεν έχει όρεξη να μιλήσει γι’ αυτό, αλλά δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να υποβληθούν σε υποχρεωτική θεραπεία με τη Λάουρα, μια ψυχολόγο κοινωνικών υπηρεσιών.
Η Μάρτα Μπουτσάκα αντιμετωπίζει το θέμα της ενδοοικογενειακής βίας με ένα έργο στο οποίο το δράμα και η κωμωδία συγχέονται για να προβληματίσουν σχετικά με τις δυσκολίες επικοινωνίας σε μια κοινωνία όπου οι εντάσεις ανάμεσα στα φύλα πολύ συχνά περιέχουν βίαιες συμπεριφορές.
Απόσπασμα του έργου
ΕΥΑ: Ο πατέρας μου είναι πολύ θυμωμένος μαζί μου.
ΛΑΟΥΡΑ: Γιατί;
ΕΥΑ: Δεν καταλαβαίνει γιατί γύρισα στο σπίτι. Του ζήτησα χίλιες φορές να βρεθούμε, να έρθει να φάμε, αλλά δεν θέλει.
ΛΑΟΥΡΑ: Πρέπει να καταλάβεις ότι δεν του αρέσει που συνεχίζεις να μένεις με τον Πάμπλο μετά από αυτό που σου έκανε.
ΕΥΑ: Μίλησα μαζί του όμως, του εξήγησα τι συνέβη στην πραγματικότητα, και του είπα ότι θα γύριζα στο σπίτι προτού το κάνω.
ΛΑΟΥΡΑ: Και τι σου είπε;
ΕΥΑ: Ότι αν εγώ ήθελα να αφήσω τον Πάμπλο να με σκοτώσει, εκείνος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
ΛΑΟΥΡΑ: Κι εσύ τι γνώμη έχεις;
ΕΥΑ: Ότι υπερβάλλει. Ότι έγινε μόνο μια φορά κι έγινε εξαιτίας μου. ΛΑΟΥΡΑ: Γιατί το λες αυτό;
Η ΕΥΑ δεν απαντάει.
ΛΑΟΥΡΑ: Είσαι τρομαγμένη, Εύα, γι’ αυτό ζήτησες να με δεις. (Παύση.) Τι σκέφτεσαι να κάνεις με αυτόν τον φόβο;
Παύση.
ΕΥΑ: Βγήκα με κάποιον. Και με έπιασε. Του είπα ότι θα έβγαινα το βράδυ να φάω με την Κάρολ. Της Κάρολ δεν της είπα ότι την είχα χρησιμοποιήσει για άλλοθι. Δεν ήθελα να ξέρει κανείς ότι είχα ραντεβού. Εκείνη όμως έπρεπε να πάει στο θέατρο με τον φίλο της, που τελικά δεν μπορούσε, και μου τηλεφώνησε για να μου πει να πάμε μαζί. Κι επειδή το είχα κλειστό, πήρε στο σπίτι. Και το σήκωσε ο Πάμπλο. Όταν έφτασα… Το θέαμα ήταν για κλάματα. Έπαιξα τον ρόλο της τέλειας συντρόφου. Του είπα πώς περάσαμε στο δείπνο με την Κάρολ κι άρχισα να του λέω λεπτομέρειες. Κι εκείνος απαντούσε, χωρίς κυνισμό, ή τουλάχιστον δεν τον έδειχνε. Και αφού πέρασα μισή ώρα μιλώντας του για το εστιατόριο που είχαμε πάει και για τα προβλήματα της Κάρολ με τον σύντροφό της, μου λέει: “δεν έχεις να μου πεις τίποτ’ άλλο;” Και από τον τόνο που χρησιμοποίησε, το κατάλαβα. Είπα “όχι” και πήγα προς το δωμάτιο. Εκείνος όμως με σταμάτησε και μου είπε ότι είχε τηλεφωνήσει η Κάρολ. Ότι ήμουνα ψεύτρα και κυνική και… Είχε δίκιο.
ΛΑΟΥΡΑ: Κανείς δεν αξίζει μια επίθεση.
ΕΥΑ: Του είπα ψέματα κατάμουτρα, του φέρθηκα σαν να ήταν ηλίθιος και το χειρότερο από όλα είναι ότι… πέρασα πολύ ωραία. Καιρό είχα να χαρώ τόσο πολύ.
ΛΑΟΥΡΑ: Δεν είχε κανένα δικαίωμα να σε χτυπήσει.
ΕΥΑ: Έβαλα τις φωνές. Δεν ξέρω γιατί. Εκνευρίστηκα. Ξέρασα όλα όσα σκεφτόμουν γι’ αυτόν. Κι εκείνος άρχισε να τα πετάει όλα: άρπαζε τους πίνακες και τους πετούσε στο πάτωμα, και τα φωτιστικά και τις καρέκλες… Και για μερικά δευτερόλεπτα εξαφανίστηκε στην κουζίνα. Άρχισα να τον ακούω να πετάει τις κατσαρόλες, τα πιάτα, τα ποτήρια… Τότε ήταν που έστειλα το μήνυμα. Είχα πεθάνει απ’ τον φόβο μου. Νόμιζα πως είχε πάει να πάρει μαχαίρι ή… δεν ξέρω τι άλλο. Σκεφτόμουν ότι μόλις διέλυε το σπίτι, μετά θα διέλυε και μένα.