Το αριστούργημα του Μανουέλ Ταμάγιο υ Μπάους, που εδραίωσε διεθνώς τη φήμη του, είναι το έργο Ο θίασος του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ παρουσιάζει(πρωτότυπος τίτλος: Un drama nuevo (1861), μια αριστοτεχνική και συγκινητική τραγωδία που διαδραματίζεται στον θίασο του Σαίξπηρ, ο οποίος εμφανίζεται ως δραματικό πρόσωπο του έργου. Ο κωμικός πρωταγωνιστής του θιάσου που ονομάζεται Γιόρικ (όπως ο γελωτοποιός του Άμλετ) σκοτώνει επί σκηνής τον νεαρό εραστή της γυναίκας του και προστατευόμενό του, ενώ τα νήματα της πλοκής κινεί ο τραγικός ηθοποιός τού θιάσου, ο Γουώλτον (μια προσωποποίηση του Ιάγου). Τελικά ο ίδιος ο Σαίξπηρ σκοτώνει τον Γουώλτον. Εκπληκτική η τελική σκηνή τής αποκάλυψης και της δολοφονίας, μια σκηνή «θεάτρου εν θεάτρω».
Απόσπασμα του έργου
ΓΙΟΡΙΚ: Αλίκη, ο άνθρωπος συνήθως, νιώθει τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα στα νιάτα του· τρέχει τότε ασταμάτητα πίσω από κάθε απόλαυση που θα βρεθεί στο δρόμο του, και μια που η ζωή είναι γεμάτη αγκάθια, μπλέκεται εδώ κι εκεί σε ερωτικές ιστορίες, μηδαμινές ή αισχρές, κι αφήνει σε καθεμιά ένα κομμάτι απ’ την καρδιά του. Η δική μου η καρδιά ήταν ακέραιη και καθαρή όταν σε είδα και σε αγάπησα. Κι είναι τόσο μεγάλη η δύναμη του έρωτα, όταν έρχεται στο φθινόπωρο της ζωής μας, που όσο πρώτα δεν αγαπούσα, άλλο τόσο τώρα δε μπορώ να ξαναγαπήσω! Έτσι σε αγαπώ εγώ, Αλίκη. Εσύ, με αγαπάς με όλη σου τη δύναμη; Απάντησέ μου.
ΑΛΙΚΗ: Εγώ …Βέβαια…Σας χρωστάω τόσα πολλά…
ΓΙΟΡΙΚ: Μου χρωστάς! Μα δε μιλάμε για χρέη τώρα!…Μ’ αγαπάς;
ΑΛΙΚΗ: Δεν το ξέρετε; Δεν είμαι η γυναίκα σας;
ΓΙΟΡΙΚ: Μ’αγαπάς;
ΑΛΙΚΗ: Ναι, κύριε, ναι. Σας αγαπώ.
ΓΙΟΡΙΚ: Αληθινά; Ναι; Να το πιστέψω; (με κρυφή χαρά). Για τ’ όνομα του Θεού, πες μου την αλήθεια. Δεν αγαπάς κανέναν άλλο εκτός από μένα; Κανέναν;
ΑΛΙΚΗ: Τι είναι αυτό που με ρωτάτε; (τρομάζει και θέλει να σηκωθεί)
ΓΙΟΡΙΚ: Δεν αγαπάς άλλον; (δυνατά και σταματώντας την)
ΑΛΙΚΗ: Όχι , κύριε, όχι…
ΓΙΟΡΙΚ: Πρόσεξε γιατί νομίζω πως με κοροϊδεύεις Α! (κάνει μια υπόθεση που του αρέσει) Ίσως αγαπάς κάποιον και δεν του έχεις ακόμα εξομολογηθεί τον έρωτά σου. Αν είναι έτσι μη διστάζεις να τ’ομολογήσεις. Θα δεχόμουν ταπεινά την τιμωρία μου, αφού λαχτάρησα για γυναίκα μου κάποια, που θα μπορούσε να είναι κόρη μου. Θ’άκουγα την ομολογία σου όχι με την αυστηρότητα του συζύγου αλλά με την τρυφερότητα του πατέρα· θα σ’ έκανα να δεις τη διαφορά ανάμεσα στον έρωτα της μοιχείας, που κάνει τους δαίμονες να χαίρονται, και τον συζυγικό έρωτα, που μας ανοίγει διάπλατα τις πύλες του παραδείσου· θα διπλασίαζα την προσοχή και τη φροντίδα μου για σένα, δείχνοντάς σου τη στοργή μου με γλυκύτητα και γενναιοδωρία· θα προσευχόμουν διαρκώς στον Παντοδύναμο να σε προστατεύει· και μην έχεις καμιά αμφιβολία, θησαυρέ μου, φως των ματιών μου· μην έχεις έχεις καμιά αμφιβολία ότι θα κατάφερνα τελικά να νικήσω τον αντίζηλό μου, να κερδίσω την καρδιά σου ολόκληρη, να σε φέρω πάλι στο δρόμο της τιμής και της ευτυχίας· γιατί είσαι τόσο καλή η καρδιά σου ευγενική και γενναιόδωρη θα πέσεις σε σφάλματα κατά λάθος, χωρίς να το θέλεις, μα όταν καταλάβεις την ασχήμια της αμαρτίας, θα φύγεις μακριά τρομαγμένη, κι όταν καταλάβεις την αγάπη μου… Αχ, παιδί μου, πίστεψέ το! Σε όποιον σ’ αγαπάει τόσο, κάτι θα υπάρχει για ν’ αγαπήσεις.
ΑΛΙΚΗ: (Δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Σβήνω.)
ΓΙΟΡΙΚ: Δεν μιλάς; Δεν λες τίποτα; Αγαπάς, κι έχεις μιλήσει για τον έρωτά σου; Μη μου το κρύβεις. Η δικαιοσύνη απαιτεί να τιμωρηθεί το αμάρτημα. Δεν πρέπει να μένει ατιμώρητη η γυναίκα που ατίμασε τον άντρα της… Κι αν αυτός ο άντρας το μόνο που επιθυμεί είναι να αποφύγει η γυναίκα του την παραμικρή ενόχληση, και νιώθει ευτυχισμένος μόνο επειδή τη λατρεύει, και ζωντανός γιατί μόνο εκείνη είναι η ζωή του· αν αυτός ο δυστυχισμένος αισθάνεται ότι χάνοντας την αγάπη της είναι σαν να πεθαίνει απελπισμένος κι εκείνη το ξέρει και τον καταδικάζει να υποφέρει μαρτύρια της κόλασης σ’ αυτή τη ζωή και στην άλλη… Ω, τότε η αδικία είναι τόσο μεγάλη, που δε μπορεί ο νους να τη χωρέσει! Τόσο μεγάλη που μοιάζει με ψέμα!…
Όχι, εγώ δεν πιστεύω πως εσύ…Σε μένα τέτοια ατιμία; Σε μένα; Και μπόρεσες εσύ να την κάνεις; Όχι…, όχι… δεν το πιστεύω… Δεν μπορώ να το πιστέψω…Δεν θέλω να το πιστέψω! (Καλύπτει το πρόσωπό του με τα χέρια του και κλαίει γοερά. Η Αλίκη, την ώρα που μιλάει ο Γιόρικ, δείχνει σημάδια αγωνίας και πόνου κάθε φορά βαθύτερου. Θέλει πολλές φορές να σηκωθεί, αλλά δεν το κάνει γιατί τη σταματάει ο σύζυγός της· τελικά νικημένη από τη συγκίνηση, αφήνεται και γλιστράει σιγά σιγά στο πάτωμα, ώσπου μένει γονατιστή μπροστά στον Γιόρικ. Μόλις εκείνος βλέπει, όταν βγάζει τα χέρια του από τα μάτια του, ότι η Αλίκη έχει γονατίσει, φεύγει μακριά της θυμωμένος). Γονατιστή! (Η Αλίκη στηρίζει το κεφάλι της στον πάγκο, έχοντας γυρισμένη την πλάτη στο κοινό). Γονατιστή! Αν ήταν αθώα, δεν θα γονάτιζε. Δεν έπεσα έξω λοιπόν; Άτιμη! (Πηγαίνει γρήγορα κοντά στη γυναίκα του χειρονομώντας απειλητικά. Βλέποντας ότι μένει ακίνητη, σταματάει μια στιγμή και ύστερα την πλησιάζει με έκφραση τελείως αλλαγμένη) Τι συμβαίνει; Τι έχεις; (Της σηκώνει το κεφάλι και βάζει το χέρι του στο μέτωπό της) Ξέσπασε… Κλάψε… (Η Αλίκη ξεσπάει σε σπαρακτικό κλάμα) Θα μου πεθάνεις; Μα τι κάνω; (Συγκρατείται) Τι με νοιάζει εμένα αν πεθάνει ;
(Αγανακτισμένος πάλι, απομακρύνεται από την Αλίκη) Όχι, όχι, δε θα πεθάνει. Ψεύτικος είναι ο πόνος της. Ψεύτικο και το κλάμα της! Όλα ψεύτικα! Είναι γυναίκα.
ΑΛΙΚΗ : Ωω! (Δε μπορεί να πάρει ανάσα και πέφτει στο πάτωμα )
ΓΙΟΡΙΚ : Αλίκη! (Τρέχει πάλι κοντά της τρομαγμένος) Αλίκη! Έλα, τέλειωσε…Ηρέμησε…Αύριο θα δούμε τι θα κάνουμε…Απόψε πρέπει να σκεφτούμε άλλα πράγματα. Το αποψινό έργο…Αλίκη, σύνελθε…γίνε καλά, για τ’ όνομα του Θεού ! ( Ο Σαίξπηρ εμφανίζεται στην πόρτα που βρίσκεται στο βάθος της σκηνής. Ο Γιόρικ ανασηκώνεται αμέσως και μπαίνει μπροστά από την Αλίκη, σα να θέλει να την κρύψει) Έι ; Ποιος είναι; Ποιος είσαι; Πώς εισβάλλεις έτσι;