της Μάρτα Μπουτσάκα
Τιμήθηκε με το Βραβείο Ciutat d´Alcoi 2007 και ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Marqués de Bradomín 2007 (το σημαντικότερο βραβείο για νέους δραματουργούς).
Ο Μαρκ, ο Πάου και ο Αρνάου έχουν κάνει κάτι τρομερό, έχουν διαπράξει ένα έγκλημα. Ένα αποτρόπαιο έγκλημα, που δεν το είχαν προσχεδιάσει. Μια οικογένεια ευτυχισμένη, σε καλή οικονομική κατάσταση, κανονική (με ό,τι παράλογο μπορεί να σημαίνει η λέξη «κανονική»). Οι γονείς προσπαθούν μόνο να καταλάβουν. Να καταλάβουν πώς το παιδί τους μπόρεσε να κάνει μια τόσο σκληρή πράξη. Μακάρι ο πόνος να μπορούσε να σβηστεί με ένα «συγγνώμη».
Με αφετηρία μια αληθινή ιστορία, την πυρπόληση μιας άστεγης μέσα σε ένα ΑΤΜ στη Βαρκελώνη το 2005 από 3 εφήβους, η Μάρτα Μπουτσάκα μιλάει για τις μορφές βίας που έχουν εισβάλει στον κόσμο των νέων, για την ευθύνη και για την οικογένεια. Για τον κίνδυνο του να ζεις τη ζωή χωρίς οδηγίες χρήσης.
Απόσπασμα του έργου
ΠΑΤΕΡΑΣ: Σκεφτόμουν πολλές φορές τι θα γινόταν αν ο γιος μου πέθαινε. Πώς θα αντιδρούσα, εγώ; Λένε πως το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο είναι να πεθάνει το παιδί του. Κι εγώ το είχα σκεφτεί πολλές φορές, και είχα σκεφτεί πως δεν θα το άντεχα. Ότι σίγουρα δεν θα μπορούσα να το αντέξω. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ όμως τι θα συνέβαινε αν ο γιος μου σκότωνε έναν άνθρωπο. Δεν είχα σκεφτεί πώς θα υπήρχε ένα βίντεο από μια κάμερα σε ένα μηχάνημα ανάληψης μετρητών και στο βίντεο αυτό θα έβλεπα τον γιο μου … Όταν ήταν μικρός τον σήκωνα με τα χέρια μου και τον έβαζα κοντά στην κάμερα για να βλέπει το πρόσωπο του στην οθόνη. Του άρεσε. Σε όλα τα παιδιά αρέσει να βγαίνουν στην τηλεόραση. Βλέπουν τον εαυτό τους και γελάνε. Ο Μαρκ πέθαινε στα γέλια. Και όταν ψήλωσε λίγο, πηγαίναμε και οι δυο μαζί και τραγουδάγαμε κανένα τραγούδι από αυτά που μάθαινε στο σχολείο. Φαινόμασταν στην οθόνη και οι δυο να τραγουδάμε. Δεν είχα φανταστεί πώς θα αντιδρούσα αν ο γιος μου σκότωνε έναν άνθρωπο. Δεν είχα σκεφτεί τι θα έλεγα στον γιο μου, τι θα έλεγα σε σένα … Δεν το’χα προβάρει. Να σου πω κάτι; Είναι πολύ κακό να μην το ’χεις προβάρει.
ΜΗΤΕΡΑ: Δεν θα μου πεις;
ΠΑΤΕΡΑΣ: Η όψη του είναι καλή.
ΜΗΤΕΡΑ: Θα τρώει φαίνεται.
ΠΑΤΕΡΑΣ: Σίγουρα. Σίγουρα αυτό είναι: Θα τρώει.
ΜΗΤΕΡΑ: Τι σου είπε;
ΠΑΤΕΡΑΣ: Γιατί δεν ήρθες; Μπορούσες να έρθεις. Και τώρα δεν θα χρειαζόταν να σου πω τίποτα. Θα πηγαίναμε μαζί. Και θα μιλούσαμε και οι δύο. Και δεν θα χρειαζόταν τώρα να ψάχνω τις λέξεις για να σου πω πώς ήταν.
ΜΗΤΕΡΑ: Ήθελες να δεις τίποτα στην τηλεόραση;
ΠΑΤΕΡΑΣ: Πέταξες και τα ραδιόφωνα; Το στερεοφωνικό; Τις εφημερίδες; Το έκανες; Πήγες και στους γείτονες και τους τα πέταξες από το παράθυρο; Και μετά πήγες σε όλα τα κτήρια, ένα ένα, και βούλωσες με μονωτική ταινία όλα τα στόματα που βρήκες μπροστά σου; Το έκανες; Γιατί μπορούσες να τα είχες κάνει όλα αυτά, όσην ώρα εγώ ήμουν με τον γιο μας και προσπαθούσα να συγκρατήσω τον εμετό. Αυτό έκανα όταν τον κοιτούσα, κρατιόμουν να μην κάνω εμετό. Και σκεφτόμουν: τι θα πω στη μάνα του; Σκεφτόμουν πολλή ώρα τι θα σου έλεγα και τελικά βρήκα το καλύτερο. Η όψη του είναι καλή. Και σου το είπα. κι ευχαριστήθηκες. Έχει καλή όψη, απόδειξη πως τρώει καλά. Δεν μπορούμε να αφήσουμε τίποτε άλλο να μας ανησυχήσει.
ΜΗΤΕΡΑ: Ετοίμασα το φαγητό.
ΠΑΤΕΡΑΣ: Ας φάμε λοιπόν. Για να έχουμε καλή όψη.