skip to Main Content

του Χαθίντο Μπεναβέντε (Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 1922)

20 πρόσωπα, 6 γυναίκες διαφόρων ηλικιών και 14 άνδρες διαφόρων ηλικιών (πολλά από αυτά τα πρόσωπα μπορούν να ντουμπλαριστούν ανάλογα με τις δυνατότητες του θιάσου)

Περίληψη

Ο Λεάνδρο και ο Κρισπίν φτάνουν σε μια μεγάλη πόλη. Έχουν μόλις καταφέρει να ξεφύγουν από τη δικαιοσύνη μιας άλλης πόλης που τους κυνηγάει για παρανομίες. Ο πονηρός Κρισπίν, που έχει περάσει χρόνια καταδικασμένος στις γαλέρες (κάτεργα), είναι ο βασικός πρωταγωνιστής της γκινιολέσκας φάρσας. Πείθει τον Λεάνδρο να παρουσιαστεί εκείνος μεν ως πλούσιος άρχοντας, ο δε Κρισπίν ως υπηρέτης του, και να τον αφήσει να χειριστεί την κατάσταση όπως θέλει. Βασική αρχή της κοσμοθεωρίας του Κρισπίν είναι ότι: “Αντί να δημιουργείς συμπάθειες, καλύτερα είναι να δημιουργείς συμφέροντα”. Έτσι, πολύ σύντομα, εκμεταλλευόμενος τις περιστάσεις, καταφέρνει να δέσει όλους τους κατοίκους της πόλης  με συμφέροντα που θα τους αναγκάσουν να υποστηρίξουν τους δυο άφραγκους απατεώνες. Ο έρωτας του Λεάνδρο για τη Σίλβια, την πλούσια κόρη του Πουλτσινέλα και πολύφερνη νύφη της πόλης, παραλίγο να του χαλάσει τα σχέδια, στο τέλος όμως η πονηριά του θριαμβεύει μαζί με τον έρωτα του ζευγαριού. Το διασημότερο έργο του Χαθίντο Μπεναβέντε (Νόμπελ Λογοτεχνίας 1922) που παίζεται μέχρι σήμερα στην Ισπανία και σε πολλές άλλες χώρες.

Απόσπασμα

ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΩΤΗ

Η πλατεία μιας πόλης. Στα δεξιά, σε πρώτο πλάνο, η πρόσοψη ενός πανδοχείου: μια πόρτα με μεντεσέδες και με ρόπτρο. Πάνω στην πόρτα μια επιγραφή που λέει: Πανδοχείον.

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

Ο ΛΕΆΝΔΡΟ και ο ΚΡΙΣΠ’ΙΝ βγαίνουν από τη δεύτερη είσοδο αριστερά.

 ΛΕΆΝΔΡΟ.-Μεγάλη πόλη πρέπει να ‘ναι αυτή, Κρισπίν. Η αρχοντιά κι ο πλούτος της φαίνονται παντού.

ΚΡΙΣΠ’ΙΝ.-Υπάρχουν δύο πόλεις. Ο Θεός να δώσει να πετύχουμε την καλύτερη!

ΛΕΆΝΔΡΟ.- Δυο πόλεις, είπες, Κρισπίν; Κατάλαβα, παλιά και νέα, μία σε κάθε όχθη του ποταμού.

ΚΡΙΣΠ’ΙΝ.- Τι μας νοιάζει το ποτάμι, κι αν είναι παλιά ή νέα; Λέω πως υπάρχουν δυο πόλεις, όπως σε κάθε πόλη του κόσμου: μια για όποιον έρχεται με τις τσέπες γεμάτες, κι άλλη μια για όποιον έρχεται όπως εμείς.

ΛΕΑΝΔΡΟ.- Καλά που φτάσαμε χωρίς να πέσουμε πάνω στη δικαιοσύνη! Πολύ θα το’ θελα να μείνω εδώ λίγο καιρό, κουράστηκα να τρέχω από το ένα μέρος στο άλλο.

ΚΡΙΣΠ’ΙΝ.- Εγώ καθόλου, γιατί είναι βλέπεις το φυσικό όσων κατάγονται, όπως η χάρη μου, από το ελεύθερο Βασίλειο της Πονηριάς: δεν καθόμαστε πουθενά για πολύ καιρό, εκτός βέβαια αν μας παλουκώσουν με το ζόρι στον πάγκο της γαλέρας, σκληρή θέση. Τώρα όμως που πέσαμε σ΄αυτή την πόλη κι ανακαλύψαμε αυτή τη μεγάλη πλατεία, ας καταστρώσουμε σαν συνετοί στρατηγοί το σχέδιο της μάχης μας, αν θέλουμε να την κατακτήσουμε προς όφελός μας.

ΛΕΆΝΔΡΟ.- Μ’ έναν στρατό της συμφοράς ήρθαμε όλο κι όλο!

ΚΡΙΣΠ’ΙΝ.-Άνθρωποι είμαστε και με ανθρώπους θα συναντηθούμε.

ΛΕΆΝΔΡΟ.-Το μόνο που έχουμε είναι ο εαυτός μας. Δεν ήθελες, βλέπεις,  να δώσουμε τα ρούχα μας όσο-όσο. Θα βγάζαμε τουλάχιστον καμιά δεκάρα.

ΚΡΙΣΠ’ΙΝ.- Καλύτερα να δώσω το πετσί μου όσο-όσο, παρά τα ρούχα τα καλά! Με τα μυαλά που έχει ο κόσμος, τίποτα δεν μετράει όσο η εμφάνιση, και το ρούχο είναι το πρώτο που κοιτάζουν σ’ έναν άνθρωπο.

ΛΕΆΝΔΡΟ.- Και τι θα κάνουμε, Κρισπίν; Η πείνα και η κούραση με έχουν εξαντλήσει, δεν μπορώ ούτε να σκεφτώ.

ΚΡΙΣΠ’ΙΝ.-Πρέπει να επιστρατεύσουμε την εξυπνάδα και το θράσος μας, γιατί χωρίς το θράσος η εξυπνάδα δεν αξίζει τίποτα. Σκέφτηκα ότι εσύ πρέπει να μιλάς λίγο και με ύφος ψυχρό, για να φαίνεσαι σπουδαίος· πού και πού σου επιτρέπω να μου ρίχνεις μερικές στα πλευρά· όταν σε ρωτάνε, να απαντάς με ύφος μυστηριώδες· κι όταν μιλάς για τον εαυτό σου, να μιλάς με σοβαρότητα· σαν να απαγγέλεις δικαστική απόφαση.

Είσαι νέος και ωραίος· μέχρι τώρα ήξερες μόνο να σπαταλάς τα προσόντα σου· ήρθε πια η ώρα να τα εκμεταλλευτείς. Αφήσου στα χέρια μου, το πιο χρήσιμο για έναν άνθρωπο, είναι να έχει δίπλα του κάποιον που επαινεί τα προτερήματά του μπροστά στους άλλους, γιατί η μετριοπάθεια είναι ανοησία κι ο αυτοέπαινος τρέλα, και με τα δυο αυτά θα βγει χαμένος. Οι άνθρωποι είμαστε σαν τα εμπορεύματα, η αξία μας αυξάνεται ή μειώνεται ανάλογα με την ικανότητα του εμπόρου που τη διαλαλεί. Τον λόγο μου σου δίνω, πως κι αν ακόμα είσαι από γυαλί, εγώ θα κάνω να σε πάρουν για διαμάντι. Και τώρα, ας χτυπήσουμε σ’ αυτό το πανδοχείο, γιατί πρώτα απ’ όλα πρέπει να θρονιαστούμε μπροστά στην πλατεία.

ΛΕΆΝΔΡΟ.- Στο πανδοχείο; Και πώς θα το πληρώσουμε;

ΚΡΙΣΠ’ΙΝ.-Αν δεν τολμάς να κάνεις ένα τόσο μικρό πράγμα, πάμε καλύτερα να βρούμε κανένα νοσοκομείο ή πτωχοκομείο ή να ζητιανέψουμε, αν θες να είμαστε ευσεβείς· κι αν θες να είμαστε γενναίοι, ας βγούμε πάλι στον δρόμο κι ας ληστέψουμε τον πρώτο περαστικό· αν στηριχτούμε πραγματικά στους πόρους μας, δεν έχουμε άλλους εκτός από αυτούς.

ΛΕΆΝΔΡΟ.-Έχω μαζί μου επιστολές συστατικές για πρόσωπα με κύρος σ’ αυτή την πόλη, που μπορούν να μας βοηθήσουν.

ΚΡΙΣΠ’ΙΝ.- Να τις σκίσεις αμέσως, ούτε που να τον σκέφτεσαι τέτοιον ξεπεσμό! Δεν θα παρουσιαστούμε σε κανέναν σαν φτωχοί! Ωραίες συστατικές επιστολές! Σήμερα θα σε υποδεχθούν με ευγένεια μεγάλη, θα σου πουν ότι το σπίτι τους και οι ίδιοι είναι στη διάθεσή σου, και τη δεύτερη φορά που θα χτυπήσεις την πόρτα τους, θα σου πει ο υπηρέτης ότι ο κύριος δεν είναι στο σπίτι, ούτε καν μένει εκεί· στην επόμενη επίσκεψη, ούτε που θα σου ανοίξουν. Ο κόσμος είναι δούναι και λαβείν: αγοραπωλησία, ανταλλακτήριο. Πριν ζητήσεις, πρέπει να δώσεις κάτι.

ΛΕΆΝΔΡΟ.- Και τι μπορώ να δώσω, αφού δεν έχω τίποτα;

ΚΡΙΣΠ’ΙΝ.- Πόσο υποτιμάς τον εαυτό σου! Δηλαδή, ένας άνδρας από μόνος του δεν αξίζει τίποτα; Μπορεί κάποιος να είναι στρατιώτης και με το θάρρος του να συμβάλει αποφασιστικά στη νίκη· μπορεί να είναι σύζυγος ή εραστής και με ένα φάρμακο γλυκό να γιατρέψει μια κυρία του καλού κόσμου ή μια δεσποσύνη ευγενικής καταγωγής που νιώθει ότι πεθαίνει από μελαγχολία· μπορεί να είναι υπηρέτης κάποιου ισχυρού άρχοντα που τον συμπαθεί και τον κάνει έμπιστό του, και τόσα άλλα πράγματα που δεν χρειάζεται να απαριθμήσω. Για να ανέβεις, όλα τα σκαλιά καλά είναι.

ΛΕΆΝΔΡΟ.- Κι αν μου λείπει ακόμα αυτό το σκαλί;

ΚΡΙΣΠ’ΙΝ.-Σου δίνω την πλάτη μου για να ανέβεις. Θα φαίνεσαι πολύ ψηλός.

ΛΕΆΝΔΡΟ.- Κι αν πέσουμε κι οι δυο στο χώμα;

ΚΡΙΣΠ’ΙΝ.-Ε, τότε, ας είναι ελαφρύ… (Χτυπάει την πόρτα του πανδοχείου με το ρόπτρο.) Ε, σεις στο πανδοχείο! Είναι κανείς εδώ; Ο πανδοχέας ή άλλος διάολος; Δεν απαντάει κανείς; Τι σόι σπίτι είναι αυτό;

ΛΕΆΝΔΡΟ.- Γιατί φωνάζεις; Αφού τώρα μόλις χτύπησες την πόρτα.

ΚΡΙΣΠ’ΙΝ.- Γιατί είναι αγένεια να σ’ αφήνουν να περιμένεις έτσι! (Ξαναχτυπάει πιο δυνατά.) Έι, άνθρωποι! Εσείς, από το χάνι! Που να με πάρουν όλοι οι διαβόλοι!!

ΠΑΝΔΟΧΕΑΣ.- (Μέσα.) Ποιος είναι; Τι φωνές και τι τρόπος είναι αυτός; Δεν περιμένετε δα και τόσο πολύ.

ΚΡΙΣΠ’ΙΝ.- Πάρα πολύ περιμέναμε! Καλά μας τα ‘παν ότι δεν είναι για άρχοντες αυτό το χάνι.

Back To Top