του Ζουζέπ Μαρία Μπενέτ ι Ζουρνέτ
Στο Υπόγειο, μια φαινομενικά τυχαία συνάντηση δύο αντρών εξαιτίας ενός παρ’ ολίγον δυστυχήματος, εξελίσσεται αρχικά σε μια πολιτισμένη φιλική συζήτηση με θέμα την αγάπη και την αναζήτηση της απόλαυσης, για να καταλήξει στην εκ βαθέων εξομολόγηση του ενός (που ψάχνει να βρει την εξαφανισμένη από μέρες γυναίκα του) στον άλλον (που δηλώνει ψυχολόγος). Το «παιχνίδι» του θύτη και του θύματος, που, είτε διαδραματίζεται μπροστά στον θεατή, είτε περιγράφεται από τα δύο πρόσωπα του έργου (όλα τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην υπόθεση του έργου ανάγονται τελικά στο μοντέλο θύτης-θύμα), οδηγεί σε μια κατάδυση στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής, σε μια επώδυνη κάθαρση. Οι αναφορές στα βασανιστήρια απηχούν σαφώς τον πόλεμο στο Ιράκ, τον συγγραφέα όμως απασχολεί κυρίως ένας άλλος πόλεμος, αυτός που έχει ως αντίπαλο το τέρας που κρύβεται μέσα στον καθένα μας.
Το έργο έχει μεταφραστεί στην ισπανική, την ιταλική, τη γαλλική, την τσεχική, και την ελληνική γλώσσα.
Απόσπασμα του έργου
-Δεν είναι άσχημο, το διαμέρισμά μου. Είμαι απ’ αυτούς που προτιμούν να μένουν στην πόλη, ποιος ξέρει γιατί. Αλλά… αυτό το σπίτι… Είναι ευχάριστο. Ισόγειο, δυο όροφοι και υπόγειο.
-Παράξενο. Το κοιτάζατε. Αρχίσατε να διασχίζετε τον δρόμο, τη λεωφόρο… Πάρτε το όπως θέλετε… Αφαιρεθήκατε κοιτάζοντας το σπίτι μου, γι’ αυτό ο οδηγός του αυτοκινήτου ίσα που πρόλαβε να αντιδράσει.
-Α… το καταλάβατε.
-Διασχίζατε…
-Αφηρημένος.
-…κοιτάζοντας το σπίτι μου.
-…Ναι.
– Απορώ, γιατί κοιτάζατε το σπίτι μου. Εγώ δεν βρίσκω τίποτα ιδιαίτερο στην πρόσοψη του σπιτιού μου.
-Ωραία μπύρα. Ξέρετε από μπύρες.
– Έχετε μεγάλη οικογένεια; Μου φαίνεστε παντρεμένος.
-Α, ναι. Ναι. Εσείς;
-Ήμουν.
-Κι εγώ. Παντρεμένος και χωρίς παιδιά. Είμαι παντρεμένος.
-Ούτε εμείς είχαμε παιδιά. Η γυναίκα μου πέθανε.
-Η δική μου εξαφανίστηκε.
-Θέλετε άλλη;
-Τι άλλη;
-Άλλη μπύρα, δεν θέλετε;
-Η γυναίκα μου εξαφανίστηκε.
-Εξαφανίστηκε.
-Κάνω κατάχρηση της καλοσύνης σας.
-Ορίστε;
– Μου φαίνεται πως κάνω κατάχρηση της καλοσύνης σας.
-Αυτές είναι κουβέντες που δε σημαίνουν τίποτα. Αφήστε τις φιλοφρονήσεις. Θέλετε άλλη μια;
-Εντάξει… Ναι. Ευχαριστώ. Μια εποχή… Φανταστείτε… Υπήρξε μια εποχή που οι μπύρες ήταν για μένα… ανάγκη. Κρεμόσουν από μια μπύρα. Μια μπύρα ήταν το παν. Πίνω μια μπύρα, πίνω τώρα μια μπύρα και ξαφνικά, ακόμα… Θα το πιστέψετε αν σας πω ότι θα μπορούσα να βάλω τα κλάματα την ώρα που έπινα μια μπύρα; Ένας άντρας που κλαίει επειδή πίνει μια μπύρα.
-Δεν είμαστε πάντα όπως φαινόμαστε, έτσι;
-Εγώ, πώς σας φαίνομαι;
-Εσείς. Ένας άνθρωπος… ξέρω ‘γώ… Κανονικός… Με την καλή έννοια.
-Με ποια;
-Με την καλή έννοια. Είναι καλό να είναι κάποιος κανονικός. Νομίζω.
-Ναι.
-Η γυναίκα σας εξαφανίστηκε.
-Δεν ξέρω γιατί σας το είπα.
-Για να πιάσουμε την κουβέντα.
-Όχι. Γιατί χρειάζομαι βοήθεια.
-Α.
-Χρειάζομαι βοήθεια.
-Για να βρείτε τη γυναίκα σας;
-Δεν ξέρω.
-Μιλάτε για τη γυναίκα σας.
-Ναι.
-Όταν λέτε πως εξαφανίστηκε, τι εννοείτε;
-Εξαφανίστηκε. Δεν ξέρω πού είναι. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
– Ειδοποιήσατε την αστυνομία;
-Όχι.
-Όχι.
-Όχι. Έφυγε. Γύρισα στο σπίτι και δεν τη βρήκα.
-Μάλιστα, κατάλαβα… Με συγχωρείτε που ανακατεύομαι.
-Όχι, ειλικρινά, μου κάνει καλό.
-Ξέρετε… Μια που το ‘φερε ο λόγος δηλαδή… Αλλά…
-Ελεύθερα… μιλήστε.
-Πώς να σας το πω; Μπορεί η γυναίκα σας να έφυγε, γιατί ήθελε να φύγει.
-Γιατί ήθελε να φύγει…
-Δεν πρέπει να φυτρώνω εκεί που δε με σπέρνουν. Αφού όμως…
-Όχι, όχι, μιλήστε.
-Δεν ειδοποιήσατε την αστυνομία.
-Όχι.
-Τότε… Αφού δεν πήγατε στην αστυνομία, σημαίνει πως… Μάλλον… Δεν ήταν αναπάντεχο. Συμβαίνουν αυτά. Τέλος. Συγγνώμη, δεν ξαναμιλάω…
-Όχι, όχι. Σας παρακαλώ, συνεχίστε.
-Αν μου επιτρέπετε να κάνω μια υπόθεση… Ήθελε να φύγει κι έφυγε. Και, να σας πω, καλύτερα μην το ψάχνετε άλλο. Εσείς τώρα υποφέρετε, οπωσδήποτε. Αλλά θα βρείτε ξανά την ηρεμία σας. Καλύτερα μην το ψάχνετε άλλο.
-Αυτό είναι. Φαίνεται πως έφυγε γι’αυτό. Γιατί ήθελε να φύγει.
-Αφήστε τη λοιπόν να πάει στο καλό. Αν αποφάσισε να φύγει, καλύτερα να μη γυρίσει. Δε γυρίζουν, αλλά καλύτερα να μη γυρίσει. Με καταλαβαίνετε;
-Δεν ξέρω.
-Θέλω να πω… Άμα ραγίσει το γυαλί, ράγισε. Δεν έδωσε σημεία ζωής, λέτε.
-Κανένα.
-Ξεχάστε την.
-Όχι. Δεν μπορώ, καταλαβαίνετε;
-Εντάξει. Καταλαβαίνω, δε γίνεται. Εσείς ξέρετε.
-Από λεπτότητα δε ρωτήσατε αν έφυγε με άλλον άντρα. Το θεωρείτε βέβαιο, αλλά δεν το ρωτάτε.
-Η λεπτότητα δεν είναι το φόρτε μου. Δε σας ρώτησα γιατί πιστεύω πως ήδη το παράκανα, γιατί δεν είναι δικό μου θέμα.
-Φαίνεται πως υπήρχε, πως υπάρχει ένας άντρας. Υπάρχει ένας άντρας. Δεν ξέρω πού. Ένας άντρας που δεν ξέρω αν είναι εραστής της, αλήθεια. Δεν ξέρω τίποτα, ειλικρινά.
-Μην το συζητάτε άλλο, πραγματικά. Τουλάχιστον μαζί μου. Εγώ … εγώ ευχαρίστως να σας ακούσω, ευχαρίστως να σας κεράσω όσες μπύρες θέλετε. Αλλά… μιλάτε με έναν άγνωστο.