των Ιγνάθιο δελ Μοράλ και Βερόνικα Φερνάντεθ
Το έργο διαδραματίζεται σε μια γυναικεία φυλακή, σε κάποια επαρχία της ισπανικής ενδοχώρας στα τέλη της δεκαετίας του 1940, αμέσως μετά τη λήξη τού Ισπανικού Εμφυλίου και την επιβολή τής δικτατορίας τού Φράνκο.
Περίληψη
Μια φορά κάθε δέκα χρόνια ο επίσκοπος της περιοχής ζητάει από την κυβέρνηση να δώσει χάρη σε μία κρατούμενη και η κυβέρνηση πάντα ικανοποιεί αυτό το αίτημα. Στη φυλακή εκτίουν την ποινή τους δέκα κρατούμενες (μία τσιγγάνα, μια νεαρή πόρνη, μια αναρχική, μια κομμουνίστρια, μια μοιχαλίδα έγκυος, μια προαγωγός, μια παιδοκτόνος και μια συζυγοκτόνος, μια συνεργός σε ληστεία και η Αουρέλια που θα μάθουμε στη συνέχεια του έργου ποιος είναι ο ρόλος της), από τις οποίες οι 8 ελπίζουν – η καθεμιά για τους λόγους της- πως θα της δοθεί η χάρη. Καθεμιά έχει τη δική της ιστορία, που ξετυλίγεται στη διάρκεια του έργου. Η μόνη που δεν τρέφει αυταπάτες είναι η Μαρί-Κρουζ, η κομμουνίστρια. Μέσα στη φυλακή ζουν επίσης και οι τρεις μοναχές, οι οποίες εκτελούν χρέη δεσμοφύλακα, ενώ στην εξέλιξη του έργου, διαδραματίζουν επίσης σημαντικό ρόλο ο ιερέας τής φυλακής, ο διευθυντής, ο γιατρός, ο δικηγόρος μιας κρατούμενης κι ένας δάσκαλος.
Το έργο γράφτηκε αρχικά κατ’ ανάθεση για να παρουσιαστεί από τους τελειόφοιτους της Βασιλικής Ακαδημίας τής Μαδρίτης το 2007, λόγω της μεγάλης επιτυχίας του όμως παίχτηκε στην κεντρική σκηνή του Εθνικού θεάτρου τής Μαδρίτης το 2008 σε σκηνοθεσία Ερνέστο Καμπαγέρο.
Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τους τελειόφοιτους της Ανώτερης Δραματικής Σχολής Δήλος της Δήμητρας Χατούπη τον Ιούλιο του 2010 στο Θέατρο της Σχολής.
Απόσπασμα του έργου
ΣΚΗΝΗ XVII
Στο κελί της απομόνωσης. Η Κονσεπσιόν δε Μαρία με την Μαρί Κρους. Η τελευταία έχει στο πρόσωπο σημάδια από κτυπήματα.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Τι σ’έπιασε; Δεν είναι η πρώτη φορά που είσαι αρχηγός σε μια χαμένη υπόθεση, αλλά από αυτό, μέχρι το να χτυπήσεις την αδελφή Ευσέβεια έτσι όπως τη χτύπησες…
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: (Πιάνοντας το πρόσωπό της) Κι αυτή, δεν πήγε πίσω. Τη διευκόλυνα, από καιρό ήθελε να το κάνει. Κοιτάξτε, μου έσπασε ένα δόντι. Ακούστε, ηγουμένη, γνωριζόμαστε πολύ καιρό, αν έρχεστε για να σας δείξω ότι μετάνιωσα, καλύτερα να πάτε από κει πού ήρθατε, γιατί θα σας το πω καθαρά: δεν μετανιώνω. Η αδελφή Ευσέβεια είναι το χειρότερο πλάσμα που υπάρχει πάνω στη γη. Μετά από κάποια άλλα που ξέρω, βέβαια. Θέλετε να σας τα πω; Πρώτα και καλύτερα όσα είναι στο σινάφι σας. Και δε με νοιάζει αν με ακούσει κανείς. Δε με νοιάζει ό,τι και να γίνει.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Φτάνει πια, Μαρί Κρους. Δεν έχει νόημα. Εδώ δεν σε ακούει κανείς, κι εγώ δεν πρόκειται να το πω σε κανέναν.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Το ξέρω. Δεν έχετε φάτσα σπιούνου, κι ας είστε καλόγρια. Από καιρό ήθελα να σας ρωτήσω. Φαίνεστε γυναίκα έξυπνη και αξιοπρεπής. Τι σας έκανε να φορέσετε αυτό το ράσο; Ποιος σας ξεγέλασε;
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Μα τι μίσος είναι αυτό, Μαρί Κρους; Γιατί τέτοιο μίσος για τη θρησκεία;
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Γιατί αυτό το μίσος; Μη με αναγκάζετε να μιλήσω, μητέρα, γιατί εσείς θα ’πρεπε να το ξέρετε καλύτερα από όλους. Μου είπαν πως ήσασταν στη φυλακή της Βέντας όταν τέλειωσε ο πόλεμος. Ήταν πολλές γυναίκες και παιδιά εκεί. Και πέθαναν μόνο και μόνο επειδή ήταν γυναίκες ή παιδιά κομμουνιστών… Πόσοι, μητέρα; Πόσες γυναίκες; Πόσα παιδιά;
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Έγιναν τρομερά πράγματα εκεί, το ξέρω, αλλά…
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Όχι, μητέρα, δεν έγιναν από μόνα τους. Κάποιος τα έκανε. Άνθρωποι με ονόματα και επώνυμα∙ με στολές και με ράσα.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Μήπως και οι σύντροφοί σου δεν διέπραξαν αγριότητες; Θέλεις να σου πω τι έπαθαν οι αδελφές μου σε τόσα μοναστήρια;
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Και νομίζετε ότι εγώ τα εγκρίνω αυτά, μητέρα; Πόλεμος ήταν, υπήρχε πολλή οργή, πολύς θυμός, πολλοί ανοιχτοί λογαριασμοί από αιώνες…
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Ωραία δικαιολογία…γιατί να μην τη χρησιμοποιήσω κι εγώ τότε;
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Γιατί δεν θα ήταν αλήθεια, μητέρα. Εγώ δε μιλάω γι’αυτό που έγινε στον πόλεμο, μιλάω γι’αυτό που έγινε μετά. Για τους χιλιάδες συντρόφους που δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ, που εκτελέστηκαν ή τους άφησαν να πεθάνουν στις φυλακές…κι εσείς συνεργαστήκατε. Γι’αυτό τέτοιο μίσος, μητέρα, Εσείς είστε καλός άνθρωπος, είμαι βέβαιη, πώς μπορούσατε όμως να τα βλέπετε όλα αυτά και να φοράτε ακόμα αυτό το ράσο; Πώς είναι δυνατόν να σωπαίνετε μπροστά σε τέτοιες καταστάσεις; Υποτίθεται πως η αποστολή σας είναι να κάνετε το καλό…
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Το καλό…όλοι θέλαμε να κάνουμε το καλό…ακόμα κι εσείς, και ορίστε. Το καλό…πού είναι το καλό; Τι είναι το καλό;
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Και το κακό; Τι είναι το κακό;
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Το έχω σκεφτεί πολύ. Νομίζω πως υπάρχουν πολλά είδη κακού∙ το χειρότερο όμως είναι αυτό που γίνεται στο όνομα του καλού. Πιστεύω πως ο μεγαλύτερος θρίαμβος του σατανά συντελείται όταν κάποιος νομίζει πως ξέρει τι είναι το απόλυτο καλό και αρχίζει να αγωνίζεται για να το επιβάλει. Δεν έχει σημασία για ποια ιδέα πρόκειται, γιατί τελικά το κακό την εξουσιάζει. Κάποια μέρα πρέπει όλοι μας να ζητήσουμε συγγνώμη για πολλά πράγματα. Μου φαίνεται πως μίλησα πολύ.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Πιστεύετε στον Θεό, μητέρα;
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Μα τι ερώτηση είναι αυτή;
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Απαντήστε μου ειλικρινά. Εδώ δε μας ακούει κανείς. Πιστεύετε στον Θεό πάντα, χωρίς να έχετε καμιά αμφιβολία;
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Μόνο μια αγνή ψυχή σαν την αδελφή Λατρεία μπορεί να ζει χωρίς αμφιβολίες. Αλλά γι’αυτό υπάρχει η αρετή της πίστης. Για να πιστεύεις παρά τις αμφιβολίες. Για να πιστεύεις πέρα από τις αμφιβολίες∙ ακόμα και πέρα από τις εμφανείς ενδείξεις. Ακόμα και πάνω από αυτή την αίσθηση κενού που νιώθει κανείς μερικές φορές, όταν γονατίζει κι αρχίζει να προσεύχεται και…ο Θεός να με συγχωρέσει, δεν έπρεπε να μιλήσω έτσι.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Μην ανησυχείτε, μητέρα, ούτε εγώ είμαι σπιούνα.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Λυπάμαι που πρέπει να μιλάμε εδώ μέσα.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Εδώ έπρεπε να γίνει. Γιατί αυτή η τρύπα είναι έξω από τον κόσμο. Μέσα στον κόσμο, εσείς κι εγώ είμαστε εχθροί. Εδώ, είμαστε δυο γυναίκες μόνες μέσα στην παγωνιά και το σκοτάδι, δεν πρόκειται να μας ακούσει κανείς, εσείς το είπατε πριν. Αυτοί οι τοίχοι είναι φτιαγμένοι ακριβώς γι’αυτό: για να μην ακούγονται οι κραυγές, έτσι; Πόσα θα έχουν συμβεί εδώ κάτω…
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Θα κάνω ό,τι μπορώ για να σε βγάλουν από δω το γρηγορότερο δυνατόν.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Σας πληροφορώ ότι δεν πεθαίνω από τη λαχτάρα μου να δω τον Επίσκοπο.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Θα προσευχηθώ για σένα.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Σας ευχαριστώ. Καλό είναι να έχει κανείς παντού φίλους. Ακόμα και στην κόλαση∙ ίσως εκεί να μπορώ να πω κι εγώ μια καλή κουβέντα για σας…
Η καλόγρια κουνάει το κεφάλι μαλώνοντάς την και πάει να φύγει.
Μητέρα!
Η Κονσεπσιόν δε Μαρία γυρίζει.
Ξαναδώστε στην Πακίτα το παιδί της.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Μαρί Κρους, αυτό το παιδί είναι ο καρπός μιας μοιχείας.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Είναι ο καρπός μιας αγάπης. Εσείς, βέβαια, τι να ξέρετε απ’αυτά… Αγαπήσατε κανέναν άντρα, μητέρα; Σας αγκάλιασαν ποτέ τόσο σφιχτά που να σας κοπεί η ανάσα;
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Η αγάπη δεν είναι μόνο αυτό.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Όχι, δεν είναι μόνο αυτό. Είναι όμως και αυτό.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Δεν φαντάζομαι να θέλεις τώρα να συζητήσουμε τι είναι αγάπη και τι δεν είναι.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Δώστε της πίσω το παιδί.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Δεν είναι στο χέρι μου. (Βγαίνει)
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Ανάθεμά σας! Ανάθεμα σ’όλους σας!! Ανάθεμα σ’όλους σας!!!