Ένας συγγραφέας, σε μια δύσκολη καμπή της ζωής του όπως είναι η ηλικία των σαράντα, βρίσκεται να παραδίδει σεμινάριο ισπανικής λογοτεχνίας σε κάποιο αμερικανικό πανεπιστήμιο, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί με μεγάλη δυσκολία να δομήσει την πλοκή ενός καινούργιου μυθιστορήματος, στο οποίο θα δημιουργήσει τους διάφορους χαρακτήρες με βάση τα προσωπικά του βιώματα και θα προβάλει πάνω τους τις δικές του φαντασιώσεις: θα τους δει όπως είναι, όπως θα του άρεσε να ήταν, όπως νομίζει πως θα γίνουν. ΤοIndian Summer είναι το «καλοκαιράκι του Σαν Μαρτίν»,* οι τελευταίες εκλάμψεις μιας εποχής γεμάτης ευτυχία και χαρά η οποία διακόπτεται απότομα, μπροστά στην αναπόφευκτη επέλαση του χειμώνα.
____
*Η μέρα του Σαν Μαρτίν στην Ισπανία είναι στις 23 Σεπτεμβρίου, και η λαϊκή σοφία λέει πως οι τρεις μέρες πριν τον Σαν Μαρτίν είναι οι τελευταίες εκλάμψεις του καλοκαιριού προτού μπει οριστικά το φθινόπωρο.
Απόσπασμα του έργου
Στο απόσπασμα ο συγγραφέας “πλάθει” το μυθιστόρημά του σαν να έχει μπροστά του τις ηρωίδες του, τη Μαρία Τερέζα και την Αουρόρα και προσπαθεί, ό,τι γράψει, να έχει λογική συνέπεια, συνομιλώντας μαζί τους.
(Η Μαρία Τερέζα) πιάνει το πρόσωπο του Ντανιέλ με τα χέρια της και τον φιλάει στα χείλη. Ο Ντανιέλ δεν κινείται. Η Μαρία Τερέζα τον παίρνει από το χέρι, και βαδίζει τα ελάχιστα βήματα που τη χωρίζουν από το κρεβάτι, χωρίς να τον αφήσει, αλλά και χωρίς να προσπαθήσει να τον τραβήξει προς τα εκεί. Ξαπλώνει στο κρεβάτι. Μετά από μια σύντομη παύση, αφήνει το χέρι του Ντανιέλ και σταυρώνει τα δικά της πάνω στο στήθος της.
ΝΤΑΝΙΕΛ: (Απομακρύνεται λίγα βήματα. Φτιάχνει τον κόμπο της γραβάτας. Έπειτα γυρίζει προς το μέρος της Μαρία Τερέζα. Με φωνή απόμακρη.) Πρέπει να πάω στο μάθημα. (Πηγαίνει προς το ντουλάπι και ανοίγει την πόρτα) Δε θέλω να αργήσω.
ΜΑΡΙΑ ΤΕΡΕΖΑ: (Ανασηκώνεται) Ντανιέλ…
ΝΤΑΝΙΕΛ: (Παίρνει ένα σακάκι από το εντοιχισμένο ντουλάπι και το φοράει) Ναι;
ΜΑΡΙΑ ΤΕΡΕΖΑ: Δε σου αρέσω, έτσι; Με βρίσκεις γριά.
ΝΤΑΝΙΕΛ: Μα τι βλακείες λες; Την πρώτη φορά πάντα είμαι αδέξιος. Εκ των πραγμάτων, φοβάμαι τόσο πολύ τις πρώτες φορές, που συχνά αποφεύγω την πιθανότητα να παρουσιαστούν. Δε συνηθίζω να κάνω το πρώτο βήμα· νομίζω πως είναι προφανές.
ΜΑΡΙΑ ΤΕΡΕΖΑ: (Επιμένει) Όχι, δεν είναι αυτό, δεν είναι αυτό. Με βρίσκεις γρια. Με συγκρίνεις με άλλες, το ξέρω.
ΝΤΑΝΙΕΛ: (Ξαφνικά απότομος) Εν πάσει περιπτώσει, εγώ είμαι εκείνος που σκέφτεται ότι εσύ με συγκρίνεις με άλλους.
ΜΑΡΙΑ ΤΕΡΕΖΑ: Μια γυναίκα ποτέ δε συγκρίνει. Όταν δίνεται δε σκέφτεται τίποτε άλλο εκείνη την ώρα, μόνο τον άντρα που έχει στην αγκαλιά της.
ΝΤΑΝΙΕΛ: Τι όμορφο! (Βαδίζοντας προς την προηγούμενη θέση του, κοντά στο κρεβάτι) Αυτό δεν είναι σίγουρο, αλλά είναι λογοτεχνικό. Κι εγώ αναρωτιέμαι: αν μπορώ να πλάσω εσένα και να σε κάνω υπέροχη, γιατί να μη μπορώ να πλάσω εμένα καλύτερο από ό,τι είμαι;
ΜΑΡΙΑ ΤΕΡΕΖΑ: (Που μοιάζει να μην έχει ακούσει τα λόγια του Ντανιέλ. Ύστερα από παύση) Μόλις έκλεισα τα σαράντα.
ΝΤΑΝΙΕΛ: (Ξερά) Στις επτά Νοεμβρίου.
ΜΑΡΙΑ ΤΕΡΕΖΑ: (Έκπληκτη) Ναι. Πώς το ξέρεις;
Την ίδια στιγμή ακούγεται ο θόρυβος από ένα κλειδί που γυρίζει στην κλειδαριά, και ανοίγει, ταυτόχρονα σχεδόν, διάπλατα, η πόρτα του διαμερίσματος. Από το άνοιγμα μπαίνει ένα φως πολύ έντονο, σχεδόν εκτυφλωτικό, που φωτίζει τη σκηνή με τρόπο εξωπραγματικό. Κόντρα στο φως διαγράφεται μια γυναικεία σιλουέτα. Είναι η Αουρόρα. Φοράει ένα πανωφόρι ταξιδιού και κρατάει στο χέρι της μια βαλίτσα. Η πόρτα θα παραμείνει ανοιχτή στη διάρκεια του διαλόγου που ακολουθεί, και το παράξενο φως αναμμένο.
ΑΟΥΡΟΡΑ: (Κάνει δυο βήματα μέσα στη σκηνή, ώσπου μένει ακίνητη σε ένα σημείο. Εντελώς αντίθετα στο φως και χωρίς να κάνει προσπάθεια να πλησιάσει τον Ντανιέλ) Εγώ είμαι, αγάπη μου…΄Ηρθα, τελικά.
ΝΤΑΝΙΕΛ: (Επίσης χωρίς να κινείται από τη θέση που βρισκόταν, δίπλα στο κρεβάτι, όπου βρίσκεται η Μαρία Τερέζα, που παραμένει σιωπηλή και σαν απούσα.) Όχι, δεν είναι δυνατόν. Μου είπες ότι δε γινόταν. Ήσουνα στο Παρίσι.
ΑΟΥΡΟΡΑ: Ναι, είναι αλήθεια, συμμετείχα σε μια συνάντηση για το Ευρωπαϊκό Θέατρο. Αλλά αφού τέλειωσε, σκέφτηκα ότι δεν είχα λόγο να μείνω εκεί όλη τη βδομάδα. Πήρα την απόφαση ξαφνικά· βρήκα εισιτήριο σε εικοσιτέσσερις ώρες και να’μαι.
ΝΤΑΝΙΕΛ: Όχι, Αουρόρα, όχι· δεν γίνεται. Θα είχες τηλεφωνήσει πρώτα.
ΑΟΥΡΟΡΑ: Είχα! Σε πήρα δυο φορές, μεταξύ ξενοδοχείου και αεροδρομίου, αλλά δεν απαντούσε κανείς. Δε θα ήσουνα σπίτι.
ΝΤΑΝΙΕΛ: Δε σε πιστεύω. Έπειτα, κι αν ακόμα υποθέσουμε ότι πήρες μόνη σου το ρίσκο να κάνεις το ταξίδι, πώς κατάφερες να φτάσεις στο σπίτι; Δε μιλάς αγγλικά, δεν καταλαβαίνεις λέξη.
ΑΟΥΡΟΡΑ: Στο αεροδρόμιο συνάντησα έναν νέγρο ταξιτζή, που γεννήθηκε στη Νέα Ορλεάνη και καταλάβαινε τα γαλλικά μου. Στ’ ορκίζομαι.
ΝΤΑΝΙΕΛ: Δεν κάνει αυτό.
ΑΟΥΡΟΡΑ: Γιατί;
ΝΤΑΝΙΕΛ: Γιατί δεν κάνει. Είναι υπερβολικά πολλές οι συμπτώσεις.