του Μάριο Βάργκας Γιόσα (Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2010)
Σημείωμα του συγγραφέα για το έργο
Η υπόθεση αυτού του έργου μπορεί να συνοψιστεί σε λίγες φράσεις. Στα περίχωρα του Εστάδιο δε Πιούρα, μιας πόλης που περιβάλλεται από αμμόλοφους στο βόρειο Περού, η Τσούνγκα, ιδιοκτήτρια ενός μπαρ στο οποίο συχνάζουν φτωχοί και άτομα ύποπτης προέλευσης, βλέπει μια νύχτα να μπαίνει ο Χοσεφίνο, ένας από τους πελάτες του μπαρ, με την τελευταία του κατάκτηση: τη Μέτσε, μια νέα κοπέλα με ωραίο σώμα και γοητευτικά χαρακτηριστικά. Η Τσούνγκα την ερωτεύεται αμέσως. Ο Χοσεφίνο, για να διασκεδάσει με τους φίλους του- ένα τσούρμο τεμπέληδες που αυτοαποκαλούνται «ανίκητοι»-, παρακινεί τη Μέτσε να προκαλέσει την Τσούνγκα. Στη διάρκεια της νύχτας, ο Χοσεφίνο χάνει στα ζάρια και την τελευταία του δεκάρα. Για να συνεχίσει να παίζει, νοικιάζει τη Μέτσε στην Τσούνγκα και οι δύο γυναίκες περνάνε την υπόλοιπη νύχτα μαζί, στο δωματιάκι της Τσούνγκα, που βρίσκεται μέσα στο μπαρ. Τι συνέβη μεταξύ τους; Γιατί, μετά απ’ αυτό το βράδυ, η Μέτσε εξαφανίζεται και κανείς δεν μαθαίνει πια ποτέ τίποτα για αυτήν. Το έργο αρχίζει πολύ καιρό μετά απ’ αυτό το γεγονός. Στο ίδιο τραπέζι του μπαρ, παίζοντας πάντα ζάρια, οι ανίκητοι προσπαθούν μάταια να αποσπάσουν από την Τσούνγκα το μυστικό, να μάθουν τι έγινε. Οι εικόνες που φαντάζεται καθένας από τους ανίκητους, ζωντανεύουν στη σκηνή και είναι, ίσως, η αλήθεια που δεν ξέρουμε. Προπάντων όμως είναι οι μυστικές αλήθειες που κρύβονται μέσα στον καθένα τους. Στο σπίτι της Τσούνγκα, η αλήθεια και το ψέμα, το παρελθόν και το παρόν, συνυπάρχουν, όπως ακριβώς και στην ανθρώπινη ψυχή.
Τα θέματα που εξετάζει ή θίγει το έργο μέσα από αυτήν την ιστορία, δεν θα έπρεπε να συγχέονται: ο έρωτας, ο πόθος, τα ταμπού, η σχέση ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα, τα ήθη και οι συνήθειες ενός συγκεκριμένου περιβάλλοντος, η θέση της γυναίκας σε μια κοινωνία πρωτόγονη και ανδροκρατούμενη και ο τρόπος με τον οποίο τα στοιχεία αυτά αντανακλώνται στο επίπεδο της φαντασίας. Είναι προφανές στο έργο, πιστεύω, πως η πραγματική ζωή δεν επηρεάζει ούτε υποτάσσει την επιθυμία, αλλά, αντιθέτως, χάρη στη φαντασία του και στις επιθυμίες του, ακόμα και ο πιο απλός άνθρωπος μπορεί για μια στιγμή να σπάσει τα σίδερα της φυλακής στην οποία περιορίζεται το σώμα του.
Όπως ακριβώς συμβαίνει και στα δύο προηγούμενα θεατρικά έργα μου- La señorita de Tacna και Kathie y el hipopótamo, έτσι και στην Τσούνγκα προσπάθησα να προβάλω σε μια δραματική μυθοπλασία όλες τις ανθρώπινες ενέργειες και τα όνειρα, τα γεγονότα και τη φαντασία. Τα πρόσωπα του έργου είναι, ταυτόχρονα, ο εαυτός τους και τα φαντάσματά τους, πλάσματα με σάρκα και οστά που η τύχη τους προδιαγράφεται από συγκεκριμένους περιορισμούς- είναι φτωχοί, περιθωριακοί, αμόρφωτοι, κ.λπ. -και πνεύματα τα οποία, ωστόσο, παρά την αγριότητα και τη μονοτονία της ύπαρξής τους, μπορούν πάντα να έχουν τη δυνατότητα μιας σχετικής ελευθερίας, που τους την προσφέρει ο δρόμος της φαντασίας, αυτής της κατεξοχήν ανθρώπινης ιδιότητας.
Χρησιμοποιώ την έκφραση “όλες τις ανθρώπινες ενέργειες” για να υπογραμμίσω το προφανές γεγονός πως ένας άνθρωπος είναι μια αδιάσπαστη ολότητα από πράξεις και επιθυμίες, αλλά και επειδή αυτή η ενότητα θα έπρεπε να φαίνεται στην παράσταση, φέρνοντας τον θεατή αντιμέτωπο με έναν κόσμο συνολικό, στον οποίο ο άνθρωπος που μιλάει και εκείνος που φαντάζεται- αυτός που είναι και αυτός που θα ήθελε να είναι- αποτελεί μια συνέχεια αδιάσπαστη, δύο πλευρές που τις μπερδεύουμε, σαν αυτά τα ρούχα που φοριούνται και από τις δύο όψεις, και δεν μπορείς να καταλάβεις ποια είναι η καλή και ποια η ανάποδή τους.
Δεν καταλαβαίνω γιατί το θέατρο δεν θα προσφερόταν ως είδος για να παρουσιάσει την ανθρώπινη αντικειμενικότητα και υποκειμενικότητα σε συνδυασμό. Παγιωμένες προκαταλήψεις, ωστόσο, έχουν την τάση να θεωρούν πως αυτός ο κόσμος ο αμφιλεγόμενος, ο εξαχνωμένος, με τις ξαφνικές μεταβάσεις και διαβαθμίσεις, ο αχρονικός, ο παρορμητικός, ο κόσμος δηλαδή που δημιουργεί η φαντασία οιστρηλατούμενη από την επιθυμία, δεν μπορεί να συνυπάρξει στη σκηνή μαζί με τον κόσμο της αληθινής ζωής, χωρίς να δημιουργήσει ανυπέρβλητα προβλήματα σκηνοθεσίας. Νομίζω πως αυτός ο σκεπτικισμός δεν έχει καμιά άλλη εξήγηση από την οκνηρία, τον φόβο γι’αυτό το ρίσκο, χωρίς το οποίο κόβονται τα φτερά κάθε δημιουργικής προσπάθειας.
Πρόκειται, πολύ απλά, για την απόπειρα δημιουργίας ενός θεάτρου που στοιχηματίζει κατά βάθος στη θεατρικότητα, την ικανότητα του ανθρώπου να υποκρίνεται, να αποκτά πολλαπλή υπόσταση, να παρουσιάζει καταστάσεις και πρόσωπα διαφορετικά από το δικό του. Τα πρόσωπα του έργου, στις σκηνές που ζουν τα όνειρά τους, πρέπει να υποδύονται, να ενσαρκώνουν τους εαυτούς τους, να αποκτούν διπλή υπόσταση, όπως οι ηθοποιοί την ώρα που ανεβαίνουν στη σκηνή ή όπως οι απλοί άνθρωποι , που αποκτούν μια δεύτερη υπόσταση, πνευματική, όταν καταφεύγουν στη φαντασία τους για να εμπλουτίσουν την ύπαρξή τους, όταν γίνονται μέσα από την ψευδαίσθησή τους πρωταγωνιστές σε καταστάσεις που η αληθινή ζωή τους απαγορεύει ή τους στερεί.
Η επινόηση μιας τεχνικής για τη θεατρική έκφραση- μιας ενσάρκωσης- γι’ αυτήν την παγκοσμίως διαδεδομένη δράση, δηλαδή για τον ιδανικό εμπλουτισμό της ζωής με τη δημιουργία εικόνων, φαντασιώσεων, θα έπρεπε να είναι μια ερεθιστική πρόκληση για όσους επιθυμούν να ανανεωθεί το θέατρο και να εξερευνήσει νέους δρόμους, αντί να συνεχίσει να ακολουθεί, με παραφωνίες, τους τρεις κανόνες-πρότυπα του σύγχρονου θεάτρου, που έχουν χρησιμοποιηθεί τόσο πολύ, ώστε αρχίζουν πια να παρουσιάζουν σημάδια αρτηριοσκλήρωσης: τον επικό διδακτισμό του Μπρεχτ, τα διασκεδαστικά έργα του θεάτρου του παραλόγου και τις υπερβολές του χάπενινγκ και των λοιπών ειδών του θεάτρου που δεν βασίζεται στο κείμενο. Το θέατρο με τις φανταστικές εικόνες που δημιουργεί, αποτελεί, οπωσδήποτε, ένα προνομιούχο είδος για να παρουσιάσουμε αυτόν τον ανήσυχο λαβύρινθο γεμάτο αγγέλους, δαιμόνια και θαύματα, που μέσα του φωλιάζουν οι επιθυμίες μας.