Η προσωπικότητα του Λόπε δε Βέγα είναι τόσο ασύλληπτη και αντιφατική που δε μπορεί να περιοριστεί σε ένα βιογραφικό σημείωμα. Συνήθως η ζωή του μας παρουσιάζεται σαν μια σειρά από τρικυμιώδεις περιπέτειες που διαδέχονται η μια την άλλη, ένα χρονικό σφοδρών συναισθημάτων που συνάρπασε πολλές γενιές αναγνωστών. Στην πραγματικότητα όμως, υπήρξε μια ζωή στατική, φτωχή σε εξωτερικά γεγονότα. Ο Λόπε δεν έφυγε ποτέ από την Ισπανία , παρά μόνο για να συμμετάσχει σε μια πολεμική επιχείρηση στις Αζόρες και αργότερα στην «Αήττητη Αρμάδα», αν και αυτή η τελευταία συμμετοχή αμφισβητείται από τη νεώτερη έρευνα. Οι πολυάριθμες -και κάποιες φορές άτυχες- περιπέτειες της ζωής του υπήρξαν ουσιαστικά αισθηματικές και συναισθηματικές. Δε θα γνωρίζαμε λεπτομέρειες ιδιαίτερα προσωπικές, αν ο ίδιος ο ποιητής δεν τις είχε συμπεριλάβει στο λογοτεχνικό του έργο, που είναι -τελικά -το ατομικό του λυρικό σημειωματάριο. Οι στίχοι του είναι ο απόηχος της τρικυμίας που βασάνιζε την ψυχή του. Ακόμα και στην επική ή δραματική ποίηση , που δεν χαρακτηρίζονται από υποκειμενικότητα, συναντάμε νύξεις σχετικές με τους έρωτες ή τα μίση του, τις ευτυχισμένες ή πικρές στιγμές που η τύχη πλουσιοπάροχα του χάρισε.
Ο Λόπε ένιωθε την ανάγκη να αφήσει μαρτυρίες για τη ζωή του. Αυτό το πάθος του, που βοήθησε πολύ τους βιογράφους του, κρύβει ωστόσο παγίδες και κινδύνους. Είναι προφανές ότι ο πρωταγωνιστής δεν είναι- δε μπορεί ποτέ να είναι- αμέτοχος αφηγητής. Όλα τα γεγονότα θα περάσουν μέσα από το φίλτρο της υποκειμενικότητας. Σ’αυτήν την παραμόρφωση όμως πρέπει να προστεθεί και μια άλλη: ο Λόπε ήθελε να βλέπει τον εαυτό του σαν λογοτεχνικό ήρωα και αναδημιουργούσε την εικόνα του ανάλογα με το θέμα , στο οποίο χάριζε κάθε φορά νέα ζωή και πάθος. Αν σ’αυτά προσθέσουμε τις μανίες του, μεταξύ άλλων να πολλαπλασιάζει τον αριθμό των –πράγματι πολυάριθμων- έργων του και να ελαττώνει τα χρόνια του, καταλαβαίνουμε γιατί πρέπει να εξετάζουμε πολύ προσεκτικά τις αυτοβιογραφικές αναφορές που άφησε σε στίχο ή πεζό λόγο για να μαντέψουμε μέσα σ’αυτές , όχι τόσο τη συγκεκριμένη πληροφορία που κάποιες φορές προσκομίζουν, όσο την ψυχολογική πορεία που υπαινίσσονται ή κρύβουν. Σε όλα σχεδόν τα έργα του η λογοτεχνία εισβάλλει στη ζωή με επακόλουθο να ποτίζεται η πρώτη με τους χυμούς της δεύτερης. Αν ο Ραμόν Γκόμεθ Σέρνα είπε για τον Φρανθίσκο Κεβέδο ότι «είχε κλίση στον θάνατο» , για τον Λόπε δε Βέγα θα μπορούσε κάλλιστα να πει ότι «είχε κλίση στη ζωή». Μεγάλο μέρος της ζωής του ποιητή θα μεταμορφωθεί σε ποίηση.
Ο Φέλιξ Λόπε δε Βέγα Κάρπιο γεννήθηκε στη Μαδρίτη στα τέλη του 1562. Η ακριβής ημερομηνία είναι αμφισβητούμενη. Ο πρώτος βιογράφος του, ο μαθητής του Juan Perez de Montalbán, υποστηρίζει ότι είναι η 25η Νοεμβρίου «ημέρα του Αγίου Λόπε, επισκόπου Βερόνας», αλλά ο W.T.McCready σημειώνει ότι η γιορτή του Αγίου Λόπε είναι στις 2 Δεκεμβρίου, ημερομηνία την οποία και θεωρεί ως γενέθλιο του ποιητή. Γονείς του ήταν ο Φέλιξ δε Βέγα και η Φρανθίσκα Φερνάντεθ Φλόρεθ, που κατάγονταν –όπως φαίνεται-από την Κοιλάδα του Καριέδο, κοντά στο Σανταντέρ. Ο Φέλιξ δε Βέγα, επαγγελματίας χρυσοκεντητής[1], πρέπει να μετακόμισε στη Μαδρίτη το 1561, γοητευμένος από τις επαγγελματικές και οικονομικές δυνατότητες που χάρισε στην πόλη η πρόσφατη ανακήρυξή της σε πρωτεύουσα. Ο Λόπε επινόησε μια νουβέλα -ή κάτι παρόμοιο- σχετικά με τη γέννησή του. Σε ένα γράμμα προς μια ινδιάνα ποιήτρια , την Αμαρυλλίδα, η οποία φαίνεται να είναι επίσης δική του επινόηση, της διηγείται πως κατάγεται από τον ισπανικό βορρά, και μάλιστα από οικογένεια ευγενών :
Κάποτε μόνο ως εκεί έφτανε η Ισπανία,
αυτός ήταν ο τόπος μου-μα είναι άραγε κρίμα
από καλάμι ταπεινό ν’ανθίσει δάφνη θεία;
Λειψή η γη και λιγοστό το χρήμα¨
από τους Βέγα καταγόταν ο πατέρας¨
ήταν φτωχός-αν κι ευγενής-κι έκανε το μεγάλο βήμα¨
για τη Μαδρίτη κίνησε¨κι η ζήλεια της μητέρας
την έκανε ξοπίσω του να τρέξει ερωτευμένη,
αφού εκείνος λαχταρούσε μιαν Ελένη,
μα ήταν ο πόθος του μιας μέρας.
Με τα πολλά φιλιώσανε, και- μέρα ευλογημένη!-
εμένανε σκαρώσανε¨ έτσι η ζήλεια η φλογερή
έσβησε πια μες την κοιλιά την καρπισμένη.
Ο Λόπε καυχιόταν πάντα για τη βουνίσια καταγωγή του , όπως φαίνεται στο απόσπασμα που παραθέσαμε, αλλά και για την «ευγένεια» που του κληροδότησαν οι πρόγονοί του. Αυτή η ιδιότητα του ιδαλγού ήταν μάλλον προϊόν της φαντασίας του, παρά στοιχείο που αποδεικνύεται με έγγραφα ή με κοινωνική εκτίμηση από τον περίγυρο της εποχής του .Έχει εκφραστεί η υποψία ότι ο Λόπε προερχόταν από οικογένεια «conversos»,δηλ. εβραίων που προσηλυτίστηκαν στον χριστιανισμό . Στα κείμενά του συναντάμε συχνά την εικόνα του σημαντικού άντρα, του οποίου η κοινωνική εξέλιξη αναστέλλεται άδικα λόγω της καταγωγής του. Ωστόσο σε άλλα έργα του βρίσκουμε αντισημιτικές αιχμές, οι οποίες επιβεβαιώνουν την παλιά αντίληψη για καταγωγή του από οικογένεια «παλαιών χριστιανών» και αποδεικνύουν ότι ο ποιητής είχε αφομοιώσει τις αξίες που κυριαρχούσαν στην κοινωνία της εποχής του.
Ο μετέπειτα επονομασθείς «Φοίνιξ του ισπανικού πνεύματος» άρχισε τις σπουδές του στη σχολή της Μαδρίτης που διηύθυνε ο Βιθέντε Εσπινέλ, για τον οποίο πάντα μιλάει με αγάπη και σεβασμό στα κείμενά του. Συνέχισε στο σπουδαστήριο των Ιησουιτών ,για να φοιτήσει τελικά όπως φαίνεται για τέσσερα χρόνια (1577-1581) στο Πανεπιστήμιο του Αλκαλά δε Ενάρες (Alcalá de Henares ), χωρίς όμως να πάρει κάποιον τίτλο σπουδών. Πολύ νέος πρέπει να μπήκε στην υπηρεσία του επισκόπου της Καρταχένα (Cartagena) Χερόνιμο Μανρίκε, που ήταν ο ανώτατος Ιεροεξεταστής. Η αναφορά της Σαλαμάνκας και του Πανεπιστημίου της σε κάποια έργα του , έκανε μερικούς μελετητές του να υποθέσουν ότι φοίτησε στο περίφημο ισπανικό Πανεπιστήμιο, η υπόθεση αυτή όμως δεν μπορεί να βασιστεί μέχρι στιγμής σε αξιόπιστα τεκμήρια.
Τον Ιούνιο του 1583 κατατάχτηκε στη ναυτική μοίρα που διοικούσε ο μαρκήσιος της Σάντα Κρουθ και σάλπαρε από τη Λισσαβώνα για τις Αζόρες ,με σκοπό να καταπνίξει την εξέγερση εναντίον του βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππου Β΄ του Κράτο, ηγεμόνα του νησιού Τερθέιρα ,ο οποίος φιλοδοξούσε να κατακτήσει τον πορτογαλικό θρόνο. Στην επιστροφή από τη ναυτική επιχείρηση γνώρισε την πρώτη από τις πολλές γυναίκες που αγάπησε : την Έλενα Οσόριο (Filis στα ποιήματά του), κόρη του θεατρικού ιμπρεσάριου Χερόνιμο Βελάσκεθ, διαζευγμένη. Το 1587, όταν έμαθε ότι ο σπουδαίος Φρανθίσκο Περρένο Γκρανβέλα πήρε τη θέση του στην καρδιά της Έλενας , κυκλοφόρησε κάποια ποιήματα προσβλητικά για την ίδια και την οικογένειά της για τα οποία καταδικάστηκε σε εξορία τεσσάρων ετών από τη Μαδρίτη και δύο ετών από το Βασίλειο της Καστίλλης. Στις 10 Μαίου του 1588 όμως παντρεύται την Ισαμπέλ δε Αλδερέτε ή δε Ουρμπίνα (στην ποίησή του εμφανίζεται ως Belisa), κόρη του διάσημου ζωγράφου. Την ίδια εποχή μας διαβεβαιώνει ο Λόπε ότι κατατάχτηκε στην Αήττητη Αρμάδα που έπλεε κατά της Αγγλίας ,αλλά η πληροφορία αμφισβητείται. Στη διάρκεια του σύντομου διάπλου , μάλλον όμως χωρίς να εγκαταλείψει την ισπανική ακτή, έγραψε το επικό ποίημα Η ομορφιά της Αγγελικής (La hermosura de Angelica) που θυμίζει την ποίηση του Αριόστο.
Τον Δεκέμβριο του 1588 επέστρεψε ηττημένη η «Αήττητη» και μαζί της έπρεπε να επιστρέψει ο Λόπε , που κατευθύνθηκε στη Βαλένθια και έζησε εκεί με την Ισαμπέλ τα υπόλοιπα χρόνια της εξορίας του. Στη Βαλένθια στερεώνει τη θεατρική του αισθητική και συνεργάζεται με σημαντικούς δραματουργούς όπως οι Τάρρεγα, Γκασπάρ Αγίλαρ, Γκιγιέρ δε Κάστρο, Ρικάρδο δελ Τούρια κ.ά Μετά το τέλος της διετούς εξορίας (από την Καστίλλη), ο Λόπε μετακόμισε στο Τολέδο και υπηρέτησε τους ευγενείς δον Φρανθίσκο δε Ριμπέρα Μπαρρόσο και δον Αντόνιο δε Τολέδο υ Μπεαμόντε. Ως gentilhombre de cámara[2] εντάχθηκε στην αυλή του δούκα της Άλμπα δε Τόρμες, όπου και έζησε από το 1592 ως το 1595. Εκεί πέθαναν η Ισαμπέλ (1594) στη γέννα της κόρης τους Θεοδώρας, και οι κόρες που είχε αποκτήσει από αυτόν τον γάμο. Τότε περίπου έγραψε και το ποιμενικό μυθιστόρημα Η Αρκαδία.
Τον Δεκέμβριο του 1595 φτάνει από τη Μαδρίτη η πολυπόθητη συγγνώμη και έτσι επιστρέφει στην πρωτεύουσα όπου του γίνεται θερμή υποδοχή. Ένα νέο πάθος τον περιμένει : η Μικαέλα Λουχάν , Celia ή Camila Lucinda στους στίχους του, μια γυναίκα όμορφη και αμόρφωτη, επίσης παντρεμένη, με την οποία διατηρεί σχέσεις μέχρι το 1608 και από την οποία θα αποκτήσει πέντε παιδιά, μεταξύ αυτών και δύο από τα πολυαγαπημένα του , τη Μαρθέλα (1606) και τον Λόπε Φέλιξ (1607). Από το 1608 και μετά η Μικαέλα Λουχάν χάνεται από τη ζωή και την ποίησή του . Η Lucinda είναι η μόνη από τις μεγάλες αγάπες του που ο χωρισμός της δεν άφησε ίχνη στην ποίησή του. Το 1598 όμως πρέπει να είχε συνάψει και δεύτερο γάμο , ίσως για οικονομικούς λόγους, με την Χουάνα δε Γκάρδο, κόρη ενός πλούσιου εμπόρου , μάλλον άσχημη και αμόρφωτη. Μόνο στα ποιήματα για τον αγαπημένο του γιο Κάρλος Φέλιξ (από τον γάμο γεννήθηκαν άλλα τρία παιδιά) εμφανίζει και τη θολή εικόνα της συζύγου του. Για πολλά χρόνια ο Λόπε μοιράζεται ανάμεσα στις δυο οικογένειες. Ωστόσο παρά τον φόρτο οικογενειακής εργασίας, αυτή η εποχή υπήρξε πλούσια σε εκδόσεις. Για να γίνει αντιληπτή στις σωστές της διαστάσεις η σημασία αυτής της εκδοτικής χιονοστιβάδας πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι τον Χρυσό Αιώνα οι ποιητές από δειλία ή αμέλεια αρνούνταν να τυπώσουν τους πνευματικούς τους καρπούς. Το έργο του Λόπε είχε διαδοθεί μέσω χειρογράφων και εκδόσεων που ο συγγραφέας δεν είχε επιδιώξει ούτε εγκρίνει. Περίμενε μέχρι τα τριάντα οκτώ του , αν και ήταν γνωστός σχεδόν από τα είκοσι, για να καταφέρει να προστατεύσει τις εκδόσεις με το όνομά του.
Το 1605 γνωρίζει τον δον Λουίς Φερνάντεθ δε Κόρδοβα υ δε Αραγκόν, δούκα της Σέσσα. Θα συνδεθεί μαζί του δια βίου με μια περίεργη σχέση στην οποία συναντάμε συγκεντρωμένες τις ιδιότητες του γραμματέα, του έμπιστου και του ερωτικού μεσολαβητή.
Τον Σεπτέμβριο του 1610 ο Λόπε εγκαθίσταται οριστικά στη Μαδρίτη και αγοράζει το σπίτι της οδού Francos[3] ,στο οποίο και θα ζήσει ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή του. Τα χτυπήματα της μοίρας όμως συνεχίζονται. Η γυναίκα του Χουάνα αρρωσταίνει συχνά και ο αγαπημένος του γιος Κάρλος Φέλιξ , στον οποίο είχε αφιερώσει λίγο πριν το έργο του Οι βοσκοί της Βηθλεέμ, πεθαίνει το 1612. Γι’ αυτόν ο Λόπε θα συνθέσει μια από τις ωραιότερες ελεγείες που γράφτηκαν ποτέ στην ισπανική γλώσσα. Στις 13 Αυγούστου του επόμενου έτους πεθαίνει και η Χουάνα δε Γκάρδο, στη γέννηση της κόρης τους Φελιθιάνας.
Στις 24 Μαΐου του 1614 αποφασίζει να χειροτονηθεί ιερέας. Τα λογοτεχνικά ίχνη από την περίοδο αυτής της συνειδησιακής κρίσης είναι εμφανή στις Ιερές ρίμες που δημοσιεύτηκαν το 1614 και περιέχουν αναμφισβήτητα τα ωραιότερα θρησκευτικά σονέτα της εποχής του Μπαρόκ. Η ποιητική συγκίνηση, τόσο εμφανής, δείχνει την αγωνία του ανθρώπου που νιώθει αιχμάλωτος του παρελθόντος του, ενώ ταυτόχρονα ποθεί τις ύψιστες πνευματικές απολαύσεις . Η άλλοτε φλογερή και γεμάτη πάθος ερωτική ποίηση μεταμορφώνεται τώρα σε ποίηση για το Θείο. Οι Ιερές ρίμες περιλαμβάνουν περίφημα σονέτα που φιγουράρουν σε όλες τις Ανθολογίες της Ισπανικής Ποίησης .
Η αγνότητα που απαιτούσε η θητεία του στην ιεροσύνη δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Εκτός από τη σχέση του με μια θεατρίνα (την επονομαζόμενη «τρελή») στη διάρκεια του ταξιδιού του στη Βαλένθια το 1616 , ο Λόπε ζει τον τελευταίο μεγάλο έρωτα της ζωής του στο πρόσωπο μιας άλλης παντρεμένης, της Μάρτα δε Νεβάρες, που θα την βαφτίσει Amarilis και Marcia Leonarda στους στίχους του.Όταν γνωρίστηκαν, η κοπέλα ήταν εικοσιέξι χρονών ενώ ο ποιητής είχε κλείσει τα πενήντα τέσσερα. Η φήμη αυτού του ιερόσυλου έρωτα διαδόθηκε πολύ γρήγορα στη Μαδρίτη και δεν άργησαν να αρχίσουν οι καυστικές και υβριστικές κριτικές. Η Μάρτα, που ήταν μόλις τριάντα χρονών όταν έμεινε χήρα, πρέπει να ήταν εκπάγλου καλλονής, αν κρίνουμε από το πορτραίτο που μας άφησε ο Λόπε. Αλλά και τα πνευματικά της χαρίσματα δεν υστερούσαν των φυσικών. Η Αμαρυλλίς ,που ήταν αληθινά αφοσιωμένη στην τέχνη ,παρότρυνε τον Λόπε να συνεχίσει τη λογοτεχνική του παραγωγή και επιπλέον να πειραματιστεί σε νέα είδη, τα οποία ως τότε δεν είχε καλλιεργήσει. Γεννήθηκαν έτσι τα ιταλικά μυθιστορήματα , τα οποία αφιερώθηκαν στην κυρία Μάρθια Λεονάρδα και εμφανίστηκαν ως Φιλομένα (1621) και Κίρκη (1624).
Στα μέσα του 1620 γράφει προς τιμήν του Αγίου Ισίδωρου[4] την Δίκαιη Ποιητική . Ο γιος του Λόπε κατατάσσεται στον στρατό και η κόρη του Μαρθέλα γίνεται δόκιμη μοναχή .
Στα 1621 η Μαρθέλα χειροτονείται μοναχή. Την ίδια περίπου περίοδο , η Μάρτα δε Νεβάρες χάνει το φως της. Είναι η αρχή μιας άλλης σειράς από οικογενειακές δυστυχίες που θα πλήξουν τον ποιητή. Στο μεταξύ ο Λόπε προσπαθεί να προσεγγίσει τους νέους κυβερνήτες. Από το 1621 βασίλευε ο ανήλικος Φίλιππος ο Δ΄και την κυβέρνηση ασκούσε ο Γκασπάρ δε Γκουθμάν, κόμης-δούκας του Ολιβάρες. Σε αυτόν τον τελευταίο και την κόρη του αφιερώνει κάποιο έργο του, αλλά δεν κερδίζει την πολυπόθητη εύνοια. Η περιφρόνηση εκ μέρους των ισχυρών θα προκαλέσει ένα αίσθημα απογοήτευσης που θα χαρακτηρίσει τα έργα της τελευταίας περιόδου της ζωής του.
Φαίνεται ότι από τα 1628 η Μάρτα είχε κρίσεις τρέλας . Ωστόσο ο Λόπε εξακολουθεί να δημοσιεύει : Η Δάφνη του Απόλλωνα (1629), Η τιμωρία χωρίς εκδίκηση (1631),Η Δωροθέα (1632). Αυτή την τελευταία χρονιά πεθαίνει στα σαράντα της περίπου χρόνια η Μάρτα δε Νεβάρες . Τα βάσανα όμως δεν τελειώνουν εδώ. Το 1634 πεθαίνει ο γιος του Λόπε Φέλιξ , και η κόρη του Αντωνία Κλάρα (από τη Μάρτα) το σκάει με κάποιον Κριστομπάλ Τενόριο, γεγονός για το οποίο θρηνεί ο ποιητής στο έργο του Filis. Συνεχίζει , ωστόσο, να τροφοδοτεί τη σκηνή με νέες comedias όπως Τα νάζια της Μπελίσα και εν μέσω αυτού του καταιγισμού γεγονότων βρίσκει τη διάθεση να δημοσιεύσει τις Ρίμες ανθρώπινες και θείες του Δόκτορος Τομέ δε Μπουργκίγιος , ένα από τα πιο γοητευτικά και γεμάτα από το πνεύμα της ισπανικής ποίησης βιβλία όλων των εποχών.
Ο Λόπε δε σταμάτησε να γράφει ως τις τελευταίες σχεδόν στιγμές της ζωής του (τέσσερις μέρες πριν πεθάνει). Πολλά από αυτά τα τελευταία ποιήματα δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατο του ποιητή, το 1637, με τον τίτλο La vega del Parnaso .
Στις 25 Αυγούστου του 1635 ένιωσε αδιαθεσία και εξάντληση και αναγκάστηκε να μείνει στο κρεβάτι. Στις 27 ,ημέρα Δευτέρα, πέθανε στο σπίτι του της οδού Φράγκων στα εβδομήντα τρία του χρόνια. Την Τρίτη έγινε με επισημότητα η κηδεία στην εκκλησία του Αγίου Σεβαστιανού. Τα έξοδα της κηδείας πλήρωσε ο δούκας της Σέσσα . Χιλιάδες κόσμου συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία τον μεγαλύτερο ποιητή της Ισπανίας. Ο επικήδειος που θέλησε να εκφωνήσει εκπρόσωπος του Δήμου της Μαδρίτης απαγορεύτηκε από το Συμβούλιο της Καστίλλης. Η προκλητική για τα ήθη της εποχής ζωή του ποιητή τον ακολουθούσε και μετά τον θάνατό του.
Ο Λόπε δε Βέγα καλλιέργησε τα περισσότερα από τα λογοτεχνικά είδη της εποχής του, πολλές φορές με εξαιρετικό αποτέλεσμα. Και με τόσο κόπο, ώστε να αξίζει πράγματι τον χαρακτηρισμό που του χάρισε ο Θερβάντες: «Τέρας της φύσης». Το λυρικό ποιητικό του έργο είναι εκτενέστατο. Αυστηρά λυρικά είναι τα βιβλία του Ιερές ρίμες (1604), Πνευματικό Ρομανθέρο (1619), Θεϊκοί θρίαμβοι και άλλες ιερές ρίμες (1625) και μια σειρά από έντυπα με ένα ή περισσότερα ποιήματα, όπως Τέσσερις μονόλογοι (1612) και τα ποιμενικά Αμαρυλλίς (1633) και Φύλλις (1635). Βιβλία μικτά είναι οι Ρίμες (1602) που αποτελείται από διακόσια σονέτα , και τα επικά ποιήματα Η ομορφιά της Αγγελικής και Η Δραγοντέα, καθώς και οι εύθυμες Ρίμες ανθρώπινες και θείες του Δόκτορος Τομέ δε Μπουργκίγιος (1634) στο οποίο περιλαμβάνεται και η Γατομαχία. Παρεμβάλλει λυρικά ποιήματα και σε πολλά από τα βιβλία του που είναι γραμμένα σε πρόζα, τα ενώνει με διάφορα επικά ποιήματα και τα αναμιγνύει με πρόζα και comedias στο La vega del Parnaso (1637).
Συνεχίζει στις πιο εκλεπτυσμένες συνθέσεις του το είδος της λυρικής ποίησης που είχε ανανεώσει ο Γκαρθιλάσο δε λα Βέγα αλλά αναζωογονεί και λαϊκές λυρικές φόρμες που συνηθίζει να βάζει στα θεατρικά του έργα. Συμβάλλει επίσης στη δημιουργία του νέου Romancero. Πολλές από τις romances του συνθέτουν ένα χρονικό των ερώτων του και υπήρξαν ιδιαιτέρως δημοφιλείς. Όμως ο μεγάλος λόγιος και ποιητής της εποχής, ο Γκόνγκορα, που έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης στους κύκλους των μορφωμένων, τον χτυπά ανελέητα. Ο Λόπε αμύνεται, τον επικρίνει προ πάντων στα θεατρικά του , τον φθονεί και ταυτόχρονα τον θαυμάζει . Και χωρίς να αλλάξει την ποιητική του κατεύθυνση – φυσικότητα, «κομμάτια» στο στυλ των λαϊκών τραγουδιών, μέτρια χρήση καλολογικών στοιχείων που υπηρετεί την καθαρότητα της έκφρασης και εναρμονίζεται με αυτήν- υποκύπτει κάποιες φορές στο στυλ του Γκόνγκορα.
Η επική φλέβα του Λόπε αναπτύσσεται αρχικά υπό την επίδραση του ρωμαλέου και ενθουσιώδους πνεύματος του Αριόστο, και αργότερα του πιο αυστηρού του Τάσσο. Στο είδος αυτό ανήκουν Η Δραγοντέα (1598, για την ήττα και τον θάνατο του πειρατή Ντρέηκ), Ο Ισίδωρος (1599, σε έξοχους λαϊκούς οκτασύλλαβους στίχους σε αντιστοιχία προς τον λαϊκό χαρακτήρα του αγίου της Μαδρίτης ,τη ζωή του οποίου διηγείται) , Η ομορφιά της Αγγελικής (1602 , μοναδική απότιση φόρου τιμής από τον Λόπε στη φανταστική επική ποίηση του Αριόστο) και Κατακτημένη Ιερουσαλήμ (1609, σε είκοσι άσματα –cantos-, όπως η Ελευθερωμένη του Τάσσο).
Αυτά τα ποιήματα και βέβαια το θέατρό του ενοχλούσαν τους λόγιους που έμεναν πιστοί στις αριστοτελικές διδαχές. Τρεις από αυτούς, οι Πέδρο Τόρρες Ράμιλα, Κριστόμπαλ Σουάρεθ δε Φιγκερόα και Χουάν Πάμπλο Μάρτιρ Ρίθο δημοσιεύουν έναν σκληρό λίβελο εναντίον του Λόπε, με τίτλο Spongia (1617) όπου κρίνουν υποτιμητικά τις ποιμενικές νουβέλες του και διαγράφουν ολόκληρη την επική του ποίηση (χαρακτηρίζουν την Δραγοντέα «καταισχύνη της Ισπανίας» και θεωρούν την Ιερουσαλήμ «πεζή αγόρευση»). Ο Λόπε όμως, αν και πικραμένος- λόγιοι και αριστοτελικοί τον διαγράφουν- συνεχίζει τις επικές του προσπάθειες : μετά τον Πολύφημο του Γκόνγκορα δοκιμάζει να γράψει εκτεταμένο μυθολογικό αφήγημα με τα τέσσερα ποιήματα : Φιλομένα (1621, με την οποία επιτίθεται στον Τόρρες Ράμιλα), Ανδρομέδα (1621), Κίρκη (1624) και Λευκό ρόδο (1624, προς τιμήν της κόρης του κόμη-δούκα Ολιβάρες). Επιστρέφει στο ιστορικό έπος με το Τραγικό στέμμα (1627, σε 600 οκτάβες[5] ,περιγράφει τη ζωή και τον θάνατο της Μαρίας Στιούαρτ). Τέλος, το 1634 , με την ευθυμία που είχε εμπνεύσει τις Ρίμες του Μπουργκίγιος συνθέτει τη Γατομαχία, ένα χαριτωμένο ποίημα επικο-μπουρλέσκο σε 2811 στίχους, όπου διηγείται τις ερωτικές περιπέτειες των γάτων Μαρραμακίθ, Θαπακίλδα και Μιθιφούθ.
Στην πεζογραφία, τρία μόνο αφηγηματικά είδη δεν προκάλεσαν το ενδιαφέρον του : το caballeresco[6], το morisco[7] και το picaresco[8]. Έγραψε λοιπόν δύο νουβέλες ποιμενικές : Αρκαδία (1589, η υπόθεσή της αφηγείται συγκεκαλυμμένες ερωτικές περιπέτειες του δούκα της Άλμπα) και Οι βοσκοί της Βηθλεέμ (1612, με θρησκευτικό θέμα ,που εξελίσσεται με τρόπο ιδιαίτερα γοητευτικό). Το 1604, υποκύπτοντας στη «μόδα» για τις «βυζαντινές»[9] μυθιστορίες , δημοσιεύει το Ο προσκυνητής στην πατρίδα του(El peregrino en su patria) , έργο μικτού περιεχομένου, στο οποίο οι περιπέτειες των πρωταγωνιστών αναμιγνύονται με ποίηση και comedias. Πάνω στο μοντέλο της ιταλικής νουβέλας που είχε υποδείξει ο Θερβάντες γράφει τις τέσσερις νουβέλες που αφιερώνει στη Μάρθια Λεονάρδα : Η τύχη της Ντιάνα (1621,περιλαμβάνεται στον τόμο Φιλομένα ),Η δυστυχία για την τιμή, Η φρόνιμη εκδίκηση και Γκουθμάν ο γενναίος που δημοσιεύτηκαν μαζί σε έναν τόμο με την Κίρκη (1624). Ακολουθεί τα βήματα του Θερβάντες, τον οποίο δεν εκτιμούσε ιδιαιτέρως, αναγνώριζε ωστόσο ότι « δεν του έλειψε η χάρη ούτε το στυλ».
Ενώ φροντίζει τη Μάρτα δε Νεβάρες, γέρος πια και άρρωστος, ο Λόπε ολοκληρώνει τη συγγραφή ενός αριστουργήματος , χρησιμοποιώντας υλικό πολύ παλιό : Η Δωροθέα (1632, τον ίδιο χρόνο που πεθαίνει η Αμαρυλλίς), στο οποίο αναπολεί τον νεανικό του έρωτα με την Έλενα Οσόριο. Αποκάλεσε το έργο «δράση σε πρόζα» .Είναι χωρισμένο σε πέντε πράξεις και είναι ένα μακροσκελές κείμενο που δε μπορεί να παρασταθεί, στο στυλ της Θελεστίνας , όπου οι ρόλοι μετά βίας «κρύβουν» τους πρωταγωνιστές εκείνων των νεανικών επεισοδίων.
Στα κείμενά του με χαρακτήρα απολογητικό, δογματικό ή με τη μορφή επιστολής , θα μπορούσε να καταλάβει μια ξεχωριστή θέση το ποίημα Η νέα τέχνη της δραματουργίας στην εποχή μας (1609, σε 376 ελεύθερους εντεκασύλλαβους στίχους ) που απευθύνεται στην Ακαδημία της Μαδρίτης και με το οποίο , σε τόνο ειρωνικό, υπερασπίζεται τη θεατρική του αισθητική. Άλλα σημαντικά έργα σε αυτές τις κατηγορίες είναι Η δάφνη του Απόλλωνα (1630 ¨σχεδόν 7000 στίχοι-εγκώμιο για συγγραφείς και ζωγράφους ισπανούς και ξένους) και Ο θρίαμβος της πίστης στο βασίλειο της Ιαπωνίας (1618, σε πρόζα, περιγράφει γεγονότα που συνέβησαν στις ιεραποστολές των Ιησουϊτών). Σώζονται ακόμα περίπου 800 επιστολές που απευθύνονται, στην πλειοψηφία τους, στον δούκα της Σέσσα, τεράστιας βιογραφικής αξίας.
Ο Λόπε δήλωνε ότι είχε γράψει 1500 δραματικά έργα¨ σώζονται 426 comedias που αποδίδονται σ’αυτόν (από τις οποίες μόνο οι 314 είναι αποδεδειγμένα δικές του) και 42 autos sacramentales. Χρησιμοποιώντας ευρήματα προγενεστέρων, όπως οι δραματουργοί της Βαλένθια στους οποίους ήδη αναφερθήκαμε ή ο Χουάν δε λα Κουέβα, και της Θελεστίνας, δίνει οριστική μορφή στην comedia (ονομασία γενική που αποδίδεται σε οποιοδήποτε θεατρικό έργο μεγάλης έκτασης) , η οποία γνωρίζει ενθουσιώδη υποδοχή από τον λαό. Σπάει τις ενότητες του τόπου, του χρόνου και της δράσης που απαιτούν οι λάτρεις των αριστοτελικών κανόνων (αλλά και συγγραφείς όπως ο Θερβάντες , που απέτυχε ως θεατρικός δραματουργός εξαιτίας του θριάμβου του Λόπε) , και αναμιγνύει το τραγικό με το κωμικό , προσπαθώντας , όπως λέει, να μιμηθεί τη φύση. Υπηρετώντας αυτή την άποψη, επινοεί τη «φιγούρα του donaire[10]»που μεσολαβεί με το κοινό του αίσθημα και το ωραίο χιούμορ του ανάμεσα στη σκηνή και τους θεατές. Η απαίτηση όμως για μια τέτοια ανάμειξη δεν μπορεί να ισχύσει στην τραγωδία ( Η τιμωρία χωρίς εκδίκηση είναι μια σπουδαία εξαίρεση ), έτσι τείνει να συνθέτει comedias με κατάλληλο περιεχόμενο, και κωμικοτραγωδίες , μεταξύ των οποίων διακρίνονται αυτές που έχουν ως πρωταγωνιστές διοικητές (comendadores) και ως υποθέση ζητήματα τιμής. Γράφει σε στίχο , σε μέτρα ποικίλα (κυριαρχεί ο οκτασύλλαβος) και στροφές σύμφωνα με τις ανάγκες της περιπέτειας. Υιοθετεί τον χωρισμό σε τρεις πράξεις και επιλέγει θέματα διάφορα που τα εντάσσει όμως σε ένα κλίμα έντονα ισπανικό : από την αρχαία ιστορία (Ο σκλάβος της Ρώμης) και από την ξένη (Ο μεγάλος δούκας της Ρωσίας), θρησκευτικά (Η άγρυπνη φρουρά) ,μυθολογικά (Ο λαβύρινθος της Κρήτης),με υπόθεση πλαστή (Το ατσάλι της Μαδρίτης, Η κουτή γυναίκα,Το σκυλί του περιβολάρη),κλπ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα έργα που τα θέματά τους είναι εμπνευσμένα από τους θρύλους και την ιστορία της Ισπανίας, με τα οποία συνέβαλε στον σχηματισμό μιας εθνικής συνείδησης (Ο καλύτερος υπηρέτης της Ισπανίας, Ο καλύτερος δικαστής, ο βασιλιάς, Φουέντε Οβεχούνα , Η ειρήνη των βασιλέων και η εβραία του Τολέδο.Του είχε αποδοθεί , αλλά η νεώτερη έρευνα αποδεικνύει ότι δεν είναι δικό του Το αστέρι της Σεβίλλης). Μερικές από τις καλύτερες κωμικοτραγωδίες του είναι εμπνευσμένες από λαϊκά τραγούδια (Ο Περιμπάνιεθ και ο διοικητής της Οκάνια, Ο ιππότης του Ολμέδο). Άλλες comedias (Ο χωρικός στη γωνιά του) δραματοποιούν επίσης δημώδη μοτίβα . Πιθανώτατα κανένας άλλος συγγραφέας δεν έχει ερμηνεύσει τόσο βαθιά την ψυχή του λαού του. Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο τα έργα του Λόπε κυριάρχησαν στην ισπανική σκηνή για εκατό περίπου χρόνια , αλλά και εξακολουθούν να παίζονται κάθε χρόνο στην Ισπανία με πολλή μεγάλη επιτυχία ή να μεταφέρονται στον κινηματογράφο με θαυμάσια αποτελέσματα[11] .
[1] «κεντούσε» χρυσό πάνω σε μεταλλικά αντικείμενα, μια τέχνη πολύ διαδεδομένη στην εποχή του , που επιβιώνει ως σήμερα στην Ισπανία.
[2] χεντιλόμπρε δε κάμαρα : τίτλος διάκρισης για έμπιστο ευγενή στην υπηρεσία δούκα ή και του βασιλιά. Θα μπορούσε να μεταφραστεί «ο εξ απορρήτων».
[3] σήμερα ο δρόμος ονομάζεται οδός Θερβάντες, γιατί εκεί κατοικούσε και ο συγγραφέας του «Δον Κιχώτη».
[4] είναι ο πολιούχος άγιος της Μαδρίτης.
[5] οκτώ ενδεκασύλλαβοι στίχοι από τους οποίους οι 6 πρώτοι ομοιοκαταληκτούν εναλλάξ και οι 2 τελευταίοι μεταξύ τους.
[6] caballeresco( καμπαγιερέσκο) : αφήγημα που περιγράφει τις περιπέτειες ιπποτών. Σε αυτό το είδος ανήκει ο «Δον Κιχώτης».
[7] morisco (μορίσκο) : moros ονόμαζαν οι ισπανοί τους Άραβες και morisco ήταν το αφήγημα που αναφερόταν στις (εξιδανικευμένες) σχέσεις Αράβων και χριστιανών.
[8] picaresco (πικαρέσκο) : pícaro σημαίνει απατεώνας, κατεργάρης. Τις περιπέτειες αυτού του τύπου , συνήθως σε πρώτο πρόσωπο, αφηγείται το μυθιστόρημα του είδους αυτού.
[9] novela bizantina , δηλ. «βυζαντινό μυθιστόρημα», ονομάζουν οι ισπανοί τις ιπποτικές μυθιστορίες που διαμορφώθηκαν στην Ευρώπη στα μέσα περίπου του 12ου αιώνα.Ιδιαίτερα για το Φλώριος και Πλατζιαφλώρα υποστηρίχθηκε σε συνέδριο στην Ισπανία προ οκταετίας ότι το πρωτότυπο είναι ελληνικό -και όχι γαλλικό όπως νομιζόταν ως τότε- και μεταφέρθηκε στην Ισπανία μέσω των Καταλανών κατακτητών τον 13ο αιώνα, και από εκεί στην Ευρώπη. Η ισπανική εκδοχή του προαναφερθέντος μυθιστορήματος συγκρινόμενη με την ελληνική φαίνεται –όπως υποστηρίζουν οι ειδικοί μελετητές- ότι προέρχεται από αυτήν, και παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες ομοιότητες μεταξύ τους και όχι με τις γαλλόφωνες ή άλλες εκδοχές της ίδιας μυθιστορίας.
[10] Ο donaire ή gracioso είναι ο «χαριτωμένος» τύπος που λέει τα αστεία (συνήθως υπηρέτης) και που υπάρχει ακόμα και στις comedias με σοβαρό περιεχόμενο, όπως για παράδειγμα ο Μένγκο στη Φουεντεοβεχούνα. Ο Λόπε λέιε ότι τον χρησιμοποίησε αυτός για πρώτη φορά στην comedia του La francesilla ( = η γαλλιδούλα )
[11] Παράδειγμα η κινηματογραφική μεταφορά του έργου του «Το σκυλί του περιβολάρη»(El perro del hortelano) το 1995 , σε σενάριο και σκηνοθεσία της Πιλάρ Μιρό, με απόλυτο σεβασμό στο αυθεντικό ποιητικό κείμενο (στο οποίο έγιναν μόνο ελάχιστες – μάλλον απαραίτητες σήμερα -περικοπές). Η ταινία γνώρισε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία ,αλλά έτυχε και της επιδοκιμασίας των κριτικών του κινηματογράφου, αποσπώντας επτά βραβεία Γκόγια. Στην Ελλάδα προβλήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2004 στο Ινστιτούτο Θερβάντες ,στο πλαίσιο σειράς πολιτιστικών εκδηλώσεων με τίτλο «Η λογοτεχνία στον κινηματογράφο».